Οι απολογητές του «συνταγματικού τόξου» και η παραποίηση της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Της Έλενας Πατρικίου
«Η Δημοκρατία είναι δυνατή»· «η Δημοκρατία έχει θεσμούς»: Eίναι οι δύο φράσεις που επαναλαμβάνουν βαρύγδουπα οι απολογητές του μνημονιακού καθεστώτος, ως πεμπτουσία της ύψιστης πολιτειολογικής θεωρίας πάνω στην οποία θεμελιώνει το «συνταγματικό τόξο» την ενδυνάμωση του κράτους καταστολής και την αποδυνάμωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Και οι δύο προτάσεις είναι ιστορικά και ουσιαστικά άκυρες. Η Δημοκρατία ασφαλώς έχει θεσμούς, αλλά εξίσου ασφαλώς δεν έχει μόνον η Δημοκρατία θεσμούς. Μια χαρά θεσμούς έχουν και η μοναρχία και η δικτατορία και η ολιγαρχία και όλα τα αρχαία, μεσαιωνικά ή νεότερα καθεστώτα. Προφανώς κάποια εξ αυτών είχαν θεσμούς που δεν είναι του γούστου μας, ούτε και του γούστου των ανθρώπων και των κοινωνιών που τους υφίσταντο, εξού και με ειρηνικούς, λιγότερο ειρηνικούς ή εξαιρετικά βίαιους τρόπους, τους κατέλυσαν, καταλύοντας και τα ίδια τα καθεστώτα των οποίων στηρίγματα ήταν οι εν λόγω θεσμοί. Αλλά οι θεσμοί δεν αποτελούν ούτε εφεύρεση της Δημοκρατίας ούτε αποκλειστική της ιδιορρυθμία. Η εμμονή των αντιδημοκρατικών απολογητών του «συνταγματικού τόξου» δεν προέρχεται από απλή θεσμολατρεία ούτε από την γνώση του γεγονότος ότι οι θεσμοί έχουν την ικανότητα να αυτονομούνται και να δρουν αυτοματικά όταν η Δημοκρατία δεν είναι σε θέση να τους ελέγξει, αλλά από συνειδητή παραποίηση της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας: Αν πείσουμε πως μόνον η Δημοκρατία έχει θεσμούς, θα πείσουμε πως μόνον η Δημοκρατία έχει νόμους, άρα κανόνες δικαίου, άρα δίκαιο. Άρα μόνον η δική μας εκδοχή της Δημοκρατίας έχει δίκαιο. Άρα, μόνον εμείς έχουμε δίκιο. Το «συνταγματικό τόξο», ταυτιζόμενο με τους «θεσμούς», ελπίζει να ταυτιστεί τόσο με το δίκαιο όσο και με το δίκιο.Αλλά το άκρον άωτον του αντιδημοκρατισμού βρίσκεται στον ισχυρισμό περί της δύναμης της δημοκρατίας. Στη σύντομη αρχαία ιστορία της, ως αθηναϊκή εξαίρεση, η Δημοκρατία, εντελώς αδύναμη, δεν έπαψε να καταλύεται. Στην μόλις 2 αιώνων σύγχρονη Iστορία της, η Δημοκρατία αποδεικνύεται εξίσου αδύναμη. Αδύναμη απέναντι στους εξόριστους βασιλικούς, απέναντι στο τιμαριωτικό Διευθυντήριο της ρεμούλας, απέναντι στον πρώην μικρό λοχαγό και μετέπειτα φύσκωνα αυτοκράτορα, απέναντι στην Ιερά Συμμαχία, απέναντι στον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, απέναντι ακόμα και στον εαυτό της, δηλαδή στον απέλπιδα ροβεσπιερισμό. Και στα καθ’ ημάς, αδύναμη απέναντι στον Καποδίστρια, απέναντι στους Βαυαρούς, απέναντι στον γελοίο Κωνσταντίνο και στον γελοιωδέστερο Κοκό, στους τραμπούκους του Μεταξά, στους εργοδότες του Κοτζαμάνη…
Το 1789 είδε την δίδυμη γέννηση της Δημοκρατίας και της Αριστεράς στην Ευρώπη. Η συγκρότηση της Δημοκρατίας είναι ομοούσια, ταυτόσημη και ταυτόχρονη με τη συγκρότηση της Αριστεράς. Πολύ περισσότερο, η συστατική ουσία της Αριστεράς (σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής, μαρξιστικής, αναρχικής κ.ο.κ.) είναι, στο πολιτικό επίπεδο, απολύτως ταυτισμένη με τη διεκδίκηση της κατοχύρωσης και της διεύρυνσης της Δημοκρατίας.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η πολιτική συγκρότηση της Αριστεράς είναι πλήρως ταυτισμένη με τον αγώνα κατά των μοναρχιών (συνταγματικών ή μη) και με τη διεκδίκηση της καθολικής ψήφου. Η ίδια η ύπαρξη των αστικών ευρωπαϊκών δημοκρατιών είναι αποτέλεσμα της πολιτικής ύπαρξης της Αριστεράς. Ο 20ός αιώνας, ασφαλώς, είναι ο αιώνας της προβληματικής σχέσης της Δημοκρατίας με την Αριστερά.
Αλλά, για να μη χάνουμε τη σοβαρότητα (και τη θλίψη μας), δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι η επιβίωση της Δημοκρατίας, ακόμα και υπό την αστική της μορφή, δεν θα είχε επιτευχθεί μεταπολεμικά χωρίς την Αριστερά όλων ανεξαιρέτως των τάσεων. Ειδικά στα καθ’ ημάς, η προβληματική ιστορία της νεοελληνικής Δημοκρατίας θα ήταν ανύπαρκτη, αν δεν υπήρχε η Αριστερά. Δεν είναι δυνατόν να ξεχνάμε ούτε να αφήνουμε τους εχθρούς της Δημοκρατίας να ξεχνούν, πως οι αλλεπάλληλες καταλύσεις της νεοελληνικής Δημοκρατίας (έστω βασιλευόμενης), έγιναν από τη Δεξιά, της οποίας οι φυσικοί απόγονοι την απειλούν και τη συρρικνώνουν πάλι σήμερα. Δεν είναι δυνατόν να ξεχνάμε και να αφήνουμε τους εχθρούς της Δημοκρατίας να ξεχνούν πως, ακόμα και ως φυσικά πρόσωπα, οι σημερινοί «συνταγματοφύλακες» της Δημοκρατίας είναι αυτοί που, αφού συνέργησαν ή ανέχθηκαν την κατάλυση του συνταγματικού πολιτεύματος το 1967, εν συνεχεία εσύρθησαν στην τραυλίζουσα υπεράσπισή του. Και εσύρθησαν από την Αριστερά.
Τα δημοκρατικά συντάγματα είναι οι μόνοι καταστατικοί χάρτες που προβλέπουν την αναθεώρησή τους. Γιατί ιδιόρρυθμο χαρακτηριστικό της είναι το ότι η Δημοκρατία, προκειμένου να υπάρξει, εμπεριέχει τον αναστοχασμό πάνω στην ουσία της και τις δυνατότητες διεύρυνσής της. Αυτή η συστατική προϋπόθεση του αναστοχασμού, η συστατική αναρρώτηση για τα περιθώρια διεύρυνσης της Δημοκρατίας προς όφελος της ανθρώπινης απελευθέρωσης και της δικαιοσύνης, η συστατική «αμφισβήτηση» των ορίων της Δημοκρατίας από την ίδια την Δημοκρατία, είναι που καθιστά τη Δημοκρατία τόσο αδύναμη σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα.
Γι’ αυτό η τήρησις του Συντάγματος δεν επαφίεται στην ισχύ των θεσμών, αλλά στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Ως τώρα, αυτή η επίκληση δεν βρήκε άλλους πατριώτες από τους Έλληνες αριστερούς. Η σημερινή Αριστερά οφείλει να αναλάβει πλήρως το βάρος αυτής της τιμής. Για τη σωτηρία της Δημοκρατίας και για τη σωτηρία της Αριστεράς.