Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η νέα ταινία του 52χρονου Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ «Απόδραση ‘77», παρακολουθεί τους αγώνες των κρατούμενων της φυλακής Μοδέλο στη Βαρκελώνη, για γενική αμνηστία, στο διάστημα 1976-1978, κατά τη μετάβαση από μια 40χρονη δικτατορία προς μια εύθραυστη δημοκρατία.

Φλεβάρη του 1976 καταφθάνει στις φυλακές Μοδέλο ο 30χρονος λογιστής Μανουέλ (Μιγκέλ Εράν), προφυλακιστέος για υπόθεση υπεξαίρεσης. Διεκδικώντας δυναμικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, μπαινοβγαίνει στην απομόνωση, αποκτά φήμη ανατρεπτικού και πλευρίζεται από πολιτικοποιημένους κρατούμενους που έχουν ιδρύσει το Σ.Α.Κ. (Συντονιστικό Αγωνιζόμενων Κρατουμένων), υπέρ της αλλαγής του χουντικού νομικού πλαισίου. Στο κελί ο Μανουέλ συγκατοικεί με τον μοναχικό πενηντάρη ισοβίτη Πίνο (Χαβιέ Γκουτιέρεθ) και τον καλόκαρδο Νέγρο (Χεσούς Καρόζα). Μοναδική επαφή του Μανουέλ με τον «έξω κόσμο» είναι η όμορφη Λουθία (Καταλίνα Σοπελάνα), που τον επισκέπτεται. Απογοητευμένος από τους συλλογικούς αγώνες, ο Πίνο είναι πεπεισμένος ότι ο Μανουέλ θα καταντήσει σαν κι αυτόν, ωστόσο ο Μανουέλ καταφέρνει να τον συμπαρασύρει στους αγώνες του ΣΑΚ. Η απόφαση αμνηστίας για τους χουντικούς εντείνει την έκρυθμη κατάσταση και οι κρατούμενοι εξεγείρονται διεκδικώντας γενική αμνηστία για όλους. Σύντομα αντιλαμβάνονται πως για να εισακουστούν από τους «έξω», χρειάζεται να οργανώσουν μαζική εξέγερση, ταυτόχρονα σε πολλές φυλακές. Μανουέλ και Πίνο συμμετέχουν στην εξέγερση, στο πλευρό του ΣΑΚ, αλλά όπως αναφέρει ο Πίνο «πιο εύκολο είναι να φτιαχτεί ο κόσμος σε εφτά μέρες, παρά να αλλάξει κάτι στη φυλακή».

Μέσα από μια συναρπαστική ιστορία, ο Ροντρίγκεζ φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά πραγματικών αγώνων, επιλέγοντας για άλλη μια φορά μετά το αστυνομικό θρίλερ «Μικρό Νησί» (2014), να εστιάσει στην περίοδο της αποχουντοποίησης στη χώρα του, επαναφέροντας τον πολιτικό στοχασμό γύρω από τις άνισες συνθήκες, με αμνηστία μόνο στο απερχόμενο χουντικό καθεστώς, χωρίς να επεκταθεί και στους ποινικούς κρατούμενους. Έτσι γεννήθηκε το θρυλικό πλέον Copel (Σ.Α.Κ), υπέρ της γενικής αμνηστίας, που κατάφερε να συντονίσει τη μεγαλύτερη εξέγερση σε φυλακή στην ισπανική ιστορία, προκαλώντας κύμα μαζικών αποδράσεων.

Ακολουθώντας αντίστοιχο σεναριακό σχήμα με το «Μικρό Νησί», η ταινία εξελίσσεται μέσα από τις αντιπαραθέσεις δυο αρχικά αταίριαστων χαρακτήρων. Ο τολμηρός Μανουέλ, άθικτος από την απόγνωση του εγκλεισμού, αψηφά το ξύλο και μάχεται, στο όνομα της πρόσφατα αποκαταστημένης δημοκρατίας. Στον αντίποδα, ο οξυδερκής ισοβίτης Πίνο, απρόθυμος να αγωνιστεί, είναι αποσυρμένος στο κελί του, στη δική του γωνιά με τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Σε κόντρα με τον Μανουέλ αρχικά, ο Πίνο ξαναβρίσκει το πάθος για λευτεριά, σε μια αξιοσημείωτη αναφορά της λησμονημένης αποτελεσματικότητας του αντιστασιακού παραδείγματος.

O Ροντρίγκεζ προσαρμόζει την κάμερα στον μικρόκοσμο της φυλακής, δημιουργώντας μέσα από κοντινά κοφτά πλάνα και γρήγορο νευρικό μοντάζ κλειστοφοβική ένταση. Σε πλάνο κάτοψης, καταγράφεται το ακτινωτό σχήμα της πραγματικής φυλακής Μοδέλο, όπου γυρίστηκε η ταινία, στα κοντινά πλάνα προσεγγίζονται τα πρόσωπα, αποτυπώνοντας παθιασμένες εκφράσεις και δυνατά συναισθήματα, ενώ στα γενικά καταγράφεται το σύνολο των κρατουμένων, ως ενιαίο σώμα, που συναποφασίζει σε συνελεύσεις συλλογικές διεκδικήσεις. Δεν συγκινούν μόνο οι εικόνες φλογερής εξέγερσης, αλλά και η έμπρακτη αλληλεγγύη τόσο των κρατουμένων, όσο και του έξω κόσμου, που συμπαραστέκεται με πορείες. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι το απαύγασμα της ταινίας, που ξεκινάει μέσα από τη σχέση των πρωταγωνιστών και καταλήγει σε επαναστατική ώσμωση με την κοινωνία. Η εξεγερσιακή διάθεση των κρατουμένων, που φωνάζουν με ορθωμένες γροθιές, καταγράφεται πότε με κοφτά κοντινά, εστιάζοντας στη βίαιη καταστολή, πότε με κάμερα σε αδιάκοπη λήψη, από τον έναν στον άλλον, σε ρεπορταζιακή αισθητική ντοκουμέντου, ενώ σε γενικά πλάνα συνεχόμενης λήψης καταγράφεται η αμεσότητα της εξέγερσης. Ωστόσο, η αφήγηση επικεντρώνεται στους διαλόγους, που εμπεριέχουν το πολιτικό σημαινόμενο, ανάμεσα σε αντιπαραθέσεις, ατάκες, συνθήματα, λέξεις οργής και προτροπές εξέγερσης.

Δίχως να εστιάζει στις οπτικές λεπτομέρειες που καταγράφουν τη διαδικασία της απόδρασης, όπως στις ταινίες «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» (1956/Ρομπέρ Μπρεσόν) και «Απόδραση από το Αλκατράζ» (1979/Ντον Σίγκελ), ο Ροντρίγκεζ στοχεύει στον πολιτικό λόγο, που εμπλουτίζει με στοιχεία συναισθηματικής έντασης, για τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη ανάμεσα σε συγκρατούμενους, θυμίζοντας τον «Πεταλούδα» (1973/Φράνκλιν Σάφνερ), ενώ αποδίδει την απόδραση συνοπτικά, επικεντρώνοντας στη συλλογική δράση. Στις χολυγουντιανές ταινίες για τον κόσμο των φυλακών, οι ιστορίες εστιάζουν κυρίως στο χωροταξικό μοίρασμα του πεδίου δράσης κάθε συμμορίας στη φυλακή, με ξυλοδαρμούς μεταξύ των κρατουμένων και νικητή τον ήρωα, όπως στο «Ένας αθώος άνθρωπος», (1989/Πήτερ Γέιτς), σε αντίθεση με τον Ροντρίγκεζ που επιλέγει δυο συγκρατούμενους για πρωταγωνιστές, μεταβαίνοντας από την ατομική περίπτωση στη συλλογική διεκδίκηση, ενώ παρακάμπτοντας τις κλίκες, εστιάζει -σε μια σπάνια περίπτωση στο σινεμά- στην ενότητα όλων των κρατουμένων μπρος την κοινή διεκδίκηση αμνηστίας. Δεν είναι άλλη μια ταινία για φυλακές και απόδραση, αλλά μια πολιτική ταινία, που θέτει σε αμφισβήτηση τους όρους της αμνηστίας στην Ισπανία, χρησιμοποιώντας το κινηματογραφικό είδος τέτοιων ταινιών για να δείξει τον κόπο και τον χρόνο που απαιτεί η οργάνωση μαζικής εξέγερσης σε φυλακή.

Με κύριο όπλο διαπραγμάτευσης ενός φυλακισμένου το σώμα του, όταν εξαναγκάζεται να καταφύγει σε ακραίες τακτικές, ως μοναδικούς τρόπους διεκδίκησης, ο αγώνας στη φυλακή δεν είναι μόνο άνισος, απέναντι σε ένα διεφθαρμένο σύστημα με βίαιη καταστολή, αλλά αναπόφευκτα σωματικός. Έτσι, σε μια συγκλονιστική σκηνή, ως έσχατο μέτρο πίεσης αποφασίζουν όλοι οι κρατούμενοι να χαρακωθούν και να απαιτήσουν την παρουσία δημοσιογράφων.

 Στους τίτλους τέλους, οι αληθινές ασπρόμαυρες φωτογραφίες τεκμηριώνουν την αδιάψευστη δυναμική των γεγονότων, με φωτογραφικό ντοκουμέντο από τα ματωμένα χέρια ή τις πολυπληθείς συνελεύσεις των κρατουμένων, σε σύνδεση με τη μονοχρωματική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος των φυλακών. Εξαίρεση αποτελεί η πολύχρωμη φωτεινή επιγραφή νέον του καταστήματος με τις έγχρωμες τηλεοράσεις, που αγναντεύει από το παράθυρό του ο Μανουέλ. Το διαφημιστικό σλόγκαν «κάντε άλμα στο χρώμα», με την κολυμβήτρια που κάνει βουτιά, εξιτάροντας τη φαντασία του, ανακαλεί τον αισθησιασμό της αφίσας της Ρίτας Χέιγουορθ, στο «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» (1994/Φρανκ Ντάραμποντ). Εμφανώς ξεχωρίζει και η ντυμένη με έντονα χρώματα Λουθία, ενώ κάθε φορά που επισκέπτεται τον δαρμένο Μανουέλ, επιχειρεί να τον εμψυχώσει με σαγηνευτικές εικόνες, αποκόμματα από αισθησιακές διαφημίσεις και αποσπάσματα άρθρων για τους αγώνες τους. Υπάλληλος σε μαγαζί οπτικών, η Λουθία συνδέεται με τα διάφορα οπτικά τρικ που φέρνει στον Μανουέλ, την καρτποστάλ που αλλάζει αν κουνηθεί, τα ψυχεδελικά μοτίβα σαν κινούμενες σπείρες στο πουκάμισό της, τα χάρτινα τρισδιάστατα γυαλιά, για να τα βλέπει όλα πότε μπλε, πότε κόκκινα. Μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, αυτό το εύστοχο παιχνίδι οπτικής αυταπάτης συσχετίζεται με την παράλληλη πραγματικότητα του στάσιμου χρόνου στη φυλακή, απέναντι σε μια διαρκώς εναλλασσόμενη καθημερινότητα εκτός, παρουσιάζοντας συγγένειες και με την ίδια τη φύση του κινηματογράφου, που εδραιώθηκε στο μετείκασμα, την αδυναμία δηλαδή του οπτικού νεύρου να αντιληφθεί σε γρήγορη αλληλουχία ξεχωριστές εικόνες, που εκλαμβάνονται ως κίνηση. Ακόμα και η τελευταία εικόνα της ταινίας θα μπορούσε να παραπέμπει σε οπτικό παιχνίδι για την αμφισημία της πραγματικότητας στα όρια φαντασίωσης, με την αντανάκλαση του προσώπου του Μανουέλ πάνω από το πρόσωπο της Λουθία, πίσω από τζάμι.

Σε μια ταινία γεμάτη ξυλοδαρμούς, η δραματουργική ισορροπία επιτυγχάνεται με κωμικές ανάπαυλες, όπως η σκηνή που οι φύλακες κυνηγούν στο προαύλιο την κοτούλα που έριξαν από έξω αλληλέγγυοι κατά την πορεία,

προκαλώντας το γέλιο των κρατουμένων.

Στις σκηνές διεκδικήσεων εντυπωσιάζει το ηχόχρωμα εκκλησιαστικού οργάνου, στην πρωτότυπη μουσική του Χούλιο Ντε λα Ρόζα, κορυφώνοντας την εξεγερσιακή ένταση, σε αντιστοιχία με την επική μουσική του Μορικόνε, για την πολιτική ταινία «Επαναστάτης της Κεμάντα» (1969/Τζίλο Ποντεκόρβο).

 * Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!