Αποκαλυπτική η περίπτωση του Λιμανιού του Πειραιά. Τής Αναστασίας Φραντζεσκάκη

Στην προσπάθειά της η κυβέρνηση να πείσει για την ορθότητα των αποκρατικοποιήσεων, εξαιρετικά συχνά αναφέρεται στην σύμβαση παραχώρησης που έχει γίνει στο εμπορικό τμήμα του Λιμανιού του Πειραιά μεταξύ ΟΛΠ και Cosco. Είναι μία ανέλπιστα επωφελής σύμβαση, μόνο που η ωφελημένη πλευρά είναι η Cosco και κατ’ επέκταση το κινέζικο κράτος που είναι πίσω της και οι χαμένοι είναι η ελληνική κοινωνία και οικονομία.  Προηγήθηκε μία δεκαετία, όπου κόντρα σε κάθε λογική δεν γίνονταν παραγωγικές επενδύσεις, ενώ είχαν προγραμματιστεί και τα απαραίτητα κεφάλαια που υπήρχαν σπαταλήθηκαν σε μη παραγωγικές δαπάνες, π.χ. Ολυμπιακοί Αγώνες. Στην Cosco παραχωρήθηκε για να ξεκινήσει ένα έτοιμο τέρμιναλ με τα μηχανήματά του και ο πελάτης που τυχαίνει να είναι ο 2ος ισχυρότερος στον κόσμο. Ακόμη και σήμερα, δύο χρόνια μετά, ο συγκεκριμένος πελάτης καλύπτει το 1/3 της συνολικής της κίνησης. Παραχωρήθηκε ολόκληρο το πελατολόγιο του ΟΛΠ και ιδίως το κερδοφόρο εγχώριο φορτίο. Την ίδια στιγμή ο ΟΛΠ ολοκλήρωσε επιτέλους έναν άλλο προβλήτα, με χαρακτηριστική καθυστέρηση, δίνοντας χρόνο στην Cosco να εγκατασταθεί και να ομαλοποιήσει τη λειτουργία της.
Το 2007, τη χρονιά πριν από τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης του ΣΕΜΠΟ, τα έσοδα από αυτή τη δραστηριότητα ανέρχονταν στα 111,77 εκατ. ευρώ, ενώ το 2011 τα έσοδα ήταν μόλις 19,3 εκατ. ευρώ. Τα καθαρά κέρδη του διαχρονικά κερδοφόρου ΟΛΠ την περίοδο 2000-2007 κυμαίνονταν μεταξύ 34 και 36 εκατ. κατ’ έτος, ενώ το 2011 ήταν μόλις 6,46. Ο δείκτης κερδοφορίας του το 2006 και 2007 ήταν από τους υψηλότερους στην Ελλάδα.
Τα προαναφερόμενα απαντούν στο επιχείρημα ότι το επιχειρηματικό ρίσκο μεταφέρεται στον ιδιώτη. Από ό,τι φαίνεται, το μηδενικό οικονομικό ρίσκο δεν ήταν αρκετό. Με νόμο δημιούργησαν για την Cosco ένα ευνοϊκότερο καθεστώς λειτουργίας από τον ΟΛΠ. Με δύο τρόπους: Πρώτο τις φοροαπαλλαγές που της δόθηκαν και μία σειρά χαριστικές ρυθμίσεις, που δεν φαίνεται να έχουν τέλος. Η τελευταία αποτιμάται σε 2,2 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.   Και δεύτερο τη ρύθμιση για τις εργασιακές σχέσεις. Είναι το μόνο λιμάνι στην Ευρώπη που οι εργαζόμενοι σε αυτό δεν έχουν τον τίτλο του λιμενεργάτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αμοιβές, κρατήσεις, δικαιώματα. Ωφελημένη, λοιπόν, και εδώ η Cosco, χαμένη η εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Ακουγόταν ότι θα δημιουργούνταν από 1.000 έως 4.000 θέσεις εργασίας. Στην Cosco, σύμφωνα με αναφορές, υπάρχουν γύρω στις 700 θέσεις εργασίας. Περίπου τα 2/3 από αυτές είναι μέσω δύο επιπέδων υπεργολαβίας, είναι θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, με οροφή τις 12-14 ημέρες εργασίας το μήνα. Αυτή η κατηγορία εργαζομένων ενημερώνεται 1,30-2 ώρες πριν για το αν θα δουλέψει και σε ποια βάρδια. Σημαντικός αριθμός υπερωριών θεωρείται ως προσφορά στην εταιρία και δεν αμείβεται. Οι εργαζόμενοι δεν αναγνωρίζονται ως λιμενεργάτες και αμείβονται ως ανειδίκευτοι. Επωφελές για την Cosco, αρνητικό γι’ αυτούς και τα ασφαλιστικά ταμεία. Χαμένη η περιφερειακή οικονομία, διότι ανασφαλείς και υπαμειβόμενοι εργαζόμενοι έχουν ελάχιστη καταναλωτική δύναμη. Όσοι θέλουν να δουν πώς ενδεχομένως θα λειτουργούν οι ειδικές ζώνες απασχόλησης, έχουν πολλά να μάθουν από το υπόδειγμα της Cosco.
Επαναλαμβάνεται συνεχώς το επιχείρημα ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να τρέξει το ίδιο αποτελεσματικά μια επιχείρηση. Το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης παρέμεινε δημόσιο και το ίδιο χρονικό διάστημα είχε μία έκρηξη κερδών της τάξης του 173%, παρ’ όλο που και εκεί ενώ υπάρχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια δεν του έχουν επιτρέψει να προχωρήσει στην ολοκλήρωση του 6ου Προβλήτα, κάτι που θα αλλάξει την παραγωγική δυναμική του λιμανιού και αυτόματα θα το εντάξει σε άλλη κατηγορία.
Τα λιμάνια και οι άλλες δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, πρέπει να παραμείνουν δημόσιες. Οι μόνες αλλαγές που είναι απαραίτητες είναι να υλοποιηθεί η διαφάνεια στα οικονομικά τους και να εξαλειφθεί, όπου υπάρχει, η λειτουργία προς όφελος μικρών ομάδων. Είναι γνωστό ότι οι ΔΕΚΟ εξυπηρέτησαν σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες του πελατειακού κράτους, που είχαν εγκαθιδρύσει τα ίδια πολιτικά κόμματα, που τώρα θέλουν να τις εξυγιάνουν πουλώντας τις.  Μεγάλη μερίδα των εργαζομένων σε αυτές δεν αποδέχτηκε αυτή την κατάσταση. Τα τελευταία χρόνια, που με διαφορετικές δικαιολογίες επιχειρείται το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, είναι κανόνας οι εργαζόμενοι πρωταρχικά να εξηγούμε τι συνέπειες θα έχει αυτό για την καθημερινότητα των συμπολιτών μας. Το θεωρούμε τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό με την παραμονή μας στην εργασία.

*Η Αναστασία Φραντζεσκάκη είναι γεν. γραμματέας της Ένωσης Μονίμων Υπαλλήλων του ΟΛΠ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!