του Κώστα Βενιζέλου
Η Τουρκία αναζητούσε άλλοθι, χρόνο και ανάσες για να προχωρήσει χωρίς αντιδράσεις στην υλοποίηση των επεκτατικών της σχεδιασμών. Και χωρίς να έχει κόστος. Στη φιέστα της συνόδου του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν ήταν πρωταγωνιστής. Συναντήθηκε με όλους τους ηγέτες των χωρών που έχει διαφορές και άνοιξε κανάλια επικοινωνίας. Με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν και τον πρωθυπουργό της Ελλάδος Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι διαφορές, ανέφεραν όλοι, παραμένουν ακουμπώντας εν πολλοίς στο γεγονός ότι «έσπασε ο πάγος», όπως αναφέρθηκε από ελληνικής πλευράς.
Η Ελλάδα τι έχει κερδίσει από τη συνάντηση αυτή; Ένα «ήρεμο» καλοκαίρι, όπως ειπώθηκε αρμοδίως. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία επενδύουν στον τουρισμό και ως εκ τούτου η αποφυγή εντάσεων ενδεχομένως να εξυπηρετεί αμφότερες τις πλευρές. Το ζητούμενο είναι πόσο θα αντέξει σε αυτή τη δέσμευση ο Ερντογάν. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος γι’ αυτό καθώς ο πρόεδρος της κατοχικής δύναμης δεν τηρεί ποτέ τα συμφωνηθέντα. Βρίσκει τρόπους να… ξεγλιστράει. Και το Κυπριακό; Το έθεσε, αναφέρουν οι πληροφορίες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά ο Ερντογάν ήταν αδιάφορος. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Όπως δεν ήθελε να το συζητήσει με την Μέρκελ, τον Τζόνσον, τον Μπάιντεν, όταν του το ήγειραν στις διμερείς κατ’ ιδίαν συναντήσεις, που είχαν μαζί του. Προφανώς και ο Ερντογάν θέλει να θέσει εκτός των συζητήσεών του το Κυπριακό καθώς από τη μια δεν επιθυμεί να σταματήσει την υλοποίηση των σχεδιασμών του και από την άλλη επιχειρεί να απομονώσει τη Λευκωσία.
Πώς χειρίζεται η Αθήνα τις εξελίξεις;
Στην Αθήνα πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές ελίτ θεωρούν πως το Κυπριακό δεν πρέπει να είναι εμπόδιο στις συζητήσεις με την Άγκυρα. Θεωρούν πως θα πρέπει να αποσυνδεθεί το Κυπριακό από τα ελληνοτουρκικά.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι και άρθρο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Ιωακειμίδη στην εφημερίδα Τα Νέα (8/6/2021). Ο ομότιμος καθηγητής προβαίνει σε μια παραδοχή, την οποία στη Λευκωσία εδώ και καιρό είχαν διαπιστώσει. Αναφέρει πως «φαίνεται πως έχει επέλθει ένα άτυπο decoupling των ελληνοτουρκικών με το κυπριακό ζήτημα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι σιωπηρώς έχει γίνει αποδεκτό ότι ρεαλιστική προοπτική για την προώθηση οποιασδήποτε επίλυσης του Κυπριακού δεν υπάρχει, πολύ περισσότερο μετά τις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής 30 Μαΐου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις οποίες οι ελληνοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις που θα ήθελαν μια λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ) υποχώρησαν εκλογικά, ενώ στην άλλη πλευρά (Τουρκοκύπριοι, Άγκυρα) η εμμονή στη λύση των δύο κρατών ισχυροποιείται. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση η οποιαδήποτε προοπτική για λύση μετατίθεται για μετά τις προεδρικές εκλογές του 2023 στην Κύπρο.»
Ο Μητσοτάκης επένδυσε στα «ήρεμα του Αιγαίου», χωρίς να σκεφτεί τα μπουρίνια που έρχονται
Υπάρχει, λοιπόν, μια θεώρηση σύμφωνα με την οποία δεν συνδέεται η ένταση στο Αιγαίο με αυτήν στην Κύπρο και τανάπαλιν. Επενδύουν στα «ήρεμα νερά» του Αιγαίου κι ας υπάρχουν φουρτούνες στην κυπριακή ΑΟΖ. Η Άγκυρα έχει εξαγγείλει πως ο Ερντογάν στις 20 Ιουλίου, ανήμερα της επετείου της εισβολής, θα ανακοινώσει νέες αποφάσεις, που θα είναι, όπως είπε ο ίδιος, «διεθνούς ενδιαφέροντος». Είναι ξεκάθαρο πως ο Ερντογάν θα συνδέσει την παρουσία του στα κατεχόμενα με νέα τετελεσμένα.
Τότε προφανώς θα «μετρήσουμε» και την αντίδραση των εταίρων φίλων μας πόσο ακόμη θα καλύπτουν την Άγκυρα. Όπως η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ. Θα φανεί, όμως και πόσο «ήρεμα» θα είναι τα νερά του Αιγαίου.
Γιατί και η μη αντίδραση θα εκληφθεί ως αδυναμία, όπως έγινε το 2019, που η Τουρκία δοκίμασε τα αντανακλαστικά της Αθήνας όταν παρανομούσε στην κυπριακή ΑΟΖ και όταν είδε μια φοβική αντιμετώπιση προχώρησε σε κινήσεις στην ελληνική θαλάσσια περιοχή.
Το σκηνικό το έστησε το καθεστώς Ερντογάν και του βγήκε. Είναι προφανές πως η Άγκυρα χρειάζεται άλλοθι για το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Παράλληλα επιθυμεί να βρεθούν τρόποι για να υπάρξει συνεννόηση με τις ΗΠΑ.
Είναι πρόδηλο ότι η ιμπεριαλιστική Τουρκία αναζητά άλλοθι και προφανώς το εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό. Άφησε ανοικτό παράθυρο να συζητήσει τις διαφορές με τους Αμερικανούς καθώς και με την Ελλάδα, τους Ευρωπαίους. Η κατοχική Τουρκία δεν αλλάζει θέση, στάση, αλλά θέλει να συντηρεί μιας μορφής διάλογο. Ακόμη και παράλληλων μονολόγων, όπως έγινε κατά το πλείστον στη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Κερδίζει χρόνο αλλά και έδαφος σε ό,τι αφορά τις επεκτατικές της επιδιώξεις.
Ο ηγέτης της κατοχικής δύναμης στη φιέστα του ΝΑΤΟ κατάφερε να μην έχει κόστος σε σχέση με το Κυπριακό και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αυτό ήθελε αυτό πήρε μαζί με το άλλοθι, το οποίο του προσφέρθηκε απλόχερα.
Μετατρέπουν τα κατεχόμενα σε μεγάλη στρατιωτική βάση
Η Τουρκία χρησιμοποιεί τα κατεχόμενα ως ορμητήριο και προχωρεί στην κατασκευή στρατιωτικών υποδομών. Η αναβάθμιση του παράνομου αεροδρομίου του κατεχόμενου Λευκόνοικου και η κατασκευή ναυτικής βάσης στο Μπογάζι, αποτελούν μέρος αυτών των σχεδιασμών. Για την ακρίβεια επιχειρείται μέσω αυτών των βάσεων να μπορεί να ελέγχει την περιοχή. Να μπορεί να ξεκινά στρατιωτικές επιδρομές και επιχειρήσεις σε χώρες της περιοχής. Η αεροπορική βάση είναι σχεδόν έτοιμη καθώς τα έργα αναβάθμισης συνεχίζονται και πέραν από τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2-UAV, προσεχώς θα σταθμεύουν και μαχητικά αεροσκάφη, που θα αναλαμβάνουν αποστολές από την κατεχόμενη Κύπρο.
Αυτό σημαίνει πρακτικά πως η Κύπρος θα χρησιμοποιείται ως μεγάλη στρατιωτική βάση και στο στόχαστρο θα βρίσκονται «εχθρικές» για την Άγκυρα χώρες της περιοχής ή ακόμη και δυνάμεις, που θεωρεί η κατοχική δύναμη ότι βρίσκονται στην αντίπερα με αυτήν της Τουρκίας.
Οι κινήσεις αυτές της Άγκυρας προφανώς και εξηγούν για μια ακόμη φορά γιατί είναι σημαντική η Κύπρος για τους στρατηγικούς της στόχους και τις επεκτατικές της επιδιώξεις. Την ίδια ώρα, σαφώς και απομακρύνει τις προοπτικές επίτευξης συμφωνίας στο Κυπριακό. Είναι προφανές πως, για την Άγκυρα, η Κύπρος αποτελεί το προκεχωρημένο φυλάκιό της, το οποίο διευκολύνει τα παιχνίδια της στην ευρύτερη περιοχή. Είναι δε γι’ αυτό που ροκανίζει τον χρόνο, αξιοποιεί τις διαδικασίες ως άλλοθι για να προχωρεί και να εκπληρώνει τα σχέδιά της. Είναι γι’ αυτό που χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση από την ελληνική πλευρά στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Επείγει η εγκατάλειψη της πολιτικής του κατευνασμού και των φοβικών συνδρόμων.