fbpx

Οικονομικές σχέσεις και μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας

Βασική και καταστατική προϋπόθεση όταν τίθεται υπό συζήτηση η οικονομική πολιτική της χούντας είναι να διευκρινιστεί ότι, παρά τις επί τω χειρίστω τροποποιήσεις που επέφερε, ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις οικονομικές στρατηγικές που δρομολογήθηκαν όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην ουσία επρόκειτο για την εφαρμογή ενός σχεδιασμού που εγκαινιάστηκε με το σχέδιο Μάρσαλ και μορφοποιήθηκε από τις οικονομικές προτεραιότητες μιας ελληνικής αστικής τάξης, όπως αυτή προέκυψε δυνάμει των συνθηκών που επικράτησαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και η οποία δρομολόγησε έναν συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. Αυτές προσδιορίστηκαν από την πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στις σχέσεις εξάρτησης που οικοδόμησε ο διεθνής καπιταλισμός στις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Η ανανεωτική κομμουνιστική Αριστερά στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (1972-1973)

Το φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, αναμφίβολα απετέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της περιόδου 1967-1974. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτό δεν ήταν άσχετοι με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, την περίοδο εκείνη, η ελληνική Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η επιθετικά κατασταλτική πολιτική των συνταγματαρχών, οι ενδοκομμουνιστικές έριδες και η ανοχή που επέδειξε για αρκετό χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία, είχαν ως αποτέλεσμα την περιορισμένη και αναποτελεσματική αντιστασιακή δράση στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας.

21η Απριλίου 1967: Η κατάληξη μιας χρόνιας πολιτικής κρίσης και η έναρξη μιας...

Εγχώριες και διεθνείς διαστάσεις. Του Δημήτρη Στεμπίλη.

Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974: Εγχώριες και διεθνείς διαστάσεις

Οι «Δρόμοι της Ιστορίας» με αφορμή την 44η επέτειο από το απριλιανό πραξικόπημα και τη βύθιση της Ελλάδας στο επτάχρονο σκοτάδι της καταπίεσης και της βίας παρουσιάζουν ένα διπλό αφιέρωμα σε δύο συνεχόμενα τεύχη του Δρόμου για την περίοδο αυτή. Σκοπός μας είναι να υπενθυμίσουμε γεγονότα και διεργασίες που συντελέστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και να αναδείξουμε κάποια ιδιαίτερα θέματα.
Η θεματολογία του πρώτου μέρους του αφιερώματος ξεκινάει με μια καταρχήν παρουσίαση και ανάλυση της περιόδου πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα. Έχουν γραφεί πάρα πολλά από ιστορικούς, δημοσιογράφους, μελετητές και πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα της περιόδου αλλά ακόμα μένουν πολλά να ειπωθούν στο πλαίσιο της ιστορικής ανάλυσης αφού οι συνέπειες της χούντας για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου επηρεάζουν ακόμα και σήμερα πολιτικές συμπεριφορές και στάσεις. Το πολιτικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, που σύμφωνα με τις περισσότερες σύγχρονες πολιτικές αναλύσεις βρίσκεται στο τέλος του, δημιουργήθηκε από τα απομεινάρια της προδικτακτορικής περιόδου αλλά και από την ανάγκη να μην  βρεθεί ποτέ ξανά ο ελληνικός λαός κάτω από τα δεσμά της απολυταρχίας και του ολοκληρωτισμού στερούμενος των βασικών δικαιωμάτων του.
Η περίοδος της χούντας όπως ονομάστηκε, δανειζόμενη το όνομά της από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, δεν ήταν μια στατική περίοδος, ένα διάλειμμα της ελληνικής πολιτικής ζωής όπως τις περισσότερες φορές εμφανίζεται. Αποτελεί μια απόληξη της μετεμφυλιακής περιόδου και του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους που είχε στηριχθεί στον αντικομουνισμό, στην προσπάθεια για μια ανάπτυξη δυτικού τύπου με ενδογενείς αντιφάσεις, στην επέμβαση του ξένου παράγοντα αλλά και στην ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος που έχει ως αναφορά την κυνηγημένη Aριστερά μετά την ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο αλλά και τις  σύγχρονες ανάγκες που προέκυψαν τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Βασικά αιτήματα παρέμεναν ο εκδημοκρατισμός της χώρας, η συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα και η βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών με τη διεκδίκηση οικονομικών παροχών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στην περίοδο της χούντας  θα έρθουν όλα τα αιτήματα της προδικτατορικής περιόδου να μετουσιωθούν με αργούς ρυθμούς σε αντιδικτατορικό κίνημα που θα εκφρασθεί από την ελληνική νεολαία και το φοιτητικό κίνημα, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Νομικής και την εξέγερση του Πολυτεχνείου που θα σηματοδοτήσει και την αρχή του τέλους για το καθεστώς.
Τα αίτια και οι αφορμές όμως του απριλιανού πραξικοπήματος παραμένουν ένα ενδιαφέρον πεδίο για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε πολλά από αυτά που συντελέστηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας. Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος, στο τεύχος 62 που θα κυκλοφορήσει τη Μεγάλη Παρασκευή 22 Απριλίου θα βρείτε ένα εκτενές αφιέρωμα στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσα από τα αρχεία του με πλούσιο υλικό από φωτογραφίες, ντοκουμέντα και άλλα υλικά από τις οργανώσεις της Αριστεράς και όχι μόνο.
Σε αυτό το τεύχος:

 

21η Απριλίου 1967: Η κατάληξη μιας χρόνιας πολιτικής κρίσης και η έναρξη μιας σκοτεινής περιόδου, του Δημήτρη Στεμπίλη

Η ανανεωτική κομμουνιστική Αριστερά στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (1972-1973),  Αργύρης Υφαντόπουλος

Οικονομικές σχέσεις και μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, του Μιχάλη Λυμπεράτου

Οι σχέσεις της χούντας με τη Λιβύη και ο αμερικανικός φόβος περί «Ελλήνων Καντάφηδων», του Παναγιώτη Κουργιώτη

«Εσείς εκτελέσατε τη Δημοκρατία…», ο Μανώλης Γλέζος θυμάται την πρώτη μέρα της χούντας

Το 1821 και οι αναγνώσεις του

Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε το ιδρυτικό γεγονός της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Σε αυτήν την κορυφαία πολιτική πράξη συμπυκνώθηκαν πολύχρονες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες οι οποίες με τη σειρά τους επιταχύνθηκαν αλλά και άλλαξαν μέσα στην διαδικασία της Επανάστασης. Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος υπήρξε το αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών, ενίοτε αντιφατικών διεργασιών, μια ενότητα που περίκλειε όλες αυτές τις αντιθέσεις και με τη σειρά του γεννούσε νέες που ορίζονταν από ένα νέο πολιτικό πεδίο με τις δικές του κατηγορίες και έπρεπε να απαντήσει στις ανάγκες της εθνικής πολιτικής συγκρότησης. Του Γιάννη Σκαλιδάκη.

Φεμινισμός είναι η πράξη

Ποιο ακριβώς ήταν το τίμημα; Πόσο ακριβά αγοράστηκε η όση ελευθερία, τα όσα δικαιώματα, η όση ισότητα «απολαμβάνουν» σήμερα, τουλάχιστον στη Δύση, οι γυναίκες;
Όταν τον Γενάρη του 1872 στο Συνέδριο της Ουάσινγκτον για τα Γυναικεία Δικαιώματα παρουσιάστηκε η υποψηφιότητα της Βικτώρια Κ. Γούντχαλ, ως πρώτης γυναίκας υποψηφίου για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, η συζήτηση στράφηκε στο θέμα των «υπέρ» ή «κατά» της γυναικείας ψήφου θέσεων των μεγάλων αμερικανικών κομμάτων. Η Σούζαν Άντονι, χωρίς να ζητήσει το λόγο, σηκώθηκε από το προεδρείο, στάθηκε στη μέση της εξέδρας και είπε: «Οι γυναίκες έχουν δικό τους όνομα και δικές τους αρχές. Έχουμε το δικό μας χαρταετό να πετάξουμε. Θα βοηθήσω όποιο κόμμα είναι υπέρ της γυναικείας ψήφου, αλλά δεν θα γίνω φιογκάκι στην ουρά κανενός κομματικού χαρταετού». Οι γυναίκες, γράφει ο ανταποκριτής της Ουάσινγκτον Ποστ, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και τότε η Άντονι, «με μια βίαιη κίνηση, πέταξε το σάλι της από τους ώμους της και είπε: Γελάστε όσο θέλετε. Μιλάω δημόσια γι’ αυτήν την υπόθεση πάνω από 20 χρόνια και έχω ακούσει όλες τις βρισιές. Το μόνο που δεν με είπαν ποτέ ήταν αξιοπρεπή. Αν ήθελα να γίνω διάσημη, μπορούσα να το καταφέρω χωρίς να το πληρώσω τόσο ακριβά. Τα κόμματα μας λένε να περιμένουμε, μας λένε ότι θα έρθει η ώρα μας. Βαρέθηκα να περιμένω. Μια υπογραφή σ’ ένα χαρτί θα έφτανε για να χειραφετηθούν πολιτικά οι γυναίκες. Τους κατηγορώ ότι δεν είναι ούτε Ρεπουμπλικανοί ούτε Δημοκράτες. Είκοσι χρόνια αγωνίζομαι στη δημόσια αρένα για ίσα δικαιώματα και είκοσι χρόνια υφίσταμαι χλευασμούς και περιφρόνηση. Η Βικτώρια είναι νέα, όμορφη και πλούσια. Αν χρειάζονται νιάτα, ομορφιά και πλούτη για να καταλάβουμε το Κογκρέσο, τότε η Βικτώρια είναι η γυναίκα που χρειαζόμαστε. Με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι αν ξέρω το παρελθόν της κυρίας Γούντχαλ. Και τους είπα πως δεν με ενδιαφέρει να το μάθω. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν ανθρώπινο πλάσμα με μορφή ανδρός να μου ζητήσει να διακόψω τη συνεργασία μου με οποιαδήποτε γυναίκα. Γιατί μία γυναίκα σήμερα δεν είναι παρά αυτό που την έκαναν οι άντρες να είναι».
Η δημόσια χλεύη είναι το πρώτο που έχει να υποστεί η γυναίκα που μιλάει δημόσια. Στο κάτω-κάτω, «δημόσια γυναίκα» είναι η εκδιδόμενη γυναίκα, ενώ «δημόσιος άντρας» είναι ο άντρας στην υψηλότερη, πολιτικότερη και ηγετικότερη εκδοχή του. Αλλά όταν η χλεύη δεν σταματάει τις γυναίκες, υπάρχουν πάντα και άλλοι τρόποι. Η συκοφαντία, η δυσφήμιση, η συστηματική παραποίηση των έργων και των λόγων. Και μετά η αστυνομική παρακολούθηση (το πρώτο κίνημα για την παρακολούθηση του οποίου η αστυνομία χρησιμοποίησε κάμερες, ήταν το γυναικείο κίνημα της Βρετανίας το 1913 και το κίνημα που έχει τον μεγαλύτερο φάκελο στα αρχεία του FBI, μεγαλύτερο και από αυτόν του Κ.Κ. των ΗΠΑ, είναι το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα της περιόδου ’68-’75). Και μετά η φυλάκιση, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικά άσυλα, τα βασανιστήρια. Κι όλα αυτά «για λίγη δικαιοσύνη», όπως έλεγε η Σούζαν Άντονι.
Τον 19ο αιώνα και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, η ελάχιστη δικαιοσύνη ήταν η πολιτική χειραφέτηση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ψήφου προέκυψε από τον εξευτελισμό του αποκλεισμού. Όταν το 1846, στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά της Δουλείας στο Λονδίνο, απαγορεύτηκε στις γυναίκες αντιπροσώπους των ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις διαδικασίες, έγινε ολοφάνερο πως ήταν ειρωνικά μάταιο να αγωνίζονται (παίρνοντας αδιανόητα ρίσκα) για την ελευθερία των άλλων, την στιγμή που οι ίδιες δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της συμμετοχής. Αλλά η διεκδίκηση συμμετοχής στα πολιτικά δικαιώματα πολύ γρήγορα έγινε διεκδίκηση συμμετοχής στην εκπαίδευση, την οικονομική ανεξαρτησία, τον λόγο, την πράξη. Και, χωρίς ακόμα να λέγεται εντελώς καθαρά, διεκδίκηση αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού, άρα δικαίωμα αυτονομίας του γυναικείου σώματος. Το σώμα μας, ο εαυτός μας – από τότε.
Το σώμα δέχεται πρώτο αυτό την ταπείνωση και την καταπίεση του ετεροπροσδιορισμού. Δέχεται πρώτο την επιβολή. Και προσχωρεί πρώτο στην πράξη της επανάστασης. Κι ας μοιάζει σαν οι διεκδικήσεις που αφορούν την ανεξαρτησία του γυναικείου σώματος να ήρθαν, ιστορικά μιλώντας, τελευταίες (με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, δηλαδή μετά το 1965). Γιατί όταν οι γυναίκες «βγήκαν», μεταφορικά, αλλά κυρίως κυριολεκτικά, από τον ιδιωτικό χώρο και διεκδίκησαν τον δημόσιο, αυτό που, μεταφορικά αλλά κυρίως κυριολεκτικά, βγήκε προς τα έξω για να διεκδικήσει και να εκτεθεί, ήταν το σώμα τους.
Η γυναικεία πράξη και, πολύ περισσότερο, η φεμινιστική πράξη είναι, σχεδόν εξ ορισμού, καταρχήν σωματική.
Ίσως γι’ αυτό οι γυναίκες εφηύραν ως πολιτικό όπλο την απεργία πείνας (το 1909). Η απεργία πείνας μεταφέρει την πολιτική διεκδίκηση στο επίπεδο του σώματος. Στο κοινωνικό επίπεδο, οι γυναίκες σιτίζονταν πάντα και σε κάθε κοινωνία λιγότερο καλά από τους άντρες. Στο ψυχικό επίπεδο, η οικειοθελής στέρηση της τροφής, σήμερα γνωστή ως νευρική ανορεξία, ήταν ένας τρόπος να δηλωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αναπόδραστη καταπίεση και την επιθυμία της διαφυγής. Οι γυναίκες που δεν άντεχαν τη βιαιότητα της αντρικής εξουσίας στα σπίτια τους, έπαυαν να τρώνε. Οι γυναίκες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρατική εξουσία στις φυλακές ανακάλυψαν ως όπλο την απεργία πείνας. Οι περιγραφές της βίαιης σίτισης (με ένα σωλήνα που, περνώντας από τα ρουθούνια και ξεσκίζοντας τον οισοφάγο, άδειαζε υγρή τροφή στα στομάχια των κρατούμενων γυναικών) μοιάζουν με περιγραφές βιασμού. Αλλά αν ο πραγματικός βιασμός είναι το απόλυτο όπλο στον ακήρυχτο πόλεμο κατά των γυναικών, ο μεταφορικός βιασμός της βίαιης σίτισης αποδείχθηκε ανεπαρκής. Γιατί οι γυναίκες που την υπέστησαν δεν κάμφθηκαν. Ακόμα χειρότερα, δημοσιοποίησαν τη φρίκη. Και η δημοσιοποίηση, η δημόσια έκθεση του σώματος και του λόγου τους, ήταν τελικά η αποτελεσματικότερη φεμινιστική πράξη σε ένα αγώνα που δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Όταν, μισό αιώνα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μια άλλη γενιά γυναικών ξανάπιασε το κομμένο νήμα του φεμινισμού, ήταν λογικό το γυναικείο σώμα να βρεθεί στο επίκεντρο των διεκδικήσεων και να γίνει το επίκεντρο της φεμινιστικής πράξης. Ο αγώνας για γυναικείο έλεγχο της μητρότητας και των αναπαραγωγικών λειτουργιών, ο αγώνας για ελεύθερη ασφαλή αντισύλληψη και ελεύθερη ασφαλή έκτρωση, ο αγώνας κατά του βιασμού, κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, κατά της πορνογραφίας, ήταν τα επιμέρους κεφάλαια ενός ενιαίου αγώνα για το δικαίωμα των γυναικών να κατέχουν, αυτές και μόνον αυτές, επιτέλους, το ίδιο τους το σώμα.  
Στην «Τζέιν», την Παράνομη Υπηρεσία Εκτρώσεων, που ιδρύθηκε το 1969 στο Σικάγο, συμμετείχαν πάνω από 3.000 νέες γυναίκες και ώς το 1973, όταν νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις στις ΗΠΑ, έκαναν πάνω από 12.000 παράνομες εκτρώσεις. Στην αρχή απλώς βοηθούσαν τις γυναίκες να βρουν γιατρό και πρόσφεραν ψυχολογική και πρακτική στήριξη, μετά επέβαλαν στους γιατρούς τους δικούς οικονομικούς και δεοντολογικούς όρους, μετά έγιναν παραϊατρικοί βοηθοί στις επεμβάσεις, μετά έμαθαν να προκαλούν ασφαλείς αποβολές σε γυναίκες που είχαν περάσει το πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης, και στο τέλος έμαθαν να κάνουν οι ίδιες τις αποξέσεις. 12.000 παράνομες, αλλά εντελώς ασφαλείς εκτρώσεις, μέσα σε ανθρώπινες συνθήκες. Kάνοντας πράξη (και μάλιστα άκρως παράνομη) τη φεμινιστική διεκδίκηση, η «Τζέιν» εντάχθηκε σε μία πανάρχαια γυναικεία παράδοση μαιευτικής. Πολύ περισσότερο, έδωσε ένα νέο νόημα σ’ αυτήν την παράδοση, το νόημα της συνειδητής στάσης και του δικαιώματος στην ελεύθερη επιλογή για όποιο θέμα αφορά το σώμα μας. Δηλαδή, τον εαυτό μας.
Η φεμινιστική πράξη είναι πάντα προκλητική. Κυρίως εξαιτίας της άκρας σωματικότητάς της. Κυρίως επειδή εκθέτει το γυναικείο σώμα διεκδικώντας την απελευθέρωσή του από τους έξωθεν προσδιορισμούς. Κυρίως γιατί θυμίζει πως είμαστε το σώμα μας και πως η ελευθερία είναι πρώτ’ απ’ όλα ελευθερία του σώματος.

 

Ένα συνέδριο για τον Μεσοπόλεμο

Στις 14-16 Ιανουαρίου 2011 διοργανώθηκε από το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιστημονική συνάντηση με αντικείμενο μελέτης την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Την οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου, «Νέες προσεγγίσεις στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, 1922-1940», αποτελούσαν οι Ραϋμόνδος Αλβανός, Πολυμέρης Βόγλης, Δημήτρης Κουσουρής, Αλεξάνδρα Πατρικίου, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός και Μενέλαος Χαραλαμπίδης.  Μιλήσαμε με τον Ραϋμόνδο Αλβανό.

«Τα δυτικά προάστια», πρόσφυγες και λαϊκός πολιτισμός

Από το περιθώριο στη διαμόρφωση ενός διακριτού κοινωνικού και πολιτισμικού πόλου. Του Κώστα Παλούκη.

Πρόσφυγες και γηγενείς, μια δύσκολη συμβίωση

Όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων στην μεσοπολεμική Αθήνα. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη.

Στοιχεία για τη συλλογική οργάνωση των προσφύγων στην πρωτεύουσα και τη σχέση τους με...

Η υποδοχή, η εγκατάσταση και η ενσωμάτωση περίπου 1.500.000 προσφύγων σε μια χώρα που είχε υποστεί τις συνέπειες δέκα χρόνων πολέμων, ήταν μια διαδικασία μακρόχρονη και εξαιρετικά δύσκολη. Σε αυτό το άρθρο, θα δώσουμε στοιχεία για τη συλλογική οργάνωση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά και το ρόλο αυτής στη διαδικασία της εγκατάστασης και της ενσωμάτωσης. Του Γιάννη Σκαλιδάκη.