Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή
Η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε χάρη στην κυκλοφορία ενός βιβλίου για τον Νίκο Καρούζο από το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος και την εκδόσεις Γαβριηλίδη. Παρότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ο γνωστός εις το Μέγα Πανελλήνιον της λογοτεχνίας Γιάννης Πατίλης, εντούτοις το εξώφυλλο είναι (ενσυνείδητα;) «παραπλανητικό» για τον αναγνώστη ως προς το σκέλος που αφορά τον κανόνα της τυποτεχνικής του μορφής. Και αυτό διότι εκεί που συνήθως μπαίνει το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου διαβάζουμε: Χερουβείμ Αρουραίος, στην θέση του τίτλου διαβάζουμε: Ο ποιητής Νίκος Καρούζος (1926-1990) και στον υπότιτλο: εισαγωγή-ανθολόγηση Γιάννης Πατίλης. Δεν θα πούμε πολλά καθότι ο χώρος του προλόγου είναι ασφυκτικός. Θα περιοριστούμε να υποσημειώσουμε με ιδιαίτερη έμφαση πάντως ότι η δουλειά του Πατίλη είναι συναρπαστική όχι μόνο γιατί υπερβαίνει τις γνώριμες ανθολογήσεις όσο κυρίως διότι μας κάνει απ’ τη μια να αγαπήσουμε τη μορφή και το πνευματικό έργου του Καρούζου αλλά και να εκτιμήσουμε εξίσου την πρωτότυπη και αγαπητική δουλειά του ανθολόγου του.
Απ’ το εξώφυλλο ήδη, αυτού του «διπλού» βιβλίου για τον Νίκο Καρούζο ο αναγνώστης αναρωτιέται ποιος τελικά είναι ο Χερουβείμ Αρουραίος; Είστε εσείς, ο Νίκος Καρούζος ή και οι δύο κ. Πατίλη;
Δημοσιεύοντας τὸ 1984 στὴν ποιητική του συλλογὴ Ἀντισεισμικὸς τάφος τὸ παρακάτω δίστιχο
Λησμονώντας νοητὰ κι ἀδιανόητα
ὑπογράφω σήμερα: Χερουβεὶμ Ἀρουραῖος
μὲ τίτλο «Ὀξυφρένεια», ὁ Νίκος Καροῦζος ἔδινε περιεκτικὰ τὴν ὑπαρξιακὴ καὶ συνάμα τὴν ποιητική του ταυτότητα. Στὶς δύο ὄψεις της ἔδενε ἀξεδιάλυτα στὸ πρόσωπό του τὴν φθαρτὴ καὶ θνητὴ φύση του (: τὸ βέβαιο γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ ὅλους μας) μὲ τὴν θεία (: τὸ πνευματικῶς ποθούμενο, ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ μιὰ μερίδα ἀνθρώπων, τουλάχιστον).
Κατὰ τὴν κρίση μου, ἐτούτη ἡ αὐτογνωστικὴ δήλωσή του συνιστᾶ τὴν σημαντικότερη ἀπὸ τὶς πνευματικὲς θεμελιώσεις τοῦ ἔργου του. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπέλεξα ὡς ὁδηγητικὸ ἑρμηνευτικὸ μίτο στὴν ἐργασία μου. Ἡ ὀντολογία τοῦ Καρούζου δὲν συνδέεται τόσο μὲ τοὺς προσωκρατικοὺς στοχαστὲς ὅσο μὲ τὴν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ἡ πνευματικὴ κατανόηση τοῦ «σημείου-Χριστός» τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως (δευτερευόντως καὶ παραλλήλως, γιὰ ἕνα διάστημα, καὶ τῆς βουδιστικῆς πνευματικῆς παραδόσεως καὶ τοῦ ἰαπωνικοῦ ζέν): πρόκειται δηλαδὴ πρωτίστως γιὰ μιὰ μεταφυσικὴ ὀντολογία καὶ ὄχι γιὰ μιὰ φυσικὴ/κοσμολογικὴ ὅσο καὶ ἂν δὲν λείπουν τὰ πνευματικὰ ἀνοίγματά του σ’ αὐτήν…
Θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ τονιστεῖ ὅτι ὡς ποιητὴς καὶ στοχαζόμενος ἄνθρωπος ποὺ μετ’ ἐμφάσεως δίνει (ἀντίθετα πρὸς τὸν Σολωμό) τὴν πρωτοκαθεδρία στὸ βίωμα, ὁ Καροῦζος μᾶς ἀπαγορεύει νὰ τὸν δοῦμε ὡς φιλοσοφικὸ ἢ θρησκευτικὸ ποιητή, ἐπειδὴ στὴν περίπτωσή του δὲν διαχωρίζεται τὸ σκεπτόμενο ὑποκείμενο ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς σκέψεώς του, δὲν μᾶς μιλάει δηλαδὴ θεματογραφικῶς γιὰ τὸν Χριστὸ ἢ γιὰ τὸν Βούδα, ὅπως κάνει ὁ διανοούμενος ποιητής· στὸν στίχο του γίνεται ὁ ἴδιος ἐμμέσως ἕνας ταπεινωμένος Χριστός, κατὰ τὸ «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἢ ἕνας ἀ-παθὴς Βούδας, ὅπως ὅταν λέει στὸ στίχο: «Ἐμένα εἶναι τὸ μυαλό μου γιαπωνέζικο»!
«Ἀρουραῖοι», λοιπόν, δηλαδὴ ζῶα παγιδευμένα στὸν χωμάτινο τάφο μας εἴμαστε ὅλοι, τὸ θέμα, ὅμως, ποὺ θέτει ἡ κατανόηση τῆς ποίησής του εἶναι τὸ ποιοί ἀπὸ μᾶς, καὶ πόσο, εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὸ ἐρώτημα ἑνὸς ἄλλου πόλου, νὰ ὑποθέσουμε δηλαδὴ ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἀρουραῖοι, μπορεῖ νὰ εἴμαστε καὶ «ζῶα θεούμενα»;…
Στο προοίμιο της έκδοσης, αναφερόμενος στον Καρούζο κάνετε λόγο για σπουδαίο ποιητή των καιρών μας, διστάζετε όμως να τον χαρακτηρίσετε μεγάλο. Να εκλάβουμε ως απαράβατο κανόνα τη διαπίστωσή του που λέει: ότι «τα πνευματικά έργα είναι αδύνατον να κρίνονται στον καιρό τους»;
Ὁ Καροῦζος μιλάει, καὶ συμφωνῶ μαζί του, γιὰ τὰ ὅρια τῆς κρίσεως. Καί, βέβαια, τὰ ἔργα κρίνονται, καὶ πρέπει νὰ κρίνονται, στὸν καιρό τους, ἀλλὰ ὁ χαρακτηρισμὸς «μεγάλος» γιὰ ὁποιονδήποτε ἀπαιτεῖ γενικὴ ἐποπτεία τοῦ καιροῦ, ποὺ τὴν αἰσθανόμαστε ὅταν αὐτὸς ἔχει περίπου συντελεστεῖ, ὅπως λ.χ. καὶ ἡ ἀξιολόγηση γιὰ ἕνα ὄρος ὡς τὸ ὑψηλότερο ἀπὸ τὰ διπλανά του, ἀπαιτεῖ ἱκανὴ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτά στὸ σύνολό τους… Δυστυχῶς στὸν τόπο μας ἐθνικὴ ἀνασφάλεια, ἡμιμάθεια, προπέτεια καὶ ἀσυγκράτητο συναίσθημα συνεργάζονται ἀδιακόπως στὴν παραγωγὴ «μεγάλων» σὲ μεγάλη κλίμακα καὶ σὲ πολλοὺς τομεῖς!
Ο ίδιος ο Καρούζος σημειώνει ότι οι στίχοι που δημοσίευσε πάρθηκαν από τον αφρό των στοχασμών και των αισθημάτων του, θεωρώντας πιο σημαντικά αυτά που έμειναν στην αφάνεια του εσωτερικού του ψυχισμού. Η γραπτή ποίηση αλλοιώνει την αυθεντικότητα και την ομορφιά των βιωμάτων;
Ναί, γιὰ τὸν Καροῦζο ἡ γραπτὴ ποίηση ὑπολείπεται τοῦ πνευματικοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ὁ ὁποῖος τὴν ὑπερβαίνει, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐκφράσει ἰσοσθενῶς… Παρόμοια ἡ ἀντίληψή του μὲ ἐκείνη τοῦ στίχου τοῦ Ἔλιοτ «The poetry does not matter» («Ἡ ποίηση δὲν ἔχει σημασία»). Ἀλλὰ ἡ ὑποβάθμιση τῆς ποιητικῆς ἔκφρασης ὡς ἀνίκανης νὰ ἐκφράσει ὁλοκληρωμένα τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία καὶ τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀνθρώπου ἦταν μιὰ γενικότερη στάση ποὺ χαρακτήριζε μεγάλο μέρος τῶν ποιητῶν τῆς ψυχροπολεμικῆς περιόδου, καὶ ὣς ἕνα βαθμὸ καὶ τὴν ποίηση τοῦ Νίκου Καρούζου. Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο μὲ ἀπασχόλησε στὴν ἀρχὴ τῆς ἐργασίας μου, στὴν ἑνότητα μὲ τίτλο «Ἡ λογοτεχνία τοῦ ἀμετουσίωτου».
Ὁ Καροῦζος μιλάει, καὶ συμφωνῶ μαζί του, γιὰ τὰ ὅρια τῆς κρίσεως. Καί, βέβαια, τὰ ἔργα κρίνονται, καὶ πρέπει νὰ κρίνονται, στὸν καιρό τους, ἀλλὰ ὁ χαρακτηρισμὸς «μεγάλος» γιὰ ὁποιονδήποτε ἀπαιτεῖ γενικὴ ἐποπτεία τοῦ καιροῦ, ποὺ τὴν αἰσθανόμαστε ὅταν αὐτὸς ἔχει περίπου συντελεστεῖ
Αν λοιπόν το νόημα που προσλαμβάνουμε διαβάζοντας την ποίησή του είναι η μερικότητα του προσώπου αλλά και του έργου του, τότε πως μπορούμε να εκτιμήσουμε σε βάθος, το βάρος και την ποιότητα του κατορθώματός του;
Πολὺ κρίσιμο καὶ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα, ἂν τὸ καταλαβαίνω σωστά, ποὺ ἡ ἀρνητική του ἀπάντηση δικαιολογεῖ τὶς πολλὲς καὶ σοβαρὲς ἐνστάσεις γιὰ τὸ ἀνοκλήρωτο, ἀσύμμετρο καὶ ἄνισο τῆς ποιήσεώς του.
Ὁ Καροῦζος, ὡστόσο, ποὺ ἦταν πολὺ συνειδητὸς καλλιτέχνης καὶ ἀνῆκε στοὺς «νόες τοὺς γυμνασμένους καὶ τοὺς βαθεῖς», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Σολωμό, εἶχε ἤδη τὴν ἀπάντηση:
νὰ ξέρεις ὅμως—: ἄλλο πράμα τοῦ λόγου ἡ μαστοριὰ
κι ἄλλο ἡ μαστορικὴ τῆς ἀγωνίας
Αὐτὴ ἡ «μαστορικὴ τῆς ἀγωνίας», καὶ μάλιστα ἡ μαστορικὴ τῆς μεταφυσικῆς ἀγωνίας, ἀποδείχθηκε τὸ προνομιακό του πεδίο! Τὴν βαθύτερη θεμελίωσή της, ποὺ ἦταν ἡ μίμηση στὴ γλώσσα τῆς δημιουργικῆς ἐλευθερίας τοῦ θεοῦ, τὴν ἔδωσε στὸ δοκίμιό του Μεταφυσικὲς ἐντυπώσεις ἀπ’ τὴ ζωὴ ὣς τὸ θέατρο. Μιὰ τέτοια σύλληψη τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὀνόμασε «ὑπαρξιακὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φόρμα»: Σὲ μιὰ γλωσσικὴ μορφή, δηλαδή, ποὺ μὲ βάση της τὸ προσωπικὸ βίωμα ἔφερε ἐπάνω της ὅλα τὰ σημάδια μιᾶς δυσπρόσιτης ὑψηλῆς ἀποστολῆς: ἤγουν νὰ ἀποτυπωθεῖ στὸν γραπτὸ λόγο τὸ ἀσύλληπτο καὶ τὸ ἀνέκφραστο!
Ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀναμέτρηση δὲν θὰ περιμέναμε αἰσθητικῶς ἄψογα καὶ ὁλοκληρωμένα ποιήματα, ἔργα τέχνης ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσαν τοὺς ἐστέτ ἢ τὸ εὔληπτο νόημα, ἀλλὰ ποιήματα ἔκκεντρα καὶ πολύκεντρα, λεκτικὰ δάση πυκνῆς πολυσημίας καὶ πολυσημασίας διάστικτα ἀπὸ γεμάτες πάθος ὑψηλὲς καὶ ἰδιοφυεῖς νοηματικὲς καὶ γλωσσικὲς συλλήψεις… Γι’ αὐτὸ καὶ εἶδα στὴν ποίησή του μιὰ σύγχρονη ἔκφραση τῆς αἰσθητικῆς κατηγορίας τοῦ ὑψηλοῦ, ἐξετάζοντάς την στὸ φῶς τῆς πραγματείας Περὶ ὕψους τοῦ Λογγίνου.
Πως είστε τόσο βέβαιος ότι ο πολιτικός προσανατολισμός του ποιητή λειτούργησε ως δευτερεύουσα εκδήλωση στην ποίησή του και όχι ως ισοβαρής παράμετρος με το υπόλοιπο πνεύμα του;
Ὁ Καροῦζος στὶς συνεντεύξεις του ἐδήλωνε ἀπερίφραστα «ἀναρχοκομμουνιστής», πίστευε στὴν ἀναρχία καὶ θαύμαζε τοὺς ἐπαναστάτες ἀντεξουσιαστὲς, πράγματα ποὺ τὰ τιμοῦσε καὶ στὸν στίχο του, ὁ ἴδιος ὑπῆρξε στὰ νιάτα του στρατευμένος ἐπαναστάτης κομμουνιστὴς ποὺ τὸ πλήρωσε σκληρά, καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὴν ἀταξικὴ κοινωνία δὲν ὑπεστάλη ποτέ, καὶ ἦταν ἐξίσου ἰσχυρὸς ὅσο καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὴν Ἀνάσταση…
Ὅλα αὐτὰ τὰ συζητῶ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑνότητες τῆς ἐργασίας μου μὲ τὸν σημαδιακὸ τίτλο «Μένουσα καὶ μέλλουσα πόλις», ἀλλὰ ἡ παρουσία τους στὸ ἔργο του χωρὶς νὰ ἐξαφανίζεται ποτὲ περνάει σὲ δεύτερη μοίρα. Δηλώνοντας ὅτι κουβαλάει «ὅλες τὶς ἐμπειρίες τῆς ἥττας τοῦ λαϊκοῦ κινήματος», ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς θεωρεῖ ἀπαραίτητο νὰ συμπληρώσει πὼς «αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἥττας ὅμως δὲν τὸ μετέφερα στὸ ἔργο μου […] Βυθίστηκα […] πιὸ πολὺ στὶς ὑπαρξιακές μου ἀγωνίες, χωρὶς οὔτε στιγμὴ νὰ ξεχάσω τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀλλαγῆς τῆς κοινωνίας».
Αὐτὸ ἐπαληθεύεται πέρα γιὰ πέρα στὸ ἔργο του. Ακόμη καὶ τὸ πολιτικότερο κομμάτι του, τὴν σπουδαία Νεολιθικὴ νυχτωδία στὴν Κρονστάνδη, φροντίζει ὄχι μόνον νὰ τὴν πλαισιώσει εὐαγγελικά, ἀλλὰ μὲ πλάγιο τρόπο νὰ τὴν ὑπονομεύσει καὶ βουδιστικά!
Γιὰ τὸν Καροῦζο ἡ γραπτὴ ποίηση ὑπολείπεται τοῦ πνευματικοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ὁ ὁποῖος τὴν ὑπερβαίνει, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐκφράσει ἰσοσθενῶς…
Από την ανάγνωση της μελέτης γίνεται περισσότερο από εμφανής η πνευματική σας συγγένεια με την ποιητική του Νίκου Καρούζου. Συμμερίζεστε μεταξύ των άλλων και την κρίσιμη άποψή του ότι «η ελπίδα βρίσκεται στην απελπισία»;
Ἂς προσέξουμε: τὸ παραπάνω λέει τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ κριτικάροντας τὸ παράλογο στὸν Μπέκετ, γράφει «ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δύναμη νὰ διαλέξει καὶ νὰ μὴν ψοφήσει στὴν ἀπόγνωση», καὶ ποὺ ἔγραψε τοὺς στίχους «ἀποτυχίζω τὴν ἀπόγνωση κατακείμενος / ὄρθιος». Ἂς δοῦμε καὶ ὁλόκληρο τὸ σημεῖο ποὺ ἀναφέρατε: «Ἡ ἐλπίδα βρίσκεται στὴν ἀπελπισία: Ὅσο πιὸ ἀπελπισμένος εἶσαι τόσο πιὸ μεστὸς ἀπὸ βιώματα εἶσαι καὶ τόσο πιότερο προκύπτει ἡ ἐλπίδα νὰ γίνεις καλύτερος.» Ὁ Καροῦζος εἶναι σταυρικὸς ποιητής· μαῦρος ὅσο ὁ συγκαιρινός του Σαχτούρης, ἀλλὰ σταυρικός. Δὲν θὰ καταλάβουμε ποτὲ τὴν «ἀπελπισία» του καὶ τὸν γνήσιο τρόμο του γιὰ τὸν «θάνατο», ἂν δὲν τὰ συνδέουμε διαρκῶς μὲ τὴν μεταφυσική του δίψα γιὰ ἀνάσταση!
Γράφετε πως η μεγάλη δημοφιλία του Νίκου Καρούζου παρατηρείται και μοιράζεται ανάμεσα σε αναγνώστες των μεσαίων στρωμάτων και του κοινωνικού «περιθωρίου». Θεωρείτε όμως τους αναγνώστες των στρωμάτων αυτών ως επιφανειακούς, καθώς όπως διατείνεσθε τους διαφεύγει η βαθειά ουσία της ποίησής του. Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;
Θὰ σᾶς φέρω ὡς παράδειγμα ἕναν στίχο του· γράφει κάπου:
ὁ Ἰησοῦς ὁ ἁλυσόδετος ἀπ’ τὴ βάφτιση
Ὅσους ρώτησα δὲν μπόρεσαν νὰ μοῦ ἐξηγήσουν πῶς τὸν καταλαβαίνουν, ὑποθέτοντας ἀμήχανα καὶ μὲ δισταγμὸ τὴν βάφτιση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, καὶ μένοντας μόνο στὴν ἁδρότητα τῆς μεταφορᾶς… Γιατί ἄραγε;… Πιστεύουμε, ἀλήθεια, ἐσεῖς κι ἐγώ, ποὺ ‘ἀντιστεκόμενοι’ δῆθεν στὴν παγκοσμιοποίηση, προτιμήσαμε ἀντὶ τῆς ὀνοματοδοσίας νὰ βαφτίσουμε τὰ παιδιά μας στὴν ἐκκλησία, ὅτι κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ βαφτίσματος συνετελέσθη πράγματι κάποιο ὑπέρλογο μυστήριο καὶ ἐδόθη ἀρραβὼν Χριστοῦ ἄρρηκτος στὴν αἰωνιότητα πρὸς τὸ παιδί μας ὑποσχόμενος ἀνάσταση;… Καὶ πὼς τὸ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», ποὺ ἀκούγεται στὴν τελετή, δὲν εἶναι τάχα μιὰ ὑπέροχη ποιητικὴ μεταφορά, ἀλλὰ μιὰ χολλυγουντιανῆς ἐμπνεύσεως ἀνατριχιαστικὴ κυριολεξία;… Ὄχι, βέβαια, ἂς εἴμαστε σοβαροί! Τί διάβολο διαφωτισμένοι ἱστορικοϋλιστικῶς ἀριστεροὶ θὰ ἤμασταν!
Νὰ λοιπὸν γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐμβαθύνουμε στὸν Καροῦζο… Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ σταθοῦμε ἀμήχανοι μπροστὰ στὸ τρίστιχο ποὺ ὑπαγόρευσε στὴν Εὔα Μπέη, στὶς 25 Αὐγούστου 1990, 33 ἡμέρες πρὶν πεθάνει:
Οὐρανισκόφωνη χαρὰ καὶ πίκρα χειλεόφωνη
Ἅμα πεθαίνεις ἕως ποῦ πεθαίνεις;
Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος ἔρχεσαι.
ἐὰν δὲν δοῦμε στὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα «ἕως ποῦ πεθαίνεις;» τὴν ἔσχατη ἐλπίδα ποὺ δίνει ὁ ἀρραβώνας τοῦ στίχου «ὁ Ἰησοῦς ὁ ἁλυσόδετος ἀπ’ τὴ βάφτιση», τὸ Κέντρο προς τὸ ὁποῖο ὁδεύεις, κατὰ τὸν Καροῦζο, φεύγοντας ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄθλιο φυγόκεντρο κόσμο!
Ισχυρίζεστε ότι στο άλλο άκρο του αναγνωστικού φάσματος, εκείνο των ομοτέχνων του δηλαδή, τα πράγματα είναι εμφανώς καλύτερα. Ποιοι όμως ευθύνονται πιο πολύ για την «αφάνεια» του Καρούζου και ποιοι συνέβαλλαν στην ανάδειξη του έργου και της μορφής του ποιητή ενόσω ζούσε;
Στὶς κρίσιμες δεκαετίες τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60, ὅταν ἐπικρατοῦσε στὸ λεγόμενο πολιτιστικὸ ἐποικοδόμημα ὁ συχνὰ ξύλινος λόγος τῆς Ἀριστερᾶς, ὁ Καροῦζος ‘σταμπαρίστηκε’ ὡς «θρησκευτικὸς» καὶ «μεταφυσικὸς» ποιητής, ποὺ τά ‘βρισκε καλύτερα μὲ τοὺς κύκλους τῶν χριστιανικῶν περιοδικῶν καὶ τῆς τσιροπουλικῆς Εὐθύνης… ‘Σταμπαρίστηκε’ ἐπίσης ὡς ἄτεχνος, πρόχειρος καὶ ἀκαταλαβίστικος ἀπὸ τοὺς ἐστὲτ καὶ ἐκείνους ποὺ ταύτιζαν τὴν σοβαρότητα στὴν τέχνη μὲ τὸ ἰσορροπημένο ὕφος καὶ τὴν ἀπουσία γλωσσικῶν ἐκζητήσεων καὶ πειραματισμῶν. Βεβαίως ὑπῆρχαν καὶ οἱ λαμπρὲς ἐξαιρέσεις, ποὺ ὡστόσο δὲν ἄλλαζαν τὴν γενικὴ εἰκόνα.
Χρειάστηκε, μετὰ τὸ 1970, νὰ ἔρθει μιὰ γενιὰ λιγότερο κομματικὴ καὶ περισσότερο ἀνοιχτὴ ἰδεολογικὰ καὶ χειραφετημένη ὑπαρξιακά, μεγαλωμένη μὲ τὸν γλωσσοκεντρισμό, τὸν ὑπερρεαλισμό καὶ ἀνορθολογισμό, τὸν Ρολὰν Μπάρτ καὶ τὸν Μπουκόφσκι, τὸν ἐλεύθερο ἔρωτα καὶ τὰ μπαράκια, ὥστε νὰ βρεῖ στὸν ποιητὴ καὶ ἄνθρωπο Νίκο Καροῦζο τὸν ‘προφήτη’ της… Σ’ αὐτὸ συνετέλεσε ἀκουσίως καὶ ἡ περιθωριακὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ, ἡ νυκτόβια, πλανητικὴ καὶ ἀλκοολική. Ἐδῶ περίπου εἴμαστε ἀκόμα, σχεδὸν τρεῖς δεκαετίες ἀπὸ τὸν θάνατό του – γι΄ αὐτὸ μιλάω γιὰ δημοφιλία… Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ ἀγγίζουν καὶ ἐμπνέουν μὲ τὸν τρόπο τους, ἀλλὰ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἐξαντλοῦν τὴν ποίηση τοῦ Νίκου Καρούζου. Οἱ σπουδαῖες προνεωτερικὲς πνευματικὲς παραδόσεις πάνω στὶς ὁποῖες ἑδράζεται, καί, πρωτίστως, ἡ μεγάλη δική μας ὀρθόδοξη πνευματικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοση, διαθέτουν τόσο καὶ τέτοιο τεράστιο πλοῦτο γλώσσας καὶ νοήματος ζωῆς ποὺ καθιστοῦν τὴν ποίησή του ἀνυπολόγιστης ἀξίας παρηγοριὰ στὸ σκοτεινό μας μέλλον…