του Τάσου Μπίρη

 

Ο Ηλίας δεν απορροφήθηκε ποτέ από τα στερεότυπα της αστικής ζωής, ούτε και της αναζήτησης αξιωμάτων και θέσεων. Δεν πούλησε τις ιδέες και την τέχνη του, με αντάλλαγμα δοτή δημοσιότητα.

Έχω συνειδητοποιήσει, αρκετό καιρό τώρα, ότι ο επιβεβλημένος σύγχρονος τρόπος του σκέπτεσθαι οδηγεί όλο και συχνότερα στη θεοποίηση του «Εαυτού», ως αυτόνομης, αυτοδίδακτης, αυτοδημιούργητης οντότητας. Που, τάχα, υπάρχει εκ του μηδενός. Που τάχα τα βρήκε και τα έκανε όλα μόνη της και, μάλιστα, για πρώτη φορά. Σαν να μην υπήρξε πριν από αυτήν καμία προ-παίδεια, καμία προϊστορία, κανένα προηγούμενο.

Με την αυταρέσκεια αρχιτεκτονικής αυθεντίας τραβάς, λοιπόν, τις γραμμές «Σου» πάνω στο χαρτί. Νομίζεις ότι τις ελέγχεις απόλυτα. Ότι είναι απόλυτα δικές σου.

Απόλυτα; Όχι βέβαια. Γιατί, πώς έγινε και το χέρι ξαφνικά κοντοστάθηκε ή έστριψε ανορθόδοξα; Γιατί η γραμμή, χωρίς να το έχεις καλοσκεφτεί, μαλάκωσε και έγινε πιο αχνή; Γιατί το πράγμα ξέφυγε και πήγε αλλού από αυτό που είχες, αρχικά, προγραμματίσει;

Βεβαίως, δεν εξηγούνται αυτά επακριβώς. Μπορεί, όμως, να έγιναν επειδή, υποσυνείδητα, το μυαλό και η μνήμη έπαιξαν ξανά με το «αρχαίο γκρεμισμένο λιθόκτιστο της Πάρου». Ή με ένα «κόκκινο-carmine» του Μόραλη. Ή με το κατάμαυρο «δαιμονικό σκίτσο» του Ηλία Παπαγιαννόπουλου. Είναι σαν χαραγμένα σημάδια μιας βιωμένης κατά το παρελθόν διδασκαλίας που διατηρείται (ευτυχώς) στο υποσυνείδητο και σε περίεργες στιγμές οδηγεί για λίγο την κίνηση του χεριού και του μυαλού σου. Δεν είσαι, λοιπόν, ποτέ τελείως αυθύπαρκτος, αυτοδημιούργητος, ο πρώτος διδάξας.

 

Ανυπάκουη ψυχή…

Κάπως έτσι ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος ξανάρχισε τελευταία, μετά από τόσα χρόνια, τα παλιά παιχνίδια του με το μυαλό μου. Τον πρωτογνώρισα προσωπικά ως μεγαλύτερό μου φοιτητή στις αρχές των σπουδών στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Προηγουμένως, όμως, είχα ακούσει για αυτόν από τα υπόγεια κανάλια πληροφόρησης που, πάντα, διατρέχουν τις σχολές και αξιολογούν πρόσωπα και πράγματα πολύ διαφορετικά από ό,τι οι επίσημες βαθμολογίες. Και τα μηνύματα έλεγαν ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο η ανυπάκουη ψυχή της σχολής. Ότι την επηρέαζε με τις ιδέες, το λόγο, το σχέδιο, τον τρόπο ζωής του. Ότι σπούδαζε την αρχιτεκτονική ως τέχνη μέσα στο σχεδιαστήριο, αλλά και ως μέρος της ζωής, έξω στο δρόμο. Εκεί που χτυπά και μάχεται η καρδιά της πόλης και της κοινωνίας.

Άρχισα, λοιπόν, να ρίχνω κλεφτές ματιές στα σχέδια των θεμάτων του και μετά έχανα τον ύπνο μου ξαναφέρνοντας στο νου τη γραμμή του, πότε δυνατή, κατάμαυρη και πότε αχνή σαν διάφανη γάζα.

Το τελικό «χτύπημα» ήρθε με ένα μικρό εκκλησάκι (θέμα στον καθηγητή Π. Μιχελή). Εκτός από τα εξαιρετικά γραμμικά σχέδια, είχε ζωγραφίσει ο αθεόφοβος(!) και όλη την εικονογράφηση λουσμένη από ένα καταπληκτικό περιρρέον σκοτεινό φως. Έτσι γνωριστήκαμε, φιλιώσαμε και μετά την αποφοίτηση συνεργαστήκαμε κιόλας, έχοντας βρει έναν ειδικό τρόπο ισορροπίας και ισονομίας. Έχω ανεβοκατέβει, λοιπόν, πολλές φορές την απότομη εξωτερική, υπαίθρια σκάλα (πνιγμένη στο γιασεμί) που οδηγούσε στο χώρο δουλειάς του.

Ήταν ένα ακατάστατο εργαστήρι γεμάτο σχέδια, γλυπτά, έργα ζωγραφικής, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, καμωμένα τα περισσότερα από τον ίδιο τον Ηλία. Μου είχε σφηνωθεί στο μυαλό «ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που πίνει μπίρα» και οι «Παλαιστές» του.

Και παντού κόλλες, σύρματα, γύψοι, χρώματα, εργαλεία, ανάκατα με πολύ καλή αρχιτεκτονική. Ήταν ο κόσμος του Ηλία, φτιαγμένος με την ψυχή, το χέρι και το αποτύπωμά του.

Σκέφτομαι τι συγκλονιστικό μάθημα θα ήταν σήμερα για τους σπουδαστές και τις σπουδάστριές μας η διείσδυσή τους σε μια τέτοια σπάνια «κρύπτη αρχιτεκτονικής», όπως ήταν τότε (αλλά ακόμη και σήμερα) μερικά αρχιτεκτονικά γραφεία.

Τι θα ένιωθαν ή θα σκέπτονταν για τους στιλπνούς, ανέγγιχτους αντίστοιχους χώρους εργασίας που σήμερα προβάλλονται ως το όνειρο κάθε νέου αρχιτέκτονα; Για τα σιωπηλά, σκυμμένα σε οθόνες πρόσωπα των υπαλλήλων αυτών των γραφείων. Για τους γιάπηδες project managers.

Ευτυχώς, συνάντησα τον Ηλία Παπαγιαννόπουλο χωρίς όλα αυτά, απευθείας μέσα από τα καλά του έργα: το δημαρχείο Βουλιαγμένης, το Δικαστικό Μέγαρο Λειβαδιάς, τα σπίτια στη Χαλκιδική, τη Νέα Ερυθραία και την Ερέτρια. Τις βραβευμένες λύσεις των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και τη ζωγραφική του.

Τον έζησα και στο επικίνδυνο κρυφτό του με την ασφάλεια την περίοδο της δικτατορίας. Όταν το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων (του οποίου ήταν εκλεγμένος αντιπρόεδρος) εδιώκετο, επειδή είχε την τόλμη να είναι αιρετό.

Αλλά και αργότερα, μέχρι το τέλος, ο Ηλίας δεν απορροφήθηκε ποτέ από τα στερεότυπα της αστικής ζωής, ούτε και της αναζήτησης αξιωμάτων και θέσεων. Δεν πούλησε τις ιδέες και την τέχνη του με αντάλλαγμα δοτή δημοσιότητα.

Είναι, νομίζω, ντροπή που αντανακλά σε όλους, το γεγονός ότι ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος 12 χρόνια μετά το θάνατό του, δεν έχει απασχολήσει κανέναν έγκυρο ερευνητή, κανέναν γνωστό σχολιαστή, κανέναν ευαίσθητο «φίλο» ή «οπαδό» της αρχιτεκτονικής. Κανέναν από εκείνους που γράφουν κατ’ αποκοπή στα μέτρα τους μια δική τους «ιστορία» της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής.

Γιατί ο Παπαγιαννόπουλος, όπως και άλλοι πριν από αυτόν, ανήκε και ανήκει σε μιαν άλλη ιστορία, εκείνη των ανυπάκουων υπόγειων ρευμάτων και της άγνωστης, αθέατης πλευράς του φεγγαριού μας.

*O Τάσος Μπίρης είναι αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!