Αποχαιρετίσαμε πολλούς φίλους αυτά τα χρόνια. Όταν έχουμε την ίδια περίπου ηλικία η γεύση είναι πιο πικρή· «είχε ακόμα να δώσει», λέμε, σαν να ζητάμε πίστωση χρόνου για τον ίδιον τον εαυτό μας. Λες και δεν είναι αρκετά εξήντα-εξηνταπέντε χρόνια για να ζήσει κάποιος μια πλούσια σ’ εμπειρίες ζωή, εάν θέλει να της ανοιχτεί, και για ν’ αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα, εάν έχει κάτι σημαντικό ν’ αφήσει… Ο Γιώργος Μερτίκας και ήθελε και είχε. Αν έδωσε όλα όσα μπορούσε να δώσει δεν θα το πω. Δεν θα πω για την καλλιέργεια, την κάποτε αυτοανασταλτική συγγραφική του σεμνότητα, τόσο αντίθετη με το σπάταλο δόσιμό του στην απόλαυση της συντροφιάς, τη ζεστασιά της παρουσίας του και μια ευγένεια που μπορούσε να σκιάζεται από αναθυμιάσεις πικρίας χωρίς ν’ αποβαίνει μικρόκαρδη μνησικακία… Μια συστάδα σύντομων αλλά πάντα μεστών και ιδιοσυγκρασιακών δοκιμιακών γραπτών σκόρπια σε αριστερά ή αντιεξουσιαστικά περιοδικά κι εφημερίδες (στα περισσότερα από τα οποία συστεγαστήκαμε περιστασιακά), μια κάπως μεγαλύτερη σειρά βαρυσήμαντων μεταφράσεων πολιτικής θεωρίας (σαν να έδινε περισσότερη άδεια στον εαυτό του να εκφραστεί όταν μιλούσε μέσ’ από τη φωνή κάποιου άλλου) κι ένα σημαδιακό για τα χρόνια της κοινής μας νεότητας περιοδικό κοινωνικής φιλοσοφίας, το Λεβιάθαν, είναι η πνευματική του παραγωγή. Διόλου ασήμαντη· αλλά δεν είναι αυτά για οποία θέλω να μιλήσω εδώ, πράγμα που έκαναν ήδη άλλοι «δικοί μας» άνθρωποι (και θα ξανακάνουν πιστεύω στο μέλλον).
Θέλω να μιλήσω για κάτι το αναντικατάστατο που ο Γιώργος εκπροσώπησε, που το ζούμε να χάνεται λίγο-λίγο και που ένα κομμάτι του αποχαιρετίσαμε μαζί του. Είναι το σπάνιο είδος τής μη πανεπιστημιακής διανόησης, το φύραμα των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών που διασώζει τον ανυπότακτο χαρακτήρα της σκέψης. Ανθίζει σε περιόδους ρευστότητας που εγκυμονούν κατακλυσμιαίες μεταβάσεις, για το καλό ή το κακό, ζυμωμένο με την ιστορική ανησυχία και το πάθος της εξέγερσης, για το οποίο η καλλιέργεια και ο στοχασμός δεν είναι άσκηση σχολικής πειθαρχίας αλλά ζωτική λειτουργία όσο η αναπνοή. Στην Ελλάδα άνθισε πρόσκαιρα στη σκιά μιας ταραγμένης πολιτικής ζωής, πριν και μετά τα χρόνια τής Απριλιανής δικτατορίας, όταν τα πιο χαρισματικά μυαλά βρέθηκαν στη «λάθος πλευρά» της ιστορίας – νικημένοι αλλ’ ασυνθηκολόγητοι. Έξω από τους θεσμούς και τον ευνουχιστικό νάρθηκα των επίσημων δομών, από την κρατική επιτήρηση που σήμερα εξελίσσεται σ’ επιχορηγούμενο ιδρυματισμό, περιφρονημένοι από την αγορά περισσότερο κι απ’ όσο οι ίδιοι την περιφρονούσαν, στάθηκαν οι μόνοι αληθινοί παραγωγοί πολιτισμού και άξιας του ονόματός της σκέψης· αποφασισμένοι απάτριδες, εμφύσησαν τη μοναδική εφικτή ανάσα ζωής σε μια πνιγηρά συρρικνούμενη εθνική και λαϊκή γλώσσα.
Εμείς που ανδρωθήκαμε πάνω στην ιλιγγιώδη οπισθοδρόμηση των τελευταίων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, που συναντήσαμε την παγκόσμια επανάσταση των χρόνων του ’60 την ώρα της συντριβής της και τη θεσμοποιημένη «Αριστερά» ένα θλιβερό φάντασμα του εαυτού της, που είδαμε τον εχθρό να καταλαμβάνει τα τελευταία μας οχυρά και να λεηλατεί τα συνθήματά μας, κρατηθήκαμε στους αμελητέους μας θύλακες από το κουράγιο που έδινε στον έναν η παρουσία του άλλου. Κάθε ένας που φεύγει (ή παραδίνεται) αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό· αυξάνει τη ερημιά μας σε έναν κόσμο που μιλά πλέον άλλη γλώσσα – στην πραγματικότητα, δεν μιλάει καμία ανθρώπινη γλώσσα, μόνο κροταλίζει επαναληπτικά στο ρυθμό της μηχανής, αλγοριθμικά προγραμματισμένος στην αναπαραγωγή του τίποτα. Ο Γιώργος ήταν ένας από εμάς· αποχαιρετώντας τον αποχαιρετάμε ένα κομμάτι της ζωής μας που αντιστάθηκε —και θα συνεχίσει ν’ αντιστέκεται, όσο ακόμη κι ένας μας απομένει ζωντανός— στον ερχομό ενός απειλητικού αιώνα.
Φώτης Τερζάκης