Ένας ακόμη κυβερνητικός συμβιβασμός στο τελεσίγραφο των δανειστών ότι τώρα δεν συζητείται τίποτα άλλο πλην των «βραχυπρόθεσμων μέτρων»

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Ένας ανασχηματισμός δεν φέρνει την άνοιξη, αλλά την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, και προκειμένου να αντιστρέψει σε όποιο βαθμό είναι δυνατό την εικόνα δημοσκοπικής κατάρρευσης της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός κατέφυγε στην πεπατημένη των μνημονιακών πολιτικών ηθών.

Θέμα ωρών ο κυβερνητικός ανασχηματισμός (σ.σ. αλλά τόσων ωρών, που ο γράφων δεν πρόλαβε την τελική ανακοίνωσή του), που περιλαμβάνει και μια ακόμη αναδόμηση υπουργικών χαρτοφυλακίων, δεν υπερβαίνει τη λογική της ανακύκλωσης προσώπων. Παρά το γεγονός ότι στο οικονομικό -και διαπραγματευτικό- επιτελείο δεν υπάρχουν αλλαγές, η (φημολογούμενη μέχρι την ώρα που γραφόταν το κείμενο αυτό) σύνθεση της νέας κυβέρνησης αποπνέει κυρίως βούληση απόλυτης συμμόρφωσης στο Μνημόνιο και στις απαιτήσεις των δανειστών.

 

Αποκαλυπτήρια προθέσεων

Οι δανειστές και το κουαρτέτο είναι μάλλον συνηθισμένοι στις συχνές αλλαγές συνομιλητών από ελληνικής πλευράς, που ελάχιστα έχουν επηρεάσει τη στρατηγική τους, επομένως δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη διαχείριση επιβίωσης που κάνει η κυβέρνηση. Αντιθέτως, αν και είχαν φτάσει στ’ αυτιά τους οι πληροφορίες για επικείμενο ανασχηματισμό, έκαναν τα αποκαλυπτήρια των πραγματικών του προθέσεων όσον αφορά το πολυσυζητημένο θέμα των μέτρων για το χρέος και το περιεχόμενο της δεύτερης αξιολόγησης.

Και πέτυχαν, τουλάχιστον ως προς το πρώτο, τον απόλυτο συμβιβασμό της κυβέρνησης με το «μικρό καλάθι» των βραχυπρόθεσμων μέτρων που πρόκειται να συζητήσει το Eurogroup της προσεχούς Δευτέρας. Τα βασικά γεγονότα που πιστοποιούν αυτό τον συμβιβασμό είναι δυο: το έγγραφο Ντάισελμπλουμ προς το ολλανδικό Κοινοβούλιο και τα όσα είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης την περασμένη Πέμπτη στην επιτροπή της ελληνικής Βουλής για το χρέος.

Ο πρόεδρος του Eurogroup, στο επίμαχο έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε πριν μερικές μέρες (με τον συμβολισμό που περιέχει το γεγονός ότι τις λεπτομέρειες με τις οποίες ενημερώνονται οι Ολλανδοί βουλευτές, οι Έλληνες συνάδελφοί τους τις μαθαίνουν από τα ΜΜΕ), αποκάλυψε ότι τη Δευτέρα ο ESM θα παρουσιάσει αποκλειστικά στο Eurogroup τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Δηλαδή, την αναδιάταξη (reprofiling) λήξεων ενός μικρού μέρους ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων του EFSF, με επιμήκυνση της μέσης διάρκειας αποπληρωμής από τα 28 στα 32,5 χρόνια, μια σταθεροποίηση του επιτοκίου για επίσης μικρό μέρος του χρέους και αποφυγή μιας μεγάλης αύξησης επιτοκίων που προκύπτει το 2017, ως πέναλτι για τη επαναγορά χρέους ύψους περίπου 11 δισ. που είχε γίνει τον Δεκέμβριο του 2013.

Κατά το έγγραφο Ντάισελμπλουμ, η συζήτηση θα εξαντληθεί σ’ αυτά, ενώ τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα συζητηθούν μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Στο ίδιο έγγραφο, στην ατζέντα της δεύτερης αξιολόγησης εμφανίζεται και μια αμφιλεγόμενη αναφορά στο ασφαλιστικό, που κατά την κυβέρνηση έχει κλείσει. Αποτελεί πιθανότατα κίνηση προσέγγισης στις θέσεις του ΔΝΤ, που θεωρεί ανεπαρκές το νέο ασφαλιστικό. Οι ακριβείς προθέσεις θα φανούν στις 14-21 Νοεμβρίου, οπότε το κουαρτέτο έρχεται στην Αθήνα για την αξιολόγηση.

 

Η κυβερνητική αναδίπλωση

Το ενδιαφέρον είναι ότι η κυβέρνηση, αποστασιοποιούμενη από τις μεγάλες προσδοκίες που η ίδια είχε καλλιεργήσει για «συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους», ενστερνίστηκε χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις το ερμηνευτικό «κούρεμα» της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαΐου από τον Ντάισελμπλουμ. Ο Γ. Χουλιαράκης, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, αφού τόνισε ότι η «απομείωση του χρέους δεν είναι πανάκεια», προέβαλε ως διεκδίκηση της κυβέρνησης απλώς το «να γίνει τώρα η παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, ακόμη κι αν δεν υλοποιηθούν τώρα».

Η λογική που ανέπτυξε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών είναι γνωστή: χρειαζόμαστε την «παραμετροποίηση» των μεσοπρόθεσμων μέτρων (αλλά γιατί όχι και των μακροπρόθεσμων;), ώστε να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση (QE), να δοθεί σήμα από τώρα στις αγορές ότι από το 2019 θα έχει δημιουργηθεί ο κατάλληλος δημοσιονομικός χώρος για μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού κόστους για τις επιχειρήσεις. Με τα δεδομένα που υπάρχουν για τις προθέσεις του Eurogroup να περιοριστεί στα βραχυπρόθεσμα μέτρα, αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να μην ενταχθεί ποτέ στο QE της ΕΚΤ, που στην καλύτερη περίπτωση θα επεκταθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2017.

Έχει επιπλέον ενδιαφέρον, ότι με βάση τα σενάρια για το χρέος που παρουσίασε ο Γ. Χουλιαράκης στη Βουλή, τα οποία συνιστούν οριστική απεμπόληση ακόμη και της κατά το ΔΝΤ απαιτούμενης σημαντικής ελάφρυνσής του, η ελληνική οικονομία διατρέχει τον κίνδυνο να βρίσκεται για χρόνια σε δημοσιονομική μέγγενη: από τη μια πλευρά θα υπάρχει η υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για μια δεκαετία τουλάχιστον από το 2018, με προοπτική μείωσής του στο 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2030(!), με βάση το βασικό σενάριο του ESM. Από την άλλη πλευρά, ως δεύτερος ασφυκτικός περιορισμός θα λειτουργεί το πλαφόν 15% του ΑΕΠ στη δαπάνη για την αποπληρωμή του χρέους. Αυτή η εκ πρώτης όψεως ευνοϊκή ρύθμιση, η οποία περιλαμβάνει και τα έντοκα γραμμάτια ύψους 15-18 δισ. τον χρόνο, περιορίζει δραματικά τις δυνατότητες νέου δανεισμού για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Για παράδειγμα, το 2022 η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει τοκοχρεολύσια 33 δισ. ευρώ, δηλαδή το 18% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές. Ακόμη κι αν οι δανειστές επιδείξουν «γενναιοδωρία», μεταθέτοντας μέρος αυτού του χρέους αργότερα, τα περιθώρια τόσο για νέο μακροπρόθεσμο (ομόλογα), όσο και για βραχυπρόθεσμο δανεισμό (έντοκα) είναι ελάχιστα. Έτσι, ακόμη και για την πολυπόθητη έξοδο στις αγορές μένει ελάχιστο πεδίο δράσης. Ίσως γι’ αυτό ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών επέμεινε τόσο πολύ στη «μεγέθυνση της φορολογικής βάσης» ως πόρο χρηματοδότησης της οικονομίας. Τώρα, πόση και τι είδους «μεγέθυνση» μπορεί να περιμένει κανείς από μια κοινωνία που πληρώνει σε φόρους το 40% του ΑΕΠ και έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς Δημόσιο, Ταμεία, ΔΕΚΟ και τράπεζες άλλο ένα 130% του ΑΕΠ, είναι απορίας άξιον.

 

Η συνάρτηση του… 4ου Μνημονίου

Οι εξελίξεις αυτές στο μέτωπο του χρέους, που αναμένεται να μορφοποιηθούν τη Δευτέρα και να αποφασιστούν οριστικά στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, υπό την προϋπόθεση να έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, αποτελούν μια ουσιαστική επικράτηση της γραμμής Σόιμπλε, που επιμένει ότι «η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν θα αλλάξει κάτι».

Αφού επισημοποιήθηκε ότι τώρα θα συζητηθούν αποκλειστικά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ και της ΕΚΤ είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλήγουν η πρώτη σε συμμετοχή στο δανεισμό και η δεύτερη σε ένταξη στο QE. Εκτός αν οι αποφάσεις χειραγωγηθούν πολιτικά από τα κομμάτια ενός περίπλοκου πολιτικού παζλ που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών (την Τρίτη), την επιβίωση Ρέντσι στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου, την απόφαση της Μέρκελ αν θα είναι εκ νέου υποψήφια καγκελάριος (θα το μάθουμε το αργότερο πριν τα Χριστούγεννα, στο συνέδριο του CDU) και τον εκτροχιασμό του καθεστώτος Ερντογάν σε μια συμπεριφορά που θα οδηγήσει σε κατάρρευση την ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό, όπως άλλωστε προειδοποίησε ανοικτά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών.

Αυτή η περίπλοκη συνάρτηση ενισχύει τη ρητορική Γερμανών –και όχι μόνο- συντηρητικών πολιτικών που, παρότι απεχθάνονται κάθε συζήτηση για δανεισμό της Ελλάδας, προβλέπουν το αναπόφευκτο ενός τέταρτου Μνημονίου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!