“Η πιο ανεξερεύνητη ήπειρος είνα το παρελθόν μας. Εκεί υπάρχουν τα πάντα, αρκεί να μη διαστάσουμε να φτάσουμε στα πάνω ράφια και να μην αρνηθούμε να ξεσκονίσουμε ό,τι μας περιέχει και ό,τι μας αφορά”. Συνέντευξη στον Γιάννη Αντωνόπουλο

«Όλοι θα θέλαμε να μνημονεύουν το πέρασμα μας από αυτόν τον κόσμο, αλλά εμείς είμαστε έτοιμοι να λησμονήσουμε τους πάντες και τα πάντα». Τα ποιήματα της Ωραίας Κοιμωμένης, της πρώτης συλλογής του Γιάννη Πανουτσόπουλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, αναφέρονται στη μνήμη και την απώλεια των δικών μας ανθρώπων. Παράλληλα, ο Γιάννης Πανουτσόπουλος κυκλοφορεί αυτές τις μέρες και μια δεύτερη συλλογή, σε αριθμημένα αυτή τη φορά αντίτυπα με τίτλο Επτά συμβάσεις Εργασίας, που επιχειρεί να δει από άλλη οπτική γωνία το μείζον θέμα των ημερών. Δύο χρόνια νωρίτερα μας είχε συστηθεί με Τη νύχτα που ξυπνούσε η Αγνωστούπολη, ένα παραμύθι για την πιο τρυφερή εξέγερση στην πιο γκρίζα πολιτεία. Ο ίδιος διατηρεί εδώ και χρόνια ένα από τα πιο ενημερωμένα παλαιοβιβλιοπωλεία, ενώ στίχους του έχουν μελοποιήσει και τραγουδήσει ο Λ. Μαχαιρίτσας, ο Ν. Μαυρουδής, ο Γ. Νταλάρας κ.ά.

 

 

Από όσο ξέρω, όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής αναφέρονται σε μια προσωπική ιστορία. Πώς αποφασίσατε να βγάλετε κάτι τόσο προσωπικό;
Από τη μεριά της ποίησης δεν έχει σημασία το δικό μου κίνητρο, ούτε το αντικείμενο του θαυμασμού μου. Σημασία έχει ο ποιητικός λόγος. Αποφάσισα, λοιπόν, να συναινέσω στην έκδοση της Ωραίας Κοιμωμένης, διότι για μένα η ποίηση δεν είναι μερικές λεκτικές ακροβασίες στο παγοδρόμιο του ελεύθερου χρόνου μου, αλλά μία ιερή στιγμή κατά την οποία οι εξομολογήσεις μου ηχούν με τρόπο που μπορεί να τέρψει ή και να συγκινήσει έναν αναγνώστη.  Θα μπορούσε, λοιπόν, αυτό πο υ έχω γράψει να αφορά ένα γενναίο κορίτσι με πράσινα μάτια και λαμπερό χαμόγελο, που αποφάσισε να περιηγηθεί στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Θα μπορούσε όμως να αφορά και ένα κορίτσι με καστανά μάτια, που ενώ ταξιδεύει παντού, φοβάται να περιηγηθεί στον αχαρτογράφητο τόπο των συναισθημάτων της και επιλέγει τους μικρούς καθημερινούς θανάτους. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάλλιστα να αφορά ένα κορίτσι που θα επέλεγε να ακολουθήσει ένα μνημόνιο κάποιων κοινωνικών συμβάσεων, αλλά θα μπορούσε να αφορά και την ποιήτρια Μαρία Ρήγα, με την οποία μοιράστηκα τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωή μου. Το κορίτσι που εδώ και έξι χρόνια μου στέλνει τις πιο απρόσμενες ανταποκρίσεις από την πιο άυλη πραγματικότητα.

Τι θα θέλατε να μείνει στον αναγνώστη διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα;
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να υπαγορεύσω στον αναγνώστη τον τρόπο που θα προσεγγίσει αυτήν την ποιητική συλλογή ή το κάθε ποίημα χωριστά. Θα αναφέρω μόνο κάτι που άκουσα από μία επιμελέστατη αναγνώστρια, που μου είπε πως «ένιωσα σαν να παρακολουθούσα αρχαία τραγωδία. Ένιωθα πως υπάρχει κάτι πικρό, αλλά στο τέλος δεν με φαρμάκωσε. Αντιθέτως γέλασα και ένιωσα καλύτερα».

Τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν σε μια περίοδο 5-6 χρόνων. Η χρονική απόσταση έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο που αντιμετωπίζετε τα πράγματα;
Κάποια ποιήματα έχουν γραφτεί στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου ή αναμένοντας τα αποτελέσματα κάποιων ιατρικών εξετάσεων. Από την άποψη αυτή, μπορώ να πω ότι το φάρμακο τελικά ήταν η ποίηση και αισθάνομαι τυχερός, διότι ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου βρίσκω τον τρόπο να συλλέγω μερικές λέξεις που κρύβουν, άλλοτε το μυστικό της ευτυχίας και άλλοτε το πιο δραστικό αναλγητικό. Είναι φανερό ότι έχουν αλλάξει πολλά. Νομίζω ότι πλέον βλέπω πιο καθαρά το εκτυφλωτικό φως της αγάπης, και παραμερίζω πιο εύκολα τα επουσιώδη.

Υπάρχει κάποια συνταγή για το πώς να διαχειρίζεται κανείς τις απώλειες κάθε είδους;
Δεν νιώθω άξιος να δώσω συμβουλές. Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα και εγώ ήμουν κάθε στιγμή παρών. Θα ήταν άλλωστε κρίμα ο φόβος μιας στιγμής να με κυνηγάει για πάντα. Επίσης, όλοι μας θα θέλαμε να μνημονεύουν το πέρασμα μας από αυτόν τον κόσμο, αλλά εμείς είμαστε έτοιμοι να λησμονήσουμε τους πάντες και τα πάντα. Εμένα οι άνθρωποι που δεν έχουν μνήμη με τρομάζουν. Ίσως αν δεν ήμασταν τόσο αμνήμονες, να μην είχαμε φτάσει και στο Μνημόνιο.

Σε τι διαφέρει το να γράφει κανείς τους στίχους για ένα τραγούδι από το να γράφει ένα ποίημα;
Το υποσυνείδητο μου έχει ξεκαθαρίσει τις διαφορές του τραγουδιού και της ποίησης. Εγώ έχω ακόμα ερωτηματικά. Ξέρω μόνο πως όταν έγραφα «Πίσω δεν γύρισα μπροστά δεν μπόρεσα να διακρίνω/ Νύχτα απλώνεται απ’ τα Εξάρχεια ώς το Πεκίνο» έγραφα το ρεφρέν από ένα τραγούδι. Όταν όμως γράφω «Όλα δικά μας και στη μέση μοιρασμένα / Μικρά παιδιά φρεσκολουσμένα» νιώθω πως αυτά τα φρεσκολουσμένα παιδιά έχουν ανάγκη έναν πολύ ευρύτερο χώρο από αυτόν του τραγουδιού για να ξεμπλέξουν την τρυφερή τους κόμη. Αυτή η απέραντη αλέα, είναι η ποίηση.

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί μια ακόμα συλλογή, με τον επίκαιρο τίτλο Επτά συμβάσεις εργασίας! Πώς προέκυψε;
Καιρό πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση επεξεργαζόμουν μια ποιητική συλλογή με τίτλο Επαγγελματικός Προσανατολισμός. Ήταν η δική μου απάντηση σε μια κοινωνία, που βαθμιαία απαξίωνε την εργασία ως όρο και ως προϋπόθεση κοινωνικής εξέλιξης και προόδου. Από την αυτήν την ποιητική συλλογή επέλεξα επτά ποιήματα, για να εκδοθούν οι Επτά συμβάσεις εργασίας.

«Στα πάνω ράφια σκονισμένες οι ιδέες, στα κάτω ράφια σκονισμένα τα βιβλία». Τα βιβλία εδώ και χρόνια είναι η καθημερινότητά σας. Αυτή η διαρκής αναζήτηση παλιότερων εκδόσεων έχει αντίκτυπο και σε άλλες πτυχές της ζωής σας;
Πάνε 20 χρόνια που ζω χωρίς τηλεόραση, διότι ο δικός μου αποκωδικοποιητής είναι τα άπειρα βιβλία που συσσωρεύω είτε στον χώρο εργασίας, είτε στο διαμέρισμα που κατοικώ. Αυτό, λοιπόν, που έμαθα φυλλομετρώντας τις σελίδες τόσων και τόσων παλαιών εκδόσεων είναι πως η πιο ανεξερεύνητη ήπειρος είναι το παρελθόν μας. Εκεί υπάρχουν τα πάντα, αρκεί να μη διστάσουμε να φτάσουμε στα πάνω ράφια και να μην αρνηθούμε να ξεσκονίσουμε ό,τι μας περιέχει και ό,τι μας αφορά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!