του Γιάννη Σχίζα
Αυτό που αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα, το πιο μεγάλο καθήκον που επωμίζονται οι άνθρωποι της εποχής μας, η πρώτη σημασία που πρέπει να υπηρετεί ο λόγος μας, η πιο ακραιφνής κατανόηση των ελιγμών που μέσα στο πλαίσιο ετών και μηνών έχουν δέκτη εμάς και τις χαζοχαρούμενες ηγεσίες μας, είναι η πολιτική και στρατιωτική απόκρουση της τουρκικής επιθετικότητας.
Αν αυτό το έχουμε σίγουρο, τότε μπορούμε να ενστερνιστούμε κατευθύνσεις και αρχές, που συνδέονται με όλα τα διεθνή προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου του κλίματος μας.
Ήταν στραβό το κλίμα
Οι μεγάλες πλημμύρες, οι παρατεταμένες ξηρασίες, οι τυφώνες και τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα κάθε είδους, συμβαδίζουν με άλλες καταστρεπτικές εξελίξεις – όπως οι πυρκαγιές: Ιδιαίτερα τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στην Καλιφόρνια, στην Αυστραλία, στη Ρωσική Ομοσπονδία, στην Πορτογαλία αλλά και στην Ελλάδα το 2007 και το 2018, βιώθηκαν από τους πολίτες πρωτοφανείς τραγωδίες που προκάλεσαν πάνω από 100 νεκρούς. Ανάλογη εξέλιξη αυτής της διαδικασίας είναι οι πλημμύρες που έπληξαν τη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία, καταλήγοντας στη περίπτωση της Γερμανίας σε 180 νεκρούς και άπειρες υλικές καταστροφές . Ο Νίκολας Στερν, σύμβουλος της Βρετανικής κυβέρνησης, έλεγε ήδη από το 2006 ότι οι καταστροφές αυτές και όσες επέλθουν με την πάροδο του χρόνου, είναι συγκρίσιμες μόνο με εκείνες που επέρχονται σε περίπτωση παγκοσμίου πολέμου…
Η ιστορία επιβεβαιώνει την παρουσία των «αερίων του θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα και μάλιστα των σημαντικότερων από αυτά –του διοξειδίου του άνθρακα και του μεθανίου– σε ένα ρυθμό αυξανόμενο από το έτος 1750. Μπορούμε να υποθέσουμε ένα «καθεστώς» εξέλιξης επί τα χείρω, προς την καθολική υπερθέρμανση, ένα είδος «τροπικοποίησης» του κλίματος που αφήνει πίσω του έρημες περιοχές ή κάποιες απειλούμενες με τροπικοποίηση, τουλάχιστον στη ζώνη της Μεσογείου. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ενδιαφέρει το κατά πόσο οι κλιματικές μεταβολές είναι φυσικές ή ανθρωπογενείς: Ακόμη και εάν κάνουμε τη πρώτη υπόθεση, αν υποθέσουμε ότι τα φαινόμενα του θερμοκηπίου προέρχονται από γεωχημικούς κύκλους, η αντιμετώπιση μιας δύσκολης συγκυρίας είναι καθήκον κοινό και οικουμενικό, στο οποίο πρέπει πρωτοστατήσουν οι δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής.
Η Συμφωνία του Παρισιού το 2015 οδήγησε στον φιλόδοξο στόχο της συγκράτησης της θερμοκρασίας σε κάτω από 2 ή κάτω από 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη πριν τη βιομηχανική επανάσταση. Είναι καθήκον των δυνάμεων της κοινωνικής αλλαγής ο επιμερισμός του κόστους των μέτρων που θα παρθούν, μεταξύ των πλούσιων και των υπό ανάπτυξη χωρών.
Παρά το γεγονός ότι η εγκατάσταση ΑΠΕ –και συγκεκριμένα ανεμογεννητριών– σε ερημικές παραλίες ή στη θάλασσα παρουσιάζει γενικά μεγαλύτερο κόστος, εν τούτοις είναι προτιμότερος από τις α/γ που εγκαθίστανται σε ορεινές περιοχές και προκαλούν προβλήματα στην βιοποικιλότητα και στην αισθητική του τοπίου. Ήδη στη Γερμανία των 33.000 ανεμογεννητριών, η τάση της εγκατάστασης ανεμογεννητριών στις θάλασσες ή σε στερεό έδαφος, κατακτά διαρκώς νέο έδαφος, υποστηριζόμενη μάλιστα και από πολιτικούς της Αριστεράς όπως ο Όσκαρ Λαφονταίν. Αφήνουμε στην άκρη το παράδειγμα της Ιταλίας: Όπου σε πεδινές εκτάσεις της επαρχίας Απουλίας (σύνολο 19.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα!) ευδοκιμούν οι ανεμογεννήτριες.
Η συζήτηση για το πρασίνισμα της ενέργειας έχει ξεκινήσει από πολύ καιρό, καμιά πολιτική δύναμη δεν είναι σε θέση να την αγνοήσει. Το ενεργειακό μείγμα της χώρας πρέπει να ειδωθεί κάτω από το πρίσμα της διατήρησης όλων των τρόπων παραγωγής ενέργειας –εννοούμε των ήπιων– ενώ ταυτόχρονα πρέπει να δοθεί έμφαση στους τρόπους εξοικονόμησης. Τα φωτοβολταϊκά, τα γεωθερμικά πεδία, η ενέργεια που προέρχεται από τα κύματα, η αιολική ενέργεια που χρησιμοποιείται για την κίνηση σκαφών και για την αφαλάτωση του νερού, αποτελούν μορφές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα με την εξοικονόμηση.
Σε αντίθεση με κάθε σχέδιο υπεροχής της χώρας έναντι των άλλων χωρών, αυτό που μπορεί να δώσει μια υγιή και φιλική κατεύθυνση, είναι το σοσιαλιστικό πρόταγμα: «Στον καθένα ανάλογα με την εργασία του»
Τι γίνεται με το γενικότερο πρόγραμμα αλλαγής της παρούσας κατάστασης;
Η χώρα πρέπει να διατηρηθεί μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό παραγωγικών δυνάμεων , αλλά αυτό δεν σημαίνει μια χώρα καθόλα αυτάρκη! Από την άλλη πλευρά αυτό δεν σημαίνει μια χώρα προσδεδεμένη στις μονοκαλλιέργειες κάθε είδους, που επέβαλε ή έτεινε να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υποτίθεται ότι έχουμε λύσει το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας. Υποτίθεται ότι έχουμε ενστερνισθεί λύσεις κατά της πυρηνικής ενέργειας, κατά της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, κατά της χρήσης των συμβατικών μορφών ενέργειας. Απομένει όμως να λύσουμε το τεράστιο πρόβλημα που προκύπτει από την ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών, καθώς επίσης από την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό κάθε οικονομίας.
Ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών, είναι ανάπτυξη που παραγνωρίζει τις δυνατότητες για ολοκληρωμένη ανάπτυξη, στα πλαίσια μιας μη αυτάρκους οικονομίας. Ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό των χωρών, εννοούμε την ανάπτυξη εκείνη που καταδικάζει τις περιφέρειες να είναι ο πτωχός συγγενής των εξελίξεων στο εθνικό σύνολο. Οι ΗΠΑ, η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο, είναι διαφορετικές χώρες, όμως μπορούν να παράγουν με επωφελείς όρους: Η πρώτη σχεδόν τα πιο πολλά προϊόντα, η δεύτερη αρκετά από αυτά, η τρίτη σχεδόν ελάχιστα. Η ανισόμετρη ανάπτυξη, αν και μοίρα του Καπιταλισμού, πρέπει να πολεμηθεί από τις ριζοσπαστικές οργανώσεις.
Η ευημερία των αριθμών
Στη δεκαετία του 1960, στα τμήματα των Οικονομικών Επιστημών, μιλούσαν για τις καταναλισκόμενες πρωτεΐνες κατά κεφαλήν, για τον δείκτη ιδιοκτησίας Ι.Χ. ανά 100 κατοίκους, για την αγοραστική δύναμη και την πρόσδεση της οικονομίας στους μηχανισμούς της αγοράς. Ουσιαστικά κυριαρχούσε η λογική της «περισσοτερότητας» -–θα έλεγα χρησιμοποιώντας μια λέξη από το λεξιλόγιο του Αντρέ Γκορζ– και μάλιστα μια λογική που ουδόλως έθετε το πρόβλημα των «αρίστων μεγεθών», δεδομένου ότι στα μυαλά της εποχής το «περισσότερο» ήταν άρρηκτα δεμένο με το «καλύτερο». Η αύξηση της κατανάλωσης κρέατος και η ανατροπή της παραδοσιακής ελληνικής δίαιτας –στην οποία το κρέας είχε θέση Κυριακές και εορτές– αποτελούσε ένα από τα κριτήρια προόδου και ανάπτυξης, ανεξάρτητα από τη δράση της χοληστερίνης, ανεξάρτητα από τις όποιες παρενέργειες της νέας διατροφής στην υγεία. Η ελληνική κοινωνία άρχισε να προσλαμβάνει την απόλυτη και ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των Ι.Χ. ως «ποιότητα ζωής», παραγνωρίζοντας τη συγκοινωνιακή δυσλειτουργία που εμφανίζονταν. Μια ακόμη πτυχή της όλης αυτής εξέλιξης, αφορούσε την πρόσδεση της οικογενειακής οικονομίας με την αγορά: Στα χωριά αλλά και στα αστικά περίχωρα, ανθούσε η αυτοκατανάλωση κηπευτικών και ζωικών προϊόντων, όπως επίσης οι ανταλλαγές προϊόντων και εξυπηρετήσεων μεταξύ των νοικοκυριών. Στα πιο πολλά χωριά, η ύπαρξη μανάβη ήταν αδιανόητη! Το σύνολο αυτής της αυτοκαταναλισκόμενης και αλληλέγγυας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, δεν εγγραφόταν στους λογαριασμούς του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), πλην όμως δεν έπαυε να συνιστά βασικό στοιχείο του εισοδήματος και της ποιότητας ζωής. Οι οικονομολόγοι ομολογούσαν από τότε ότι πολλές από τις τριτοκοσμικές χώρες είχαν ουσιαστικά μεγαλύτερο εισόδημα από το αναφερόμενο στις στατιστικές, διότι το αυτοκαταναλισόμενο και μη διερχόμενο από την αγορά τμήμα του εισοδήματος δεν φαινόταν… Επίσης δεν υπολογίζονταν και δεν υπολογίζεται ως εισόδημα η απλήρωτη εργασία των συνταξιούχων – σε έργα κυρίως οικογενειακά, φύλαξης παιδιών, ανατροφής κ.λπ.
Μετά από όλα αυτά θα λέγαμε: Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την πολιτική από απλή διαχείριση και της δίνει προοπτική;
Σε αντίθεση με κάθε σχέδιο υπεροχής της χώρας έναντι των άλλων χωρών, αυτό που μπορεί να δώσει μια υγιή και φιλική κατεύθυνση, είναι το σοσιαλιστικό πρόταγμα: «Στον καθένα ανάλογα με την εργασία του».
Σε κάποιο σημείο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ παρέθετε ένα γνωμικό της εποχής του, σύμφωνα με το οποίο «φτωχές χώρες είναι εκείνες όπου οι φτωχοί περνούν καλά». Σήμερα μπορούμε να μην είμαστε φτωχοί αλλά να περνάμε καλά, με ένα σοσιαλιστικό μέλλον.