Αφιερωμένο στον Βύρωνα Λεοντάρη το θερινό τεύχος των σημειώσεων
Του Σταμάτη Μαυροειδή
Λιγοστεύουν οι σημειώσεις και οι πρωτεργάτες τους… Λιγοστεύουν, δυστυχώς, σε μια οξύτατη πολιτικά περίοδο όπου ο τόπος και η κοινωνία έχουν ανάγκη να ξεφύγουν από την πένθιμη φλυαρία και την εξουθένωση, να ακουμπήσουν σε σκέψεις και ευαίσθητες γραφές, να αναζητήσουν μια διέξοδο που δεν θα υποκύπτει σε… αιώνιες «αυτονόητες» αυταπάτες. Παναγιώτης Κονδύλης, Μάριος Μαρκίδης, Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς, Mανόλης Λαμπρίδης, Βύρων Λεοντάρης. Όλοι τους πρόσωπα μιας συντακτικής «ομάδας» με κοινή πνευματική πορεία και… ανορθόδοξη σκέψη. Μια Θαλασσόβρεχτη συντροφικότητα -όπως συγκινητικά την ονομάζει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στο θερινό τεύχος των σημειώσεων, μια παρέα πού άφησε πίσω της το δικό της θαύμα.
Τεύχος αφιερωμένο στον Βύρωνα Λεοντάρη, τον τελευταίο -κατά χρονική σειρά εκλιπόντα- από την παρέα αυτού το αθόρυβου πλην εξαιρετικά σημαντικού εγχειρήματος. Όσο οδυνηρή κι αν είναι η φυσική απώλεια για εκείνους που πορεύτηκαν μαζί του στη ζωή και στο πνεύμα, όσο κι αν βαραίνει η απουσία του τη μνήμη και τα όνειρά τους, ο Βύρων Λεοντάρης έχει την τύχη να ανήκει εσαεί στους ζωντανούς, να ζει και μετά τον θάνατό του.
Αντιγράφουμε από το εισαγωγικό κείμενο: «…Το αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας φτωχός “οβολός” ένα ελάχιστο αντιχάρισμα στον άνθρωπο που καταστατικά, καθοριστικά, συστατικά και συνθετικά για πάνω από 40 χρόνια λάμπρυνε ανεξίτηλα τις σελίδες αυτού του περιοδικού με τον κριτικό του στοχασμό και την ποιητική του πράξη».
Στις 130 σελίδες του αφιερώματος περιέχονται ερανίσματα από το αρχείο του ποιητή, εφτά ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη του από τους Ζέφη Δαράκη, Εύα Μοδινού, Μάρκο Μέσκο, Τάσο Πορφύρη, Στέφανο Ροζάνη, Βασίλη Αλεξίου και Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, ένα κείμενο του Γιάννη Δάλλα κι ένα ακόμη του Βασίλη Λαμπρόπουλου. Μαζί με όλα αυτά, κάποιες παλαιότερες κριτικές που επιλέχθηκαν όχι αξιολογικά, αλλά υπακούοντας στην «οικονομία» του τεύχους και στην προσπάθεια να καλυφθεί κατά το δυνατόν όλο το εύρος της, έτσι κι αλλιώς, λιτής και «οικονομικής» παραγωγής του.