του Κώστα Βενιζέλου*

Η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τον Μαυρίκιο, ενισχύει, κατοχυρώνει το βασικότερο δικαίωμα των λαών, αυτό της αυτοδιάθεσης. Η απόφαση συνιστά τελειωτικό κτύπημα κατά των αποικιοκρατικών κατάλοιπων, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα αξιοποιηθεί από τα επηρεαζόμενα κράτη. Η στρατιωτική παρουσία των Βρετανών στον Μαυρίκιο, όπως και στην Κύπρο, με τις στρατιωτικές βάσεις, θεωρείται εφεξής παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Με βάση, λοιπόν, την απόφαση αυτή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, της 25ης Φεβρουαρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει την υποχρέωση να τερματίσει τη διοίκηση του αρχιπελάγους Τσάγκος και μάλιστα το συντομότερο δυνατό καθώς η αποαποικιοποίηση δεν διενεργήθηκε νόμιμα.

Κατά τη δίκη, οι αρχές του Μαυρικίου υποστήριξαν πως η χώρα αναγκάστηκε να παραδώσει στη Βρετανία την περιοχή ως εκβιαστικό όρο που του τέθηκε για να κερδίσει την ανεξαρτησία του υπόλοιπου εδάφους του, το 1968. (Το αρχιπέλαγος αποσπάστηκε το 1965 από τη πρώην αποικία, με τη Βρετανία να δημιουργεί εκεί τη διοίκηση British Indian Ocean Territory). Αντίθετα, η Βρετανία υποστήριξε πως ο Μαυρίκιος παρέδωσε το αρχιπέλαγος με τη θέλησή του, αποδεχόμενο και σχετική οικονομική αποζημίωση, 3 εκατομμύρια λίρες. (Μάριος Ευρυβιάδης, «Η βάση Ντιέγκο Γκαρσία στον Μαυρίκιο», εφημερίδα Φιλελεύθερος, Λευκωσία, 3 Μαρτίου 2019).

Σημειώνεται συναφώς ότι τη γνωμοδότηση αιτήθηκε η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ψήφισμα 71/292, 22 Ιουνίου 2017), το οποίο περιελάμβανε δύο ερωτήματα: α) Κατά πόσον η διαδικασία αποαποικιοποίησης του Μαυρικίου ολοκληρώθηκε νομότυπα. β) Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από τη συνεχιζόμενη διοίκηση του Αρχιπελάγους Τσάγκος από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αναφορικά με την πρώτη ερώτηση, «το Δικαστήριο σημείωσε ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών. Αρκούντως σημαντικό είναι ότι το Δικαστήριο απεφάνθη πως το Ψήφισμα της Γ.Σ. του ΟΗΕ 1514/1960 περί αποαποικιοποίησης επιβεβαίωσε το προϋπάρχον δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την εδαφική ακεραιότητα των αποικιών, όπως είχε αναπτυχθεί στο εθιμικό δίκαιο. Άρα, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ήταν νομικός κανόνας πριν το 1960, με αποτέλεσμα να καλύπτει και την περίπτωση της Κύπρου.

Ακολούθως, το Δικαστήριο τόνισε ότι η άσκηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση θα πρέπει να συνιστά την ελεύθερα εκπεφρασμένη και γνήσια βούληση του λαού. Επιπρόσθετα, η αυτοδιάθεση θα πρέπει να ασκείται επί του συνόλου της επικράτειας μιας αποικίας, καθώς η αρχή της εδαφικής ακεραιότητας είναι θεμελιώδες συστατικό στοιχείο του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Συνεπώς, ο διαμελισμός του εδάφους μιας αποικίας από την αποικιακή δύναμη, εκτός κι αν βασίζεται στην ελεύθερα εκπεφρασμένη και γνήσια βούληση του λαού, καταστρατηγεί το διεθνές δίκαιο». (Νικόλας Α. Ιωαννίδης, δικηγόρος, διδάκτωρ Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, εφημερίδα Σημερινή, Λευκωσία, 3 Μαρτίου 2019).

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για το Μαυρίκιο αποτελεί ένα ισχυρό όπλο για τους λαούς που βιώνουν ακόμη συγκαλυμμένη ή μη αποικιοκρατία. Για την Κυπριακή Δημοκρατία, η απόφαση συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα αποαποικιοποίησης, φτάνει στη Λευκωσία να το αξιοποιήσουν. Με αυτή τη γνωμοδότηση μπορούν, το ερώτημα είναι κατά πόσο θέλουν.

Σημειώνεται συναφώς ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παρουσιάσθηκε ως ενδιαφερόμενο μέρος στο Δικαστήριο κάνοντας και σημαντική, καθοριστικού χαρακτήρα για την έκβαση της δίκης, παρέμβαση. Η παρουσία της Κύπρου, όπως αναγνωρίζουν και οι αξιωματούχοι του Μαυρικίου έκλεινε στην πλάστιγγα καθώς έκανε μια εμπεριστατωμένη παρέμβαση, επιστρατεύοντας ειδικούς.

Οι Βρετανοί υποστηρίζουν πως η γνωμοδότηση δεν είναι δεσμευτική, αλλά συμβουλευτική. Αυτό, όντως, αναφέρθηκε από το Δικαστήριο και τούτο το σημείο ανέδειξαν οι Βρετανοί μετά την ανακοίνωση της απόφασης. Επί της ουσίας, όμως, η απόφαση καταγράφει και αναπτύσσει το διεθνές δίκαιο. Εάν μια χώρα, ένας Οργανισμός, ακολουθεί και εφαρμόζει το Διεθνές Δίκαιο, τότε μια είναι η επιλογή σε σχέση με τη σχετική απόφαση: Να την εφαρμόσει. Η επίκληση που γίνεται πως η γνωμοδότηση δεν είναι δεσμευτική και ότι δεν θα την ακολουθήσουν (οι Βρετανοί), συνιστά το άλλοθι για καταπατητές των διεθνών κανόνων.

Όσοι έχουν μελετήσει σε βάθος την απόφαση αλλά και τα όσα αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο υποστηρίζουν πως Κύπρος και Μαυρίκιος έχουν πολλές ομοιότητες. Υποστηρίζεται δε πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πιο ισχυρή υπόθεση.

Πώς θα πρέπει να αντιδράσει η Λευκωσία, εάν σέβεται τα δικαιώματα της, το Διεθνές Δίκαιο; Πολλοί είναι εκείνοι που διαχρονικά υποστηρίζουν πως ενόσω το Κυπριακό παραμένει άλυτο, δεν είναι προς το συμφέρον μας να ανοίξουμε δεύτερο μέτωπο με τη Βρετανία. Τούτο αποτελεί πολιτική ανορθογραφία γιατί προσφέρει κίνητρα στη Βρετανία να εργάζεται εναντίον της λύσης του Κυπριακού. Τους λένε πως δεν θα ανοίξει θέμα βάσεων εάν δεν λυθεί το Κυπριακό. Γιατί, συνεπώς, να έχουν λόγους να υποστηρίξουν μια συμφωνία διακινδυνεύοντας την παρουσία τους;

Περί δεύτερου μετώπου και η λεγόμενη Αριστερά

«Δεύτερο μέτωπο» άνοιξε η Λευκωσία, το οποίο ωστόσο δεν άντεξε. Αμέσως μετά τη Συμφωνία του Εγγράφου Στρατηγικού Συνεταιρισμού Βρετανίας-Τουρκίας, που υπογράφηκε στις 23/10/2007, η Κυπριακή Κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει μέτρα σε σχέση με τις βάσεις. Αυτό δεν είχε συνέχεια καθώς τον Φεβρουάριο άλλαξε η κυβέρνηση (από τον Τάσσο Παπαδόπουλο στον Δημήτρη Χριστόφια). Το «αριστερό» ΑΚΕΛ τα είχε, άλλωστε, πάντα καλά με τους Βρετανούς, γι’ αυτό και ο Δ. Χριστόφιας έδωσε διαβεβαιώσεις στο Λονδίνο. Στις 27/9/2010 μιλώντας στους Brookings των ΗΠΑ, ο Χριστόφιας είπε πως διαβεβαίωσε τον τότε Πρωθυπουργό, Γκόρντον Μπράουν, ότι δεν είναι καιρός να ανοίξουν πολλά μέτωπα. «Συνεπώς, το θέμα των βάσεων είναι ένα ζήτημα, που θα λύσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι (our children and grandchildren together, Greek Cypriots and Turkish Cypriots)».

Σύμφωνα, λοιπόν, με πρακτικά της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 2007 (επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου), λήφθηκαν αποφάσεις ως απάντηση τη Συμφωνία του Εγγράφου Στρατηγικού Συνεταιρισμού Μεγάλης Βρετανίας-Τουρκίας. Σύμφωνα με τα πρακτικά, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χαρακτήρισε την υπογραφή του Εγγράφου, ως σοβαρή αρνητική εξέλιξη, αφού αποσκοπεί στη συστηματική προαγωγή χωριστής ανάπτυξης του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων σε κρατική οντότητα και χωριστών σχέσεων με άλλες χώρες. […] Η κυβέρνηση έκρινε αναγκαία την συνολική επανεξέταση όλου του φάσματος των δεσμεύσεων προς αναθεώρηση των σχέσεων μας με το Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε αυτές να τεθούν στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού της κυρίαρχης ισότητας και τις ισοτιμίας, της αμοιβαιότητας και της αρχής της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. […]

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι θεωρείται, επίσης, χρήσιμη η σύσταση δύο Επιτροπών, οι οποίες θα ενηργήσουν με σκοπό την αναθεώρηση των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ηνωμένο Βασίλειο σε ό,τι αφορά ειδικά τις Βρετανικές Βάσεις και Διευκολύνσεις που διεκδικεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο, με βάση τις ισχύουσες σχετικές Συνθήκες και Συμφωνίες μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου».

Η διαχείριση της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου πρέπει να γίνει με μόνο στόχο να τερματιστούν αποικιοκρατικά κατάλοιπα. Το ζήτημα έχει πολιτική και νομική διάσταση και αφορά στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. οι βάσεις δεν είναι κυρίαρχες (επιβεβαιώνεται τούτο και από τη γνωμοδότηση) και η παρουσία τους ξεπερασμένη.

Παραβιάσεις από τους Βρετανούς

Η Λευκωσία έχει πολλούς λόγους να θέσει θέμα βάσεων.

  • Το 1974 όχι μόνο απέτρεψε την τουρκική εισβολή αλλά συνεργάσθηκε με την Τουρκία, με μόνο όρο να μην επηρεασθούν οι βάσεις της.
  • Περαιτέρω, η δραστηριότητα των Βρετανών, δια των βάσεων, παραβιάζει τις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης γιατί από τη μια δεν είναι αμυντικού χαρακτήρα αυτοί οι σχεδιασμοί, αφού αφορούν τη Συρία.

Οι προετοιμασίες που γίνονται διά των βάσεων συνδέονται βασικά με την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης, να ακολουθήσει, όπως πάντα, πιστά την Ουάσινγκτον. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι αποζημιώσεις που θα έπρεπε να καταβάλλονται από βρετανικής πλευράς για διευκολύνσεις. Οι Βρετανοί θεωρούσαν και θεωρούν πως οι βάσεις είναι «κυρίαρχες» και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να πληρώνουν ενοίκιο για κάτι, το οποίο «θεωρούν δικό τους». Ωστόσο, στις Συνθήκες υπάρχει πρόβλεψη για υποχρεωτική οικονομική βοήθεια και πληρωμή δικαιωμάτων και αποζημίωσης από τη Βρετανία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Βρετανία, μέχρι και το 1965, κατέβαλλε κανονικά τις οφειλές της. Το 1965 η Βρετανία τερμάτισε μονομερώς την πληρωμή με τη δικαιολογία ότι δεν μετείχαν στο κράτος οι Τουρκοκύπριοι και ότι τα χρήματα δεν μπορούσε να τα εισπράττει μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά.

* Ο Κώστας Βενιζέλος είναι δημοσιογράφος στην Κύπρο και διδάκτορας Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!