Όλο και περισσότερο συγκλίνουν οι απόψεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών, των Κεντρικών Τραπεζών και των ακαδημαϊκών οικονομολόγων ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες καταστάσεις, οι οποίες οφείλονται πρωτίστως στις συνέπειες της κρίσης της πανδημίας και στις γενικότερες διεθνείς πολιτικές εξελίξεις, σημαντική των οποίων αποτελεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας, τα προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς, η αύξηση των τιμών της ενέργειας οξύνθηκαν περαιτέρω μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα μέτρα (οικονομικές κυρώσεις) της Δύσης και τα ρωσικά αντίμετρα (μείωση των ροών φυσικού αερίου) προκαλούν υψηλό πληθωρισμό, επιβραδύνουν σημαντικά τη μεγέθυνση της οικονομίας και πολύ πιθανό να οδηγήσουν τις δύο μεγάλες οικονομίες του πλανήτη –ΗΠΑ και Ευρωζώνη– σε ύφεση. Ήδη η οικονομία των ΗΠΑ, τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2022, παρουσιάζει αρνητική μεγέθυνση του ΑΕΠ (-1,6% και -0,9%). Οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων που αποφάσισε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, προχωρώντας για δεύτερο συναπτό μήνα σε αύξηση του κόστους δανεισμού κατά 0,75%, προοιωνίζουν περαιτέρω κάμψη της αμερικανικής οικονομίας, με την επιβράδυνση να καταγράφεται ήδη σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
ΕΠΙΣΗΣ η Ε.Ε. απειλείται από ύφεση εξαιτίας της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης, που μπορεί να γονατίσει τις βιομηχανίες της, ενώ ο διαρκώς επιταχυνόμενος πληθωρισμός εξωθεί την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης σε αύξηση του κόστους δανεισμού, γεγονός που καθιστά πολύ πιθανό να οδηγηθούν οι οικονομίες της σε αρνητική μεγέθυνση, στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 και στα πρώτα τρίμηνα του 2023. Η Γερμανία και η Ιταλία θεωρούνται ότι θα πληγούν περισσότερο λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησής τους από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά και της πολιτικής αβεβαιότητας λόγω της επερχόμενης εκλογικής διαδικασίας. Πριν ακόμα μπει ο χειμώνας η ακρίβεια μαστίζει τα νοικοκυριά. Η ενεργειακή κρίση απειλεί την οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης. Οι προβλέψεις για τον χειμώνα που έρχεται συνεχίζουν να είναι δυσοίωνες, καθώς γίνεται κοινός τόπος ότι τα νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στο κόστος ζωής.
Ακόμη, η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, η Κίνα, τροφοδότης της παγκόσμιας μεγέθυνσης, επιβραδύνεται ανησυχητικά σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό και των αλλεπάλληλων lockdowns και της γενικότερης πολιτικής αβεβαιότητας πρωτίστως στην περιοχή του Ειρηνικού και όχι μόνο.
Ολοένα και περισσότερες χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο του υψηλού χρέους, εξαιτίας κυρίως του ισχυρού δολαρίου που καθιστά πιο δύσκολες τις αποπληρωμές, προειδοποιεί το ΔΝΤ. Περίπου το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο ή ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους και περίπου 20 αναδυόμενες αγορές έχουν χρέος που διαπραγματεύεται σε προβληματικά επίπεδα. Όλο και πιο έντονες γίνονται οι μνήμες των εξελίξεων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980.
Η αναταραχή είναι δεδομένη, η αβεβαιότητα μέγιστη και οι πολιτικοί κίνδυνοι βρίσκονται στα ύψη. Όλες οι κυβερνήσεις αναγνωρίζουν τις δυσκολίες και προσπαθούν να βρουν λύσεις ενημερώνοντας τους πολίτες τους για την περίπλοκη σημερινή συγκυρία.
Η πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας απέχει παρασάγγας από αυτή που περιγράφεται στα εγχειρίδια της κυρίαρχης νεοκλασικής σχολής
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, η κατάσταση της οικονομίας, βρίσκεται στην ίδια μέγγενη με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης, έχοντας τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η κύρια ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας, οι πόροι από τον τουρισμό, αναμένεται τη φετινή χρονιά να συμβάλουν αποφασιστικά σε ρυθμό μεγέθυνσης σημαντικά πάνω από τον αντίστοιχο των χωρών της ευρωζώνης. Παράλληλα όμως η οικονομία ταλανίζεται από υψηλότερο πληθωρισμό. Η έξαρση του πληθωρισμού πιέζει την κατανάλωση και συνολικά τα νοικοκυριά. Το ακριβότερο χρήμα και οι αβεβαιότητες κάνουν επιφυλακτικότερους τους επενδυτές. Η απότομη άνοδος επιτοκίων απειλεί όσους έχουν υψηλά χρέη. Η γενικευμένη επιβράδυνση των οικονομιών δυσχεραίνει την αύξηση των εξαγωγών.
Η επιλογή της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει (ουσιαστικά να μην αντιμετωπίσει) τον πληθωρισμό κυρίως με επιδοματικές πολιτικές είναι απολύτως ανεπαρκής σε μια χώρα με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που εν πολλοίς εξακολουθούν να παραμένουν παρά τις συνήθεις μεγαλοστομίες που συνόδεψαν τα μνημονιακά προγράμματα. Αν και είναι απαραίτητα μέτρα υποστήριξης προς τα ευάλωτα νοικοκυριά, απαιτούνται παρεμβατικές ρυθμίσεις σε βασικές αγορές, είναι επείγον να υπάρξει υποστήριξη της παραγωγής, με απλούστευση διαδικασιών και μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διεύρυνση πρωτίστως της παραγωγικής βάσης της οικονομίας και για αύξηση της προσφοράς στις αγορές προϊόντων. Σημαντικές μελέτες δείχνουν ότι το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων –στην Ευρωζώνη και στις ΗΠΑ– έχει αυξηθεί πολύ πάνω από την αντίστοιχη αύξηση του εισαγόμενου κόστους παραγωγής, συμβάλλοντας σημαντικά στην αύξηση του πληθωρισμού. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Συνεπώς δεν είναι ο ανταγωνισμός που απουσιάζει αλλά το ότι η πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας απέχει παρασάγγας από αυτή που περιγράφεται στα εγχειρίδια της κυρίαρχης νεοκλασικής σχολής.
ΒΕΒΑΙΩΣ ο τρόπος που η κυβέρνηση «αντιμετωπίζει» τον πληθωρισμό, στην παρούσα συγκυρία, της επιτρέπει να αυξάνει τα δημοσιονομικά της έσοδα (λόγω της πληθωριστικής αύξησης των τιμών και των εισοδημάτων και των σταθερών συντελεστών φορολόγησης), σε μια προσπάθεια να επιτύχει τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και ταυτόχρονα «κάνει πολιτική» με την χορήγηση επιδομάτων σε στοχευμένες εισοδηματικές κατηγορίες πολιτών προσβλέποντας στη μελλοντική μείωση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων που δυστυχώς δεν φαίνεται να πραγματοποιείται στο προσεχές μέλλον. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένας φαύλος κύκλος ανόδου ή διατήρησης του πληθωρισμού και επιδοματικής πολιτικής που τροφοδοτείται από τα πληθωριστικά έσοδα. Όπως είναι εύκολα κατανοητό, η συγκεκριμένη πολιτική είναι αδιέξοδη και προφανώς έχει όρια, που δεν είναι άλλα από τη συρρίκνωση της καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης με την πάροδο του χρόνου.
Επιπλέον το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων στο οποίο έχει εισέλθει η Ε.Ε. είναι βέβαιον ότι θα έχει αρνητικές επιδράσεις και στα δύο αναφερόμενα μεγέθη: την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Επίσης, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, υψηλότερα ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), υψηλότερο δημόσιο χρέος, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλό ρυθμό δυνητικής μεγέθυνσης, λόγω της έλλειψης πραγματικών παραγωγικών επενδύσεων που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία αλλά και λόγω του γηράσκοντος πληθυσμού.
Σημαντικό επίσης πρόβλημα είναι η διευρυνόμενη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, γεγονός που καθορίζεται τόσο από τις επιλογές της κυβέρνησης αλλά και την αύξηση του πληθωρισμού ο οποίος, ως γνωστόν, πλήττει υπερβολικά τα χαμηλά και μεσαία χαμηλά στρώματα που πλέον αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού και υψηλότερη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών της από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power adjusted GDP per capita) ήταν στο 64,6% της ΕΕ-27 το 2021 (προτελευταία θέση, ήτοι 26η, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία) από 95,3% το 2009 (14η θέση) και 68,81% (24η θέση).
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ να εμφανιστεί η οικονομία, για ακόμη μια φορά, ως «θωρακισμένη» σε μια περίοδο ανόδου των επιτοκίων, χαμηλών προσδοκιών και υψηλότατης αβεβαιότητας, που ισχύουν στο άμεσο οικονομικό της περιβάλλον, την Ε.Ε., θα πρέπει να αποφευχθεί, όχι μόνο επειδή θυμίζει όχι τόσο παλιές αντίστοιχες δηλώσεις με τις γνωστές συνέπειες, αλλά ακριβώς για να αποφευχθούν παρόμοιες συνέπειες. Η οικονομία ούτε θωρακισμένη είναι ούτε βαδίζει σε μονοπάτι στρωμένο με επιτυχίες υπό την άψογη καθοδήγηση της κυβέρνησης.