του Νίκου Αναγνωστόπουλου*
Πραγματοποιήθηκαν, την Τετάρτη 14 Μαΐου οι φοιτητικές εκλογές, στα πανεπιστήμια όλης της χώρας. Τα εκλογικά ποσοστά, η συμμετοχή και το κλίμα σε αυτές, χαρακτηρίζεται για μια ακόμη χρονιά από στασιμότητα, παρά τα καταιγιστικά γεγονότα των τελευταίων μηνών, με τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη που χρωματίστηκαν από τη μαζική και τη συναισθηματικά φορτισμένη παρουσία της νεολαίας, και σε μια στιγμή που η κυβέρνηση επιδιώκει με επικοινωνιακές εκστρατείες «καταπολέμησης της βίας και της ανομίας» να περιορίσει περαιτέρω την ελευθερία του πανεπιστημίου.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στα επίπεδα των τελευταίων χρόνων, κινήθηκε λίγο πάνω από τις 50 χιλιάδες ψήφους, σε σύνολο περίπου 350 χιλιάδων «ενεργών» φοιτητών (ποσοστό συμμετοχής της τάξης του 15%), αποτυπώνοντας τη γενικευμένη απαξίωση του θεσμού. Για ακόμη μια χρονιά, οι παρατάξεις διαφωνούν για τον νικητή των εκλογών, με την Πανσπουδαστική Κ.Σ. (παράταξη του ΚΚΕ) και τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (παράταξη της Ν.Δ.) να διεκδικούν αμφότερες την πρωτιά, βγάζοντας διαφορετικά αποτελέσματα, καθώς σε κάποιες σχολές υπάρχουν δύο φοιτητικοί σύλλογοι (π.χ. ΔΙΠΑΕ, ΑΣΟΕΕ) ή ο σύλλογος δεν αναγνωρίζεται από κάποια παράταξη, ενώ δεν είναι λίγες και οι καταγγελίες για νοθεία.
Τα αποτελέσματα της Πανσπουδαστικής, τα οποία σε γενικές γραμμές αναγνωρίζονται από τις περισσότερες παρατάξεις, τη δείχνουν πρώτη με 33,6%. Ακολουθεί η ΔΑΠ με 24%, η ΠΑΣΠ (ΠΑΣΟΚ) με 10,9%, η ΕΑΑΚ (ΛΑΕ-ΜέΡΑ25) με 8,9%, η ATTACK (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) με 4,4%, η ΡΕΒΑΝΣ (καταγραφόταν τα προηγούμενα χρόνια ως συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ) με 3% και το Δίκτυο (Νέα Αριστερά) με 0,64% (μόλις 331 ψήφους!), ενώ περίπου 10% πήραν λοιπές φοιτητικές παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και ανένταχτα, (κυρίως) αριστερά σχήματα. Στις 3.000 ψήφους ανέρχονται λευκά και άκυρα.
Η κυβερνητική παράταξη έχοντας χάσει για τα καλά την εκλογική ηγεμονία που απολάμβανε τόσες δεκαετίες μέχρι και το τέλος της πανδημίας, τάση που συνδέεται και με τη συνολικότερη φθορά της Ν.Δ., κάνει τα τελευταία χρόνια μια ύστατη προσπάθεια επανεδραίωσης, η οποία δείχνει να μην γίνεται αποδεκτή από το φοιτητικό κόσμο, καταλήγοντας για άλλη μια χρονιά να αυτοανακηρύσσονται νικητές προτού καν ξεκινήσει η καταμέτρηση!
Μέρος της προσπάθειας αυτής και η ανοιχτή κυβερνητική / συστημική παρέμβαση στις φοιτητικές εκλογές, πέραν της «χλιαρής» τα προηγούμενα χρόνια στήριξης στη ΔΑΠ, είτε μέσω της αστυνομίας (παρουσία σε ΕΜΠ και ΑΠΘ μια βδομάδα πριν τις εκλογές, επιχείρηση το βράδυ πριν τις εκλογές για εκκένωση κατειλημμένου χώρου στη Νομική Αθηνών) είτε μέσω των πρυτανικών αρχών (παρεμπόδιση της εκλογικής διαδικασίας με άρνηση έως και μια μέρα πριν τις εκλογές, παράδοσης των εκλογικών καταλόγων από τον πρύτανη Χ. Φειδά στο ΑΠΘ, με πρόσχημα την «προστασία των προσωπικών δεδομένων».
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ανασυγκρότησης εμφανίζει και ο χώρος της κεντροαριστεράς, με το σύνθημα της «επανίδρυσης» της ΠΑΣΠ που έδωσε ο ίδιος ο Ν. Ανδρουλάκης να φέρνει ελάχιστα αποτελέσματα και τις δυνάμεις που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά να βρίσκονται κάτω από το όριο της καταγραφής.
Η ΠΚΣ από την πλευρά της, «μεθυσμένη» από την… τέταρτη συνεχόμενη πρωτιά, σπεύδει να πανηγυρίσει, αγνοώντας το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας της φοιτητικής πλειοψηφίας για τις εκλογές ή για τις φοιτητικές παρατάξεις, που πολλοί βλέπουν να εξυπηρετούν μικροπολιτικά συμφέροντα αντί να εκπροσωπούν τη φοιτητική κοινότητα. Πλήρως αποκολλημένη από μεγάλο κομμάτι του φοιτητικού κόσμου, θέτει το ψευδές δίλημμα «Εμείς ή η ΔΑΠ», κερδίζοντας μεγάλο κομμάτι όσων θέλουν να συμμετάσχουν αλλά δεν βλέπουνε κάποια άλλη εναλλακτική. Παρά τους πανηγυρισμούς όμως, δεν μπορεί να κρυφτεί το ερώτημα, σε τι βελτίωσε τη λειτουργία των σχολών, τη συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος κ.ά. η πρωτιά της ΠΚΣ. Σε αυτό δεν απαντά, επιμένοντας να διαφημίζει τους «αγώνες» στους οποίους διαχρονικά πρωταγωνιστεί, αποκρύπτοντας κάπως άγαρμπα τον κατά καιρούς αρνητικό ή πυροσβεστικό της ρόλο σε προσπάθειες οικοδόμησης ενός γνήσιου, μαζικού φοιτητικού κινήματος.
Ο κατακερματισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό στον χώρο της «άλλης» αριστεράς (ριζοσπαστικής, ανατρεπτικής κ.λπ.), με την οριστική διάσπαση των άλλοτε κραταιών ΕΑΑΚ, σε μια πανσπερμία παρατάξεων (αντίστοιχων των κομματικών αναφορών των μελών τους) και την επιμονή σε εκφυλιστικές και σεχταριστικές πρακτικές (λογική πεσιμάτων, τραμπουκισμοί και ενδοκινηματική βία) που παρατηρούνται εδώ και χρόνια, να αποτελούν σαφής αντανάκλαση του γενικότερου αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο χώρος, ακόμα και σε ένα «προνομιακό» για αυτόν πεδίο, όπως η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρά τις κάποιες προσπάθειες να αναδείξουν ζητήματα που απασχολούν το φοιτητικό σώμα και την κοινωνία γενικότερα (συζητήσεις για τον αυταρχισμό στα πανεπιστήμια, εκδηλώσεις –σε προεκλογικό χρόνο βέβαια– με συγγενείς θυμάτων των Τεμπών), σχήματα και παρατάξεις, που συσπειρώνουν ένα σημαντικό και ζωντανό δυναμικό των σχολών, αναλώνονται σε μικροκομματικές έριδες ή ασχολούνται αποκλειστικά με ψήφους, έδρες και πλαίσια, αγνοώντας μεγάλο κομμάτι φοιτητών ‒ψηφισάντων και μη– το οποίο έχει συνείδηση, δίνει το παρών, αλλά μοιάζει να μη χωράει στις προσφερόμενες «αντισυστημικές» εναλλακτικές.
Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ επίθεση στο Πανεπιστήμιο ως χώρο ελεύθερης έκφρασης ιδεών και ο βίαιος μετασχηματισμός του σε μια «αποστειρωμένη» μηχανή στις υπηρεσίες των ελίτ, όπου δε θα υπάρχει καμία αντίδραση στα κυρίαρχα αφηγήματα, αφήνει στο περιθώριο τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών / τριών. Σημαντική μερίδα αυτών ψάχνει τρόπους αντίδρασης και συμμετοχής ευρύτερα στις κοινωνικές συγκρούσεις, εντός των σχολών όμως μοιάζει να κυριαρχεί ένας παβλοφικού τύπου εγκλωβισμός σε σχήματα και μορφές πολλαπλά χρεοκοπημένες, που αναπαράγονται ελλείψει εναλλακτικής, απογοητεύοντας και αποξενώνοντας τους μη «μυημένους». Η δυνατότητα μιας άλλης πορείας είναι παρούσα, προϋποθέτει όμως το σπάσιμο αυτού του εγκλωβισμού.
* Ο Νίκος Αναγνωστόπουλος είναι φοιτητής ΔΙΠΑΕ