Κοντά στο μπακάλικό μας στη Μυτιλήνη, στο «μπας-φανάρι», υπήρχαν δυο μαγέρικα.
Του Τρουμπούνη, προς τη μεριά της Ερμού και του Κουκούλη, απέναντι από το στενάκι του «μπαλουχανά».
Όταν δούλευα στο μαγαζί και ήθελα κάτι για δεκατιανό ο πατέρας μου μ’ άφηνε να πηγαίνω σε όποιο μαγέρικο από τα δυο ήθελα, με μια απαράβατη προϋπόθεση: Να τρώω μόνο ολίγη μανέστρα.
Ήταν το πιο φτηνό πιάτο και σου έκοβε τη λιγούρα. Μπούκωνες.
– Άντε, πήγαινε όπου θες, μου έλεγε χαμογελώντας πονηρά ο πατέρας μου.
Το «όπου θες», ήταν πότε στον έναν, πότε στον άλλον.
Με λίγη μυζήθρα τη μια, με λίγο κασέρι την άλλη, πότε με σάλτσα από κοκκινιστό στον έναν, πότε με ζουμί από τα σουτζουκάκια στον άλλον.
Πάντα, όμως, η μανέστρα, μανέστρα.
Σταθερά.
Έτσι, που κόντευα να πιστέψω πως το μόνο φαγητό στα μαγέρικα ήταν η μανέστρα.
Κάτι μου λέει πως έτσι θα πάμε για μια φορά ακόμα και για πολύ καιρό και στα πολιτικά πράγματα.
Με κυρίαρχο πολιτικό εργαλείο το αποτελεσματικό κόλπο… της μανέστρας.
Άλλωστε, χρόνια τώρα έτσι πάμε, ή πιο σωστά, έτσι επιτρέπουμε να πηγαίνει.
Είναι ένα εγγυημένο τρικ και σχετικά απλό στην εφαρμογή του.
Στην περίπτωση μας, βασικά υλικά της συνταγής είναι μια γερή δόση «ρεαλισμού» και τα απαραίτητα «Ε.Ε. – ευρώ – ΗΠΑ – ΝΑΤΟ».
Από κει και πέρα, έρχονται και τα διάφορα «καρυκεύματα».
Ανάπτυξη, επενδύσεις, σταθερότητα, κοινωνική συνοχή, κανονικότητα κι ό,τι άλλο απαιτεί η πολιτική στιγμή και οι εξελίξεις.
Με όλο αυτό το υλικό φτιάχνονται δυο ίδια «πιάτα» και σερβίρονται σε δυο εύληπτες για το πόπολο… version.
Ένα σε χρώμα μαύρο της επάρατης δεξιάς και ένα άλλο σε κόκκινο, της κυβερνώσας αριστεράς.
Συχνά το μαύρο γίνεται κατάμαυρο του φασισμού και το κόκκινο κατακόκκινο της «επανάστασης».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η μανέστρα – μανέστρα και μάλιστα, ολίγη.
Και συ, καλείσαι να διαλέξεις… όποιο «μαγέρικο» θέλεις.
Το παιχνίδι του εγκλωβισμού της κοινωνίας αρχίζει και η ταξική διαχωριστική γραμμή, γίνεται η διαχωριστική γραμμή του μικρότερου κακού.
– Δεν δικαιούσθε για να ομιλείτε, γιατί είσθε δεξιοί και ξέρουμε τι κάνατε.
Σωστό!
– Δεν δικαιούσθε να ομιλείτε, γιατί είσθε αριστεροί και ξέρουμε τι τάζατε.
Σωστό κι αυτό!
– Τάξατε αυξήσεις και μειώνετε τις συντάξεις.
– Εσείς τις μειώσατε, εμείς απλά αλλάζουμε το μοντέλο υπολογισμού. Άλλωστε, οι συντάξεις δεν είναι για να «πληρώνει η γιαγιά το σπίτι του παιδιού της».
– Ο ναρκέμπορος, ο Μαρινάκης είναι κουμπάρος σου;
– Ο Μαρινάκης πόσες φορές συναντήθηκε μαζί σου στο Μαξίμου;
Μια με μυζήθρα, μια με κασέρι που λέγαμε.
– Υποσχεθήκατε καθαρή έξοδο και θα σφίξουμε πάλι το ζωνάρι.
– Είσθε λαϊκιστές, τώρα θα σφίξουμε μόνο τα δόντια.
Παίρνουν την ίδια αντιλαϊκή πολιτική -τη μανέστρα που λέγαμε- και τη σερβίρουν μια με σάλτσα κοκκινιστού, μια με σάλτσα από σουτζουκάκια.
– Έχετε τη μεγαλύτερη ανεργία στη Ευρώπη.
– Έχουμε το μεγαλύτερο πλεόνασμα στην Ευρώπη.
– 17 διμοιρίες ΜΑΤ πήρε για ασφάλεια ο Τσίπρας.
– Είναι λιγότερες από τις off shores της Μαρέβα.
Έτσι θα πηγαίνει τούτη η «ταξική επακούμβηση», τούτος ο ανούσιος καβγάς και όσο πλησιάζουν οι εκλογές, θα γίνεται πιο φωνακλάδικος και πιο ανούσιος.
Θα αλλάζουν σκηνικά και εντάσεις και «μάχες» και πάντα η «μανέστρα» θα μένει ίδια.
Και το ζητούμενο θα είναι ένα και για τους δυο «αντίπαλους»: Το γκουβέρνο…
Ήδη μας το μήνυσαν από τώρα: Ήρθε η ώρα να διαλέξετε όχθη.
Βέβαια, τώρα είναι η ώρα να με ρωτήσετε, το γνωστό: Και τι προτείνεις να γίνει κύριε πολύξερε;
Δεν έχω συνταγή.
Μπορώ να σας πω τι έκανα κάποια στιγμή που μπαΐλντισα από τη μανέστρα.
Πήγα στο μαγέρικο και παρήγγειλα «μια συκωτάκια με πατάτες».
– Το λογαριασμό να τον πάτε στον πατέρα μου.
Νομίζω είναι μια καλή συμβουλή.
Να δουλέψουμε σοβαρά, ώστε να καταλάβει ο κόσμος πως το μενού δεν έχει μόνο… μανέστρα.
Και το λογαριασμό στους… μονομάχους.
Μπουχτίσαμε πια.