Η βία είναι παντού, παράγεται διαρκώς σε μεγάλες ποσότητες και ποικιλία μορφών. Ας τεθεί αυτό καταρχήν κι ας είναι κοινοτοπία. Γιατί αλλιώς θα ψάχνουμε δικαίως και αδίκως τους θύτες και τα θύματα, μην μπορώντας να συλλάβουμε μήτε τους πρώτους, μήτε κυρίως το μέγεθος του διακυβεύματος. Η εποχή ανήκει σαφώς στους «νταήδες». Αυτοί δίνουν τον τόνο και το μέτρο. Η ισχύς, η δύναμη, ο ανταγωνισμός αποτελούν το περιβάλλον και τις αξίες του. Κι έτσι μεγαλώνουν παιδιά, μαθαίνοντας και κυρίως ζώντας αυτούς τους «κοινωνικούς νόμους». Κι αν το μυαλό πάει στη «συμμορία», μάλλον το αυθεντικό και πρωτότυπο θα έπρεπε να μας απασχολούν. Η αστυνομία, αυτή η θεάρεστη λειτουργία που έρχεται να προστατέψει τους –δίχως εδώ εισαγωγικά– βίαιους νόμους της Πολιτείας που με απίστευτους πια ρυθμούς και ένταση περιθωριοποιούν, απορρίπτουν, γεμίζουν αδιέξοδα μια γενιά ακόμα. Όσο πιο μεγάλα τα λόγια για τη «νεολαία μας», τόσο πιο δυνατό το χτύπημα, κι αυτή η υποκρισία δεν κρύβεται. Καμιά κουβέντα λοιπόν για «ακραία γεγονότα» πριν μιλήσει κανείς για το πώς ζουν, πώς αισθάνονται, σε τι ελπίζουν οι νέοι άνθρωποι το 2022. Θα αρκούσε να σκεφτεί κανείς τι έχει γνωρίσει ως ζωή ένα 14χρονο παιδί στη χώρα μας, μετρώντας τις «καταστάσεις» από το 2008.
Μια κατασταλτική διαδικασία θα επιφορτιστεί με τη λύση του προβλήματος που εδώ και χρόνια έχει αποκτήσει και ειδικό όρο: «Μπούλινγκ». Με τα σχολεία να παρουσιάζονται σαν ζούγκλες, όπου ατίθασοι, ανεξέλεγκτοι και παραβατικοί μαθητές δέρνονται ολημερίς στα προαύλια. Δεν είναι αυτή η εικόνα.
Τα σχολεία παρουσιάζονται σαν ζούγκλες, όπου ατίθασοι, ανεξέλεγκτοι και παραβατικοί μαθητές δέρνονται ολημερίς στα προαύλια. Δεν είναι αυτή η εικόνα. Ή καλύτερα είναι ένα μόνο μικρό κομμάτι της που εσκεμμένα κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο ακριβώς για να κρύψει πιο σημαντικές πλευρές αλλά και να ανοίξει το δρόμο σε «διαχειρίσεις» και «λύσεις»
Ή καλύτερα είναι ένα μόνο μικρό κομμάτι της που εσκεμμένα κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο ακριβώς για να κρύψει πιο σημαντικές πλευρές αλλά και να ανοίξει το δρόμο σε «διαχειρίσεις» και «λύσεις». Το σχολείο υποδέχεται και ζει στους ρυθμούς της κοινωνικής κρίσης από τις πιο «πεζές» μέχρι τις πιο περίπλοκες διαστάσεις της. Μαζί με τα εκατομμύρια ευρώ που δίνονται για τις καινοτομίες του ψηφιακού κόσμου που διαφημίζεται ως το νέο εκπαιδευτικό όραμα, οι κυβερνώντες αγχώνονται εξίσου για τα σχολικά γεύματα. Γιατί δυστυχώς το σχολείο σημαίνει ολοένα και περισσότερο «φαγητό» για αρκετά πια παιδιά. Μαζί με τις εξετάσεις PISA που στόχο έχουν την νομιμοποιημένη πια κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών, υπάρχουν και οι απλές μαρτυρίες των καθηγητών ότι η πλειοψηφία των μαθητών φτάνει στο Λύκειο χωρίς να μπορεί να κάνει ανάγνωση, χωρίς να καταλαβαίνει τι διαβάζει, χωρίς να ξέρει διαίρεση.
Κι όταν η μόρφωση ως κοινωνικό αγαθό αλλά και ως κατάκτηση, ως κόπος, χτυπιέται -πρωτίστως εξωσχολικά- τι μένει για την εκπαιδευτική διαδικασία; Η φύλαξη, η απασχόληση με κάθε τρόπο, ακόμα και ο εγκλεισμός στο σχολικό περιβάλλον ως χώρος για να κρατηθούν κάπως τα «αγρίμια».
Μα ούτε κι αυτό είναι εύκολο. Γιατί τα πράγματα όλο και πιο συχνά ξεφεύγουν. Μένουμε έτσι οι εκπαιδευτικοί να αναρωτιόμαστε «γιατί τέτοιο μπάχαλο στο σχολείο», συχνά λουφάζοντας σε άγονες συζητήσεις περί «αυστηρότητας», «τιμωρίας», «κανόνων» και «μέτρων» – κατά τα άλλα απαραίτητων στην καθημερινή, σχολική ζωή. Μα όταν η πειθαρχία που απαιτεί η ίδια η παιδαγωγική πράξη και η κατάκτηση της γνώσης έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο, τότε δυστυχώς μένουν μονάχα οι άχαροι ρόλοι του παιδονόμου και του «θηριοδαμαστή». Χωρίς καν την εξουσία και το κύρος που –καλώς και κακώς– αυτοί είχαν κάποτε, αφού η κατάργηση κοινωνικών συμβάσεων και «ιεραρχιών» δημιούργησε έναν τεράστιο χυλό, με τα παιδιά συνειδητά σπρωγμένα στην επώδυνη τελικά για τα ίδια επικράτεια τού «ό,τι γουστάρω». Γιατί «όλα είναι δυνατά» μέσα πάντα στις μικροκλίμακες: Όταν αυτό που σου φταίει είναι δυσεύρετο και απροσπέλαστο στη σκέψη και την πράξη, μένει η εκτόνωση, η «ασυναρτησία», μια συμπεριφορά ανερμάτιστη ή απλά το να σπας πλάκα με ο,τιδήποτε και χωρίς κανένα κριτήριο.
Πριν λοιπόν τα πράγματα εκτροχιαστούν τόσο ώστε να γίνουν πρώτο θέμα, πριν φτάσουμε σε αυτοκτονίες παιδιών –ασύλληπτες για το ανθρώπινο μυαλό– υπάρχει μια κανονικότητα που θα έπρεπε να μας τρομάζει. Πού να ψάξεις για παράδειγμα τη βία, όταν ένα 13χρονο κορίτσι πριν καλά-καλά ανακαλύψει το σώμα του, ανεβάζει στο διαδίκτυο ημίγυμνες φωτογραφίες της κολλητής της γιατί «τα σπάσανε». Ή όταν ένας 16χρονος, «για να βρει το δίκιο του», χαράζει με κλειδί το αυτοκίνητο του καθηγητή του επειδή του έδωσε αποβολή. Για να μιλήσουμε έτσι για κάποια περιστατικά της σχολικής ζωής καθόλου ασυνήθιστα.
Ένα περίεργο μίγμα κομφορμισμού, αδιαφορίας ή και κυνισμού
Τα σχολεία έκλεισαν στην πανδημία, η τηλεζωή γενικεύεται με σκληρές επιπτώσεις σε έκταση και βάθος για το «είναι» των παιδιών, όμως αυτό που μας επιβάλλεται να συζητάμε είναι «αν ήξεραν κάτι οι καθηγητές» ή αν πρέπει να προσληφθούν ψυχολόγοι στα σχολεία. Μακάρι οι δάσκαλοι πάντα «να ξέρουν», «να νιώθουν», να είναι παρόντες. Μακάρι το χρέος και η ευθύνη να είναι βαριά για όσους δουλεύουν στα σχολεία. Όμως αυτά που νομοθετούνται τα τελευταία χρόνια σπρώχνουν προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, κι αυτό δεν μπορεί να ξεχνιέται. Γιατί μαζί με την εντελώς υποκριτική προμετωπίδα-μπούρδα «πρώτα ο μαθητής», κατασκευάζεται ένα είδος εκπαιδευτικού που από συνείδηση ή από ανάγκη βάζει σε δεύτερη μοίρα το χρόνο με τους μαθητές και την τάξη του γιατί… «πρώτα η χαρτούρα», η αξιολόγηση, οι δείκτες, τα προγράμματα κ.ο.κ., την ώρα που προσπαθεί να προστατέψει και τη δικιά του –όχι ρόδινη- προσωπική ζωή.
Μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει φαινόμενα σαν το μπούλινγκ. Η φροντίδα είναι μια πρώτη λέξη-κλειδί. Το συλλογικό πνεύμα μια ακόμα έννοια. Οι θεσμοί και οι παρέες, μορφές και ουσίες απαραίτητες. Μια ευθύνη που θα αγκαλιάζει και θα αναμετριέται με τις πιο δομικές αιτίες των πραγμάτων. Μια νέα συνείδηση λοιπόν…
Όλα λοιπόν οδηγούν σε ένα περίεργο μίγμα κομφορμισμού, αδιαφορίας ή και κυνισμού. Οι εκπαιδευτικοί μετατρέπονται σε υπάλληλους που ο καθένας κάνει όπως καταλαβαίνει τη δουλειά του, οι σύλλογοι γίνονται άθροισμα που θα διεκπεραιώνει απλά εργασίες και εκκρεμότητες. Και τα όποια ζητήματα θα λύνονται με όρους «υπηρεσίας» και «παρέμβασης», με ή χωρίς την υποστήριξη «ειδικών» και «μεθόδων», από φύλακες και ψυχολόγους μέχρι κάμερες και ημερίδες. Αυτή η κατάσταση δεν αφορά μονάχα τα σχολεία αλλά αποτελεί κυρίαρχο κοινωνικό φόντο. Χρειαζόμαστε κάτι εξαιρετικά διαφορετικό. Μοιάζει γενικόλογο αλλά μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει φαινόμενα σαν το μπούλινγκ. Η φροντίδα είναι μια πρώτη λέξη-κλειδί. Το συλλογικό πνεύμα μια ακόμα έννοια. Οι θεσμοί –βλ. για παράδειγμα τι είναι σήμερα η οικογένεια- αλλά και οι παρέες, μορφές και ουσίες απαραίτητες. Και κυρίως μια ευθύνη που δε θα μοιάζει με την πολυδιαφημισμένη της εποχής -ατομική, αλλά θα αγκαλιάζει και θα αναμετριέται με τις πιο δομικές αιτίες των πραγμάτων. Η αδυναμία να αναγνωρίσουμε «ποιος και τι φταίει» δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Μια νέα συνείδηση λοιπόν…