του Γιώργου Αναστασίου
Από τον περασμένο Φλεβάρη οι Αλγερίνοι βρίσκονται στους δρόμους διεκδικώντας πραγματική δημοκρατία μετά από δεκαετίες στρατιωτικών ή ημιστρατιωτικών κυβερνήσεων. Μέχρι σήμερα δεν έχουν σταματήσει οι διαδηλώσεις στο Αλγέρι και σε όλες τις πόλεις της χώρας, συχνά με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων – αόρατων, κατά τα άλλα, για τα μεγάλα ΜΜΕ που έχουν… επιλεκτική όραση. Το «βαθύ κράτος» τρόμαξε από την πρώτη επιτυχία που σημείωσε το αρχικά αυθόρμητο και νεολαιίστικο κίνημα, υποχρεώνοντας τον γηραιό και βαριά άρρωστο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα, επί 20 χρόνια πρόεδρο, να μην είναι για… πέμπτη φορά υποψήφιος στις παραδοσιακά νόθες εκλογές*. Έτσι ο στρατός, που πάντα έχει την τελευταία λέξη, παρενέβη επιχειρώντας να εμφανιστεί ως ουδέτερος εγγυητής μιας διαδικασίας εκδημοκρατισμού. Ο στρατηγός Γκαΐντ Σαλά, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, διόρισε «μεταβατικό πρόεδρο» τον Αμπντελκαντέρ Μπενσαλά και υποσχέθηκε τη διεξαγωγή ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών στις 4 Ιουλίου.
Όμως οι Αλγερίνοι συνέχισαν να διαδηλώνουν με προμετωπίδα το Σύνταγμα, που δηλώνει ότι η εξουσία πηγάζει από το λαό, αμφισβητώντας πλέον ανοιχτά το «παραδοσιακό προνόμι» της στρατιωτικής ηγεσίας να έχει δικαίωμα βέτο στην πολιτική ζωή. Οι στρατιωτικοί δεν άντεξαν να παριστάνουν τα πρόβατα και ξανάγιναν λύκοι, εξαπολύοντας ένα νέο κύμα βάρβαρης καταστολής, περιλαμβανομένων συλλήψεων, βασανιστηρίων και «εξαφανίσεων». Ταυτόχρονα προσπάθησαν να διασπάσουν το λαϊκό κίνημα, κατηγορώντας τη μειονότητα των Βερβέρων ότι «εκμεταλλεύεται τα αγνά αισθήματα των Αλγερίνων για να προωθήσει τη δική της αυτονομιστική ατζέντα». Μάταιος κόπος, αφού οι διαδηλωτές ούτε πτοήθηκαν από την κρατική βία ούτε πάτησαν την πεπονόφλουδα περί Βερβέρων. Το γενικό επιτελείο δοκίμασε τότε μια διαφορετική μέθοδο κατευνασμού των Αλγερίνων: διέταξε τη σύλληψη και δίκη πολλών διεφθαρμένων αξιωματούχων και διαπλεκόμενων μεγαλοεπιχειρηματιών της εποχής Μπουτεφλίκα.
Στο κενό πέφτουν όλες οι μεθοδεύσεις του στρατού
Ούτε αυτό έπιασε, αφού οι στρατιωτικοί δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να χτυπήσουν με ένα σμπάρο δύο τριγόνια: χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίκη του αδελφού του προηγούμενου προέδρου και δύο πρώην διοικητών των μυστικών υπηρεσιών. Σε αυτούς τους τρεις οι στρατιωτικοί πρόσθεσαν ως συγκατηγορούμενη, με ταυτόσημη κατηγορία («υπονόμευση του Κράτους και των Ενόπλων Δυνάμεων») τη… Λουίζα Χανούν, ηγέτιδα του Κόμματος Εργατών που καλούσε στη συνέχιση των κινητοποιήσεων! Για την ιστορία, η «δικαιοσύνη» εξέδωσε την απόφασή της την προηγούμενη εβδομάδα: η Χανούν καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών… Θύμα της γελοίας απόπειρας των στρατιωτικών να ταυτίσουν το λαϊκό και δημοκρατικό κίνημα με το παλιό αυταρχικό καθεστώς έπεσαν και άλλοι «αναγνωρίσιμοι» πολιτικοί, αν και ο όγκος των πολιτικών κρατούμενων αποτελείται από απλούς ανθρώπους: εκατοντάδες έχουν συλληφθεί από την άνοιξη, και παραμένουν όλοι προφυλακισμένοι «μέχρι νεωτέρας»…
Στο μεταξύ, οι στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να «αναβάλλουν» τις εκλογές του Ιουλίου για τον Σεπτέμβριο, κι έπειτα έδωσαν νέα «αναβολή» για τον Δεκέμβριο, ελπίζοντας ότι μέχρι τότε θα καταλαγιάσει η αναταραχή. Το πρόβλημά τους είναι ότι η απόπειρα νομιμοποίησης του νέου αυταρχικού καθεστώτος μέσα από ελεγχόμενες εκλογές μοιάζει να έχει ναυαγήσει πριν καν ξεκινήσει: την περασμένη εβδομάδα μισό εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωσαν εκ νέου στο Αλγέρι, παρά το μπλοκάρισμα όλων των προσβάσεων στο κέντρο της πόλης από το στρατό. Και τραγουδούσαν: «Δεν υπάρχουν εκλογές αν δεν φύγει ο Μπενσαλά, δεν θα δείτε την ψήφο μας αν δεν γυρίσετε στους στρατώνες σας, σας ορκιζόμαστε ότι δεν θα σταματήσουμε μέχρι να απελευθερωθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, μέχρι να πέσει ο Γκαΐντ Σαλά». Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μερικά από τα οποία σκέφτονταν τη συμμετοχή στις εκλογές, αναγκάστηκαν κάτω από τη λαϊκή πίεση να κάνουν πίσω. Το τελευταίο που αμφιταλαντευόταν, το ισλαμικό «Κοινωνικό Κίνημα Ειρήνης», δήλωσε στις αρχές της εβδομάδας ότι τελικά αποσύρει κι αυτό την υποψηφιότητά του. Μπορεί οι Αλγερίνοι να είναι «αόρατοι», αλλά είναι και πεισματάρηδες!
* Βλ. μεταξύ άλλων το άρθρο «Μας περιφρονείτε, μας υποτιμήσατε, θα νικήσουμε» (φύλλο 449, σελ. 15).