Χρειάστηκε να περάσουν 38 χρόνια από τη δολοφονία 14 Ιρλανδών για να παραδεχτούν το έγκλημα. Του Χρήστου Γιοβανόπουλου.
Την περασμένη Τετάρτη ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας για τη σφαγή της Ματωμένης Κυριακής του 1972, που είχε ανατεθεί στο λόρδο Σάβιλ από την κυβέρνηση Μπλερ το 1998, δηλώνοντας πως έλπιζε «να κλείσει αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο μια και καλή». Χρειάστηκαν 12 χρόνια από τότε και 38 από τη δολοφονία 14 Ιρλανδών διαδηλωτών στο Λόντοντερι από Βρετανούς ελεύθερους σκοπευτές, σε μία δικαστική μπίζνα σχεδόν 200 εκατομμυρίων λιρών, για να επιβεβαιωθεί αυτό που ήταν από την πρώτη στιγμή γνωστό: ότι οι δολοφόνοι χτύπησαν απρόκλητα, πισώπλατα κι εν ψυχρώ.
Ο νέος πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, μιλώντας στο βρετανικό Κοινοβούλιο, την ώρα που, δικαιωμένες και έχοντας επιδοθεί σε πολύχρονους αγώνες τους να φέρουν την αλήθεια στο φως, οι οικογένειές τους έσκιζαν στο Μπέλφαστ την παλιότερη έρευνα του βρετανικού κράτους που κάλυπτε τους Βρετανούς στρατιώτες. Φυσικά, οι ενέργειες των τελευταίων δεν ήταν ούτε ατομική πρωτοβουλία, ούτε απομονωμένο συμβάν. Η έρευνα που στηρίχθηκε σε 2.500 δηλώσεις μαρτύρων, αναφέρει ότι οι στρατιώτες είπαν ψέματα για να καλύψουν την αλήθεια: «Πολλοί στρατιώτες έκαναν εν γνώσει τους ψευδείς περιγραφές προκειμένου να δικαιολογήσουν την πράξη τους». Ο Ντ. Κάμερον δεν άντεξε την πολλή ειλικρίνεια και συνόδευσε τη συγγνώμη του με την επεξήγηση ότι «η Ματωμένη Κυριακή δεν είναι η χαρακτηριστική ιστορία των υπηρεσιών του βρετανικού στρατού στη Βόρεια Ιρλανδία την περίοδο 1967-2007». Μια αποστροφή που ουσιαστικά απενοχοποιεί τα «έργα και τις ημέρες» της βρετανικής κατοχικής δύναμης, όπως υπενθύμιζε με άρθρο του στον Γκάρντιαν (15/6) ο Τζέρι Άνταμς. Όπως υπενθυμίζουν οι αγώνες των οικογενειών των 10 δολοφονημένων Ιρλανδών του Μπάλιμερφι, από το ίδιο σώμα του βρετανικού στρατού, 6 μήνες πριν τη Ματωμένη Κυριακή, προς τιμήν των οποίων διαδήλωναν οι δολοφονημένοι στο Λόντοντερι. Όπως υπενθυμίζουν οι εκατοντάδες ακόμη δολοφονημένοι και φυλακισμένοι Ιρλανδοί αγωνιστές. Όπως υπενθυμίζουν τα φρεσκογραμμένα συνθήματα στις κορυφές των εργατικών κατοικιών στις καθολικές γειτονιές του Μπέλφαστ, που ζητούν δικαιοσύνη και απελευθέρωση των σημερινών πολιτικών κρατουμένων στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ο νέος πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, μιλώντας στο βρετανικό Κοινοβούλιο, την ώρα που, δικαιωμένες και έχοντας επιδοθεί σε πολύχρονους αγώνες τους να φέρουν την αλήθεια στο φως, οι οικογένειές τους έσκιζαν στο Μπέλφαστ την παλιότερη έρευνα του βρετανικού κράτους που κάλυπτε τους Βρετανούς στρατιώτες. Φυσικά, οι ενέργειες των τελευταίων δεν ήταν ούτε ατομική πρωτοβουλία, ούτε απομονωμένο συμβάν. Η έρευνα που στηρίχθηκε σε 2.500 δηλώσεις μαρτύρων, αναφέρει ότι οι στρατιώτες είπαν ψέματα για να καλύψουν την αλήθεια: «Πολλοί στρατιώτες έκαναν εν γνώσει τους ψευδείς περιγραφές προκειμένου να δικαιολογήσουν την πράξη τους». Ο Ντ. Κάμερον δεν άντεξε την πολλή ειλικρίνεια και συνόδευσε τη συγγνώμη του με την επεξήγηση ότι «η Ματωμένη Κυριακή δεν είναι η χαρακτηριστική ιστορία των υπηρεσιών του βρετανικού στρατού στη Βόρεια Ιρλανδία την περίοδο 1967-2007». Μια αποστροφή που ουσιαστικά απενοχοποιεί τα «έργα και τις ημέρες» της βρετανικής κατοχικής δύναμης, όπως υπενθύμιζε με άρθρο του στον Γκάρντιαν (15/6) ο Τζέρι Άνταμς. Όπως υπενθυμίζουν οι αγώνες των οικογενειών των 10 δολοφονημένων Ιρλανδών του Μπάλιμερφι, από το ίδιο σώμα του βρετανικού στρατού, 6 μήνες πριν τη Ματωμένη Κυριακή, προς τιμήν των οποίων διαδήλωναν οι δολοφονημένοι στο Λόντοντερι. Όπως υπενθυμίζουν οι εκατοντάδες ακόμη δολοφονημένοι και φυλακισμένοι Ιρλανδοί αγωνιστές. Όπως υπενθυμίζουν τα φρεσκογραμμένα συνθήματα στις κορυφές των εργατικών κατοικιών στις καθολικές γειτονιές του Μπέλφαστ, που ζητούν δικαιοσύνη και απελευθέρωση των σημερινών πολιτικών κρατουμένων στη Βόρεια Ιρλανδία.
Σχόλια