Η άποψη που προβάλει το Πρώτο Θέμα δεν είναι καινούρια. Αν η σαφήνεια του πρωτοσέλιδου σοκάρει («Στη φυλακή η πάνω πλατεία»), όταν δίχως περιστροφές συνδέει άμεσα τη Χρυσή Αυγή με τις Πλατείες, εντούτοις αυτό ακριβώς το πνεύμα είναι η επίσημη καταγραφή και αντιμετώπιση των «Αγανακτισμένων» εδώ και αρκετά χρόνια. Βεβαίως, η στιγμή είναι ιδιαίτερη. Οι Χρυσαυγίτες είναι πια εγκληματίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συσχέτιση που επιχειρείται. Το «τείχος της Δημοκρατίας» δεν αστειεύεται. Μπορεί οι συνιστώσες του να διαφέρουν, όμως η βασική στόχευση παραμένει: Να προσδιοριστεί το «τι είναι αυτό» που δε χωρά, που δεν είναι επιτρεπτό, ανεκτό, δημοκρατικό, στην κοινωνία και την πολιτική ζωή. Αν ήταν απλά οι ναζιστές της Χρυσής Αυγής, τότε οι δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών και ο «αντιφασισμός» των διαφόρων κύκλων θα ήταν πολύ διαφορετικά.
Δεν είναι όμως. Γιατί μπροστά μας σοβεί μια κρίση εθνικών διαστάσεων που η διαχείρισή της απαιτεί από το πολιτικό σύστημα μια ποικιλία όπλων, από συνειδησιακά και ιδεολογικά μέχρι τις αύρες της ελληνικής αστυνομίας. Κάτι πρέπει να ξεριζωθεί, κάτι πρέπει να καταστεί ανούσιο, κάτι πρέπει να χτυπηθεί, ώστε η κατάσταση να μην οδηγηθεί σε ανεξέλεγκτα μοτίβα. Το «τείχος της Δημοκρατίας» περιγράφει καταρχήν τις δυνάμεις που δηλώνουν «παρών» σε αυτό το στόχο, οι ιδιαίτεροι ρόλοι και οι ειδικεύσεις έπονται. Ενώ ο «αέρας» και το «πνεύμα» των Πλατειών και του αντιμνημονιακού κινήματος –που σημάδεψαν την πρόσφατη ιστορία της χώρας– δηλώνονται ως ύψιστοι εχθροί τοποθετούμενοι στην ίδια κατηγορία με μια φασιστική οργάνωση. Οι αποχρώσεις και οι βαθμοί συσχέτισης είναι βεβαίως πολλοί κι έχουν τη σημασία τους. Οι Πλατείες περιγράφονται άλλοτε ως μήτρα, ως πηγή, ως περιβάλλον, ως φωλιά, ως έδαφος κ.ο.κ. για την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Ολόκληρη η ιστορία της Πλατείας είναι αυτή όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, για πάρα πολλές μέρες «υπερέβησαν εαυτό» κατά πολλές έννοιες. «Δε φεύγουμε αν δε φύγουν», με την επιβλητική και ασταμάτητη ροή από την «πάνω» προς την «κάτω» πλατεία και τουνάπαλιν, να αποτελεί την πραγματική ιστορία μιας ολόκληρης τελικά Πλατείας
ΜΕ ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ πρέπει να τελειώνουν; Με τον ριζοσπαστισμό που ξεμυτά και δίνει τις μεγάλες στιγμές αυτού του τόπου. Η παραχάραξη πρέπει να προχωρήσει ολοκληρωτικά. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που πήραν μέρος σε όλες τις διεργασίες του αντιμνημονιακού κινήματος έθρεψαν τελικά το φασισμό. Πέραν από ψέμα, αυτό συνιστά και μια τεράστια αλητεία, υποτίμηση και επίθεση στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Όταν ο «απλός λαός» κινητοποιείται χωρίς αυτό να γίνεται κάτω από γνωστές σημαίες και τρόπους, αυτό μοιάζει για κάποιους με προάγγελο συμφορών. Ποια ήταν όμως αυτά τα περιβόητα συνθήματα της «πάνω πλατείας»: «Κλέφτες», «να καεί το μπουρδέλο η βουλή», «όχι στη νέα κατοχή», «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» αλλά και μια σειρά βαθύτερων προταγμάτων με πυρήνα τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία. Εκτός βέβαια αν κάποιος δεν αναγνωρίζει σε αυτά τα συνθήματα τέτοιες ποιότητες, περιμένοντας από ένα αυθεντικό, λαϊκό κίνημα κάτι τάχα πιο «ολοκληρωμένο», πιο «πολιτικό» κ.λπ. Κι όμως αυτά υπήρξαν η πραγματική και ευθεία απειλή για το πολιτικό σύστημα και γι’ αυτό πρέπει να εξοβελιστούν ως γηπεδικά, αντιδημοκρατικά, λαϊκιστικά, αγριανθρωπικά ή και με ποιότητα που παραπέμπει –έτσι απλά– στο φασισμό. Μα ακόμα κι αν δεν καταγγέλλονταν ανοιχτά, η ανάγκη «διαχωρισμού», οι «δυσανασχετήσεις» απ’ όλα αυτά έχτιζαν σιγά-σιγά το πλαίσιο για το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην πολιτική.
Το ίδιο πρέπει να στιγματιστεί και η «μεγάλη ενότητα» του λαού. Ακηδεμόνευτη και παρούσα όχι στις κάλπες αλλά στους δρόμους και τις πλατείες. Ενότητα «μπερδεμένη», που έθετε νέες, δικές της προδιαγραφές και αδύνατον να χωρέσει στη δεδομένη, προσφερόμενη και νοικοκυρεμένη ταξιθεσία του πολιτικού φάσματος δεξιάς-αριστεράς αλλά και εν γένει στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Ενότητα άλλης ποιότητας από το «ταξικό, εργατικό κίνημα» του ΠΑΜΕ και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με το «σωστό πλαίσιο». Και είναι αλήθεια ότι η μεγάλη ορμή αυτής της πολύχρονης διεργασίας περισσότερο ακούμπησε στο ΣΥΡΙΖΑ και πολύ δευτερευόντως οδήγησε στην ενίσχυση της ακροδεξιάς. Ας μην εξεγείρεται και τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ για το πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος. Το γεγονός ότι τα μέλη του συμμετείχαν στους «Αγανακτισμένους», το ότι κεντρικά στήριξε τότε αυτό το κίνημα δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Οι διαδικασίες ποδηγέτησής του μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης και του «ερχόμαστε στην εξουσία» αποτελούν το «μεγάλο κεφάλαιο» της στάσης του.
ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ λοιπόν μόνο για μια αναγκαία αποκατάσταση της ιστορίας. Γιατί το πολιτικό σύστημα ενδιαφέρεται για την «επόμενη μέρα». Το ξερίζωμα αυτού του πληβειακού ριζοσπαστισμού είναι ο βασικός στόχος, ειδικά τώρα που στο παιχνίδι μπαίνουν τα εθνικά ζητήματα, θέματα παραχώρησης κυριαρχίας αλλά και πολέμου. Άλλωστε και στο Μακεδονικό, πολύ πιο πρόσφατο από τις Πλατείες, δοκιμάστηκε ένας παρόμοιος στιγματισμός των αντιδράσεων. Ο Αλέξης Τσίπρας εισήγαγε την έννοια του «ετερόκλητου όχλου». Οι εκατοντάδες χιλιάδες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια παρουσιάστηκαν σαν γραφικοί Μακεδονομάχοι, με χλαμύδες και περικεφαλαίες, έτοιμοι να παρασυρθούν από τον πρώτο δημαγωγό που θα βρεθεί στο δρόμο τους και θα τους οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Ο «λαϊκισμός», αυτός ο νέος μεγάλος εχθρός της παγκόσμιας τάξης, εμφανίζεται σαν το αμέσως προηγούμενο σκαλοπατάκι πριν τον φασισμό. Ο λαός σαν όχλος και οι στιγμές ενότητάς του σαν ανωμαλίες που διαταράσσουν την κανονική, πολιτική ζωή του τόπου. Το ίδιο και οι κινητοποιήσεις των κατοίκων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου για το μεταναστευτικό. Πρέπει πάση θυσία να καταταχτούν σε ακροδεξιές και ρατσιστικές για να ακολουθήσει πιο εύκολα η «αποκατάσταση» με τις κλούβες και τα δακρυγόνα των ΜΑΤ. Αλλά και για να αποκλειστεί η δυνατότητα συνάντησής τους με πιο γόνιμες προοπτικές και ιδέες αφού… «με τους φασίστες δε συζητάς».
Η ελπίδα και όσα αυτή παράγει στη ζωή ανθρώπων και κοινωνιών πρέπει να στριμωχτεί μέσα στις νόρμες και τις ράγες του πολιτικού και κομματικού παιχνιδιού. Αυτό οριοθετεί το σκηνικό και θέτει τον πήχη προσδοκιών και εναλλακτικών. Μικροπολιτική, πολιτικαντισμός, εικονικές μάχες και πόντοι σε έδαφος στημένο και σαθρό. Μια σταδιακή φθορά και ακύρωση της ελπίδας μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και αμφιβολίας. Ο «υπαρκτός κόσμος», η σημερινή μεταδημοκρατία, η «μισή ζωή» και η «περίπου χώρα» είναι ο μόνος εφικτός κόσμος. Ή το «μη χείρον βέλτιστον», κάτι που πρέπει να διαφυλάξουμε μπροστά στα «χειρότερα που έρχονται» ή «που τα είδαμε», όπως εν προκειμένω η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Άλλες λύσεις δεν προσφέρονται πέρα από το «τείχος της δημοκρατίας», τα ένδικα μέσα και την πίστη στην αξία της δικαιοσύνης, ως μονόδρομος για να διευθετούνται τα ζητήματα.
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ της Πλατείας είναι αυτή όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, για πάρα πολλές μέρες «υπερέβησαν εαυτό» κατά πολλές έννοιες. Απέναντι από το ελληνικό κοινοβούλιο εκδηλώθηκε μια πολιτική ενότητας του λαού, από τον ίδιο το λαό, με όλα όσα φορτία διέθετε και άλλα τόσα που κατασκεύασε στην πορεία. Στις συνελεύσεις στο σιντριβάνι, στις παρέες στα σκαλάκια, τα πρωινά τις Κυριακές με τα παιδικά καροτσάκια, στις συγκρούσεις με την αστυνομία, στα μπλοκαρίσματα, στις μέρες των μεγάλων γενικών απεργιών. «Δε φεύγουμε αν δε φύγουν», με την επιβλητική και ασταμάτητη ροή από την «πάνω» προς την «κάτω» πλατεία και τουνάπαλιν, να αποτελεί την πραγματική ιστορία μιας ολόκληρης τελικά Πλατείας. Αν η «πάνω πλατεία» είναι αυτή που λοιδορήθηκε και τώρα απομονωμένη μπαίνει πιο επιτακτικά στο στόχαστρο, είναι ακριβώς γιατί μπορεί πιο εύκολα να αναπαραστήσει τον κατ’ αυτούς μεγάλο εχθρό, τον «λαϊκισμό». Το λαό, όχι ως ψηφοφόρο, ως άθροισμα, ως ιδεολογικό σχήμα, ως αναφορά, αλλά ως απειλητική παρουσία.