«Δεν πάει καλά αυτός ο άνθρωπος» – θα πείτε. Εδώ η Ελλάδα φλέγεται κι αυτός θυμήθηκε εφηβικά αναγνώσματα.

Η αλήθεια είναι πως έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας (!) από τότε που με προτροπή της μητέρας μου, καθώς ήταν από τα αγαπημένα της βιβλία, διάβασα το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» της Μπέτι Σμιθ. Γραμμένο το 1943 έχει καταχωρηθεί ως «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» και πράγματι όταν το διάβασα στη δική μου εφηβεία ένιωσα σε πολλά σημεία να ταυτίζομαι ή να συμπάσχω με τη μικρή ηρωίδα τη Φράνσι Νόλαν.

Από τα ενδιαφέροντα στοιχεία το γεγονός πως μόλις δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ελία Καζάν. Υπήρξε μάλιστα το σκηνοθετικό του ντεμπούτο που στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Οι άνθρωποι συνέρρευσαν στις αίθουσες για να το δουν και παράλληλα απέσπασε δυο βραβεία Όσκαρ: Β΄ Ανδρικού Ρόλου για τον Τζέιμς Νταν (στον ρόλο του πατέρα Τζόνι Νόλαν) και Ερμηνείας από νεαρή ηθοποιό στην Πέγκι Αν Γκάρνερ που έπαιξε τη Φράνσι.

Και να που τώρα, από περιέργεια αλλά και με τη σκέψη πως μπορεί να με περιμένει μια απογοήτευση για ένα βιβλίο που διάβασα πριν τόσα χρόνια, το έπιασα ξανά στα χέρια μου καθώς κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Μαρίας Φακίνου.

Με συνεπήρε πάλι!

Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που θέλησα να μιλήσω γι’ αυτό σήμερα, αλλά γιατί με έπιασε μια βαθιά μελαγχολία για το πως αντιμετωπίζουμε σήμερα τα πράγματα.

Η Μπέτι Σμιθ δεν περιγράφει μια ειδυλλιακή ζωή, ούτε ωραιοποιεί καταστάσεις. Μιλά για εποχή ακραίας φτώχειας, που για αν επιβιώσεις έπρεπε να εξαντλήσεις την επινοητικότητά σου. Έξι καρβέλια μπαγιάτικο ψωμί μπορούσαν αν σου εξασφαλίσουν το φαγητό για μια εβδομάδα με τον κατάλληλο χειρισμό. Με βάση το καρβέλι που αγόραζε η φτωχολογιά από μαγαζί που είχε επιστροφές προσπαθούσε να τραφεί μια ολόκληρη οικογένεια.

Μετρούσαν την κάθε πεντάρα… Τα παιδιά μάζευαν πράγματα από τα σκουπίδια και τα πουλούσαν στο κατάλληλο μαγαζί για να αγοράσουν λίγα ζαχαρωτά, κάποιο ψευτοπαιχνίδι ή και αν συμβάλλουν στα οικονομικά της οικογένειας.

Όμως μέσα σε αυτή την ακραία φτώχεια άνθιζε και η ελπίδα. Μπορούσες να προσβλέπεις σε ένα διαφορετικό μέλλον, αρκεί να πάλευες σκληρά γι’ αυτό.

Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα κι είναι εντυπωσιακά αυτά που γράφει για τα σωματεία και τον συνδικαλισμό. Σήμερα, 100 χρόνια και πλέον μετά, πάμε ολοταχώς προς τα πίσω. Διαβάστε τη λέει ο πατέρας (Τζόνι) στη κόρη του για το Σωματείο: «…Πριν μπω στο Σωματείο, τα αφεντικά μου έδιναν όσα τους κάπνιζε. Καμιά φορά δεν μου έδιναν φράγκο. Θα τα ‘βγαζα από τα φιλοδωρήματα, έλεγαν. Ορισμένα μαγαζιά μάλιστα με χρέωναν κι από πάνω, επειδή μου έκαναν τη χάρη να δουλεύω σ’ αυτά… Μετά μπήκα στο Σωματείο. Κακώς δυσανασχετεί η μητέρα σου με τη συνδρομή. Το Σωματείο μου βρίσκει δουλειές σε μαγαζιά όπου το αφεντικό είναι υποχρεωμένο να μου δίνει συγκεκριμένο μεροκάματο, ανεξάρτητα από τα φιλοδωρήματα. Όλα τα επαγγέλματα θα έπρεπε να έχουν σωματεία…»

Μπορείτε να κάνετε τις συγκρίσεις με το σήμερα και την απουσία ταξικής συνείδησης στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων.

Όμως από τα πιο συγκλονιστικά σημεία του βιβλίου είναι τα όσα λέει η αναλφάβητη γιαγιά, που ήρθε από την Αυστρία αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, στη κόρη της και μητέρα της Φράνσι.

Την παρακινεί να διαβάζει κάθε βράδυ στα παιδιά της από μια σελίδα από τη Βίβλο και από τον Σαίξπηρ: «…κι ας μη καταλαβαίνεις η ίδια τι γράφει, κι ας μη μπορείς να πεις σωστά τα λόγια. Πρέπει να το κάνεις, ώστε το παιδί να μεγαλώσει και να ξέρει τι είναι σπουδαίο και σημαντικό – να ξέρει ότι τούτα τα φτωχικά σπίτια στο Γουίλιαμσμπεργκ δεν είναι ολόκληρος ο κόσμος».

Κι ακόμη την παρακινεί να αφηγείται θρύλους και παραμύθια της πατρίδας της. Να μιλάει για νεράιδες, φαντάσματα και ξωτικά. Να τους μιλά και για τον Άι Βασίλη.

Στην ένσταση της κόρης της πως όλα αυτά είναι φανταστικά, απαντά με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο: «Το παιδί πρέπει να αποκτήσει κάτι πολύτιμο που λέγεται φαντασία. Πρέπει να έχει έναν μυστικό κόσμο στον οποίο να κατοικούν πλάσματα που ποτέ δεν υπήρξαν. Είναι σημαντικό να πιστεύει. Πρέπει να ξεκινήσει τη ζωή του πιστεύοντας σε πράγματα που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο…»

Η μητέρα της Φράνσι έχει την ένσταση πως όταν τα παιδιά ανακαλύψουν την αλήθεια θα απογοητευθούνε. Και πάλι η γιαγιά είναι αφοπλιστική:

«Αυτό σημαίνει μαθαίνω την αλήθεια. Καλό είναι αν τη μαθαίνει κανείς την αλήθεια μόνος του. Όπως είναι επίσης καλό πρώτα να πιστεύεις ολόψυχα και μετά να μη πιστεύεεις καθόλου. Έτσι τα συναισθήματα γίνονται πιο πλούσια και ανθεκτικά»

Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω εδώ όλο τον διάλογο.

Σκέφτομαι πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουμε σήμερα τα πράγματα σε κάθε επίπεδο. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις χάνονται, τα παιδιά μαθαίνουν από βρέφη πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα, αλλά δυστυχώς αυτό δεν μας καθιστά ελεύθερους, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης, αλλά σκλάβους.

Το πιο αισιόδοξο μήνυμα γι’ αυτή την εποχή των διαψεύσεων, είναι πως επειδή πιστέψαμε, ακόμη μπορούμε να αντέξουμε. Κι ίσως να βρούμε καινούργιους δρόμους…

Η βουτιά στο παρελθόν είναι πολλές φορές χρήσιμη για το μέλλον.

Για να δούμε κι εμείς τον κόσμο μέσα από τα φυλλώματα του ταπεινού δέντρου. Όπως η Φράνσι Νόλαν!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!