Στα πλαίσια του CineDoc, προβλήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στο Δαναό το εξαιρετικό ιρλανδικό ντοκιμαντέρ «Το γελαστό παιδί», του Άλαν Γκίλσεναν (Βραβείο Κοινού Fischer/25ο ΦΝΘ), όπου αποτυπώνεται η ματιά των Ιρλανδών πάνω στην περιπέτεια του δικού τους τραγουδιού «The laughing boy», που το κατέστησε διάσημο ο Μίκης Θεοδωράκης, ως «Το Γελαστό Παιδί». Στην επέτειο των εκατό χρόνων από τον θάνατο του ηγέτη του Ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος Μάικλ Κόλινς (1890-1922), για τον οποίο γράφτηκε αρχικά το τραγούδι, το ντοκιμαντέρ ακολουθεί το νήμα των στιχουργικών, αισθητικών και μουσικών μεταλλάξεων μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα και να φορτιστεί με τα αλλεπάλληλα γεγονότα της ιστορίας της.

Γραμμένο σε ιρλανδική γλώσσα, σε ύφος θλιμμένης ιρλανδικής μπαλάντας, το τραγούδι «The laughing boy» συνόδευε μια σκηνή στο θεατρικό έργο «Ένας Όμηρος» (1958), του Ιρλανδού δραματουργού Μπρένταν Μπίαν (1923-1961), για έναν Άγγλο στρατιώτη, αιχμάλωτο των αγωνιστών του IRA, στο Δουβλίνο. Το τραγούδι αρχικά θρηνούσε τον δημοκράτη ηγέτη και ήρωα της Ανεξαρτησίας Μάικλ Κόλινς, που τον αποκαλούσε «γελαστό παιδί» η μητέρα του Μπίαν, γιατί την είχε βοηθήσει οικονομικά την εποχή που ήταν έγκυος, με τον σύζυγό της στη φυλακή. Μετά την αγγλοϊρλανδική συνθήκη και την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, έπειτα από 700 χρόνια βρετανικής κατοχής, ο IRA διχάστηκε και ο Κόλινς έπεσε νεκρός σε εμφύλια σύγκρουση, στις 22/8/1922. Μετά την απήχηση της παράστασης του Μπίαν στο Δουβλίνο, το έργο προσαρμόστηκε από τα ιρλανδικά στα αγγλικά, αλλάζοντας χαρακτήρα, με σατυρικά στοιχεία, από την αντισυμβατική σκηνοθέτρια Τζόαν Λίτλγουντ, που ανέβασε το έργο την ίδια χρονιά στο Λονδίνο. Έτσι, η ιρλανδική παράσταση «An Giall» γίνεται η αγγλική επιτυχία «A Hostage», της οποίας τα δικαιώματα αγόρασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς (1929-2022), για να ανεβάσει το 1962 το έργο «Ένας Όμηρος», στο Κυκλικό Θέατρο, σε μετάφραση Βούλας Δαμιανάκου, με τη συμβολή του ποιητή Βασίλη Ρώτα στα τραγούδια και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Έτσι γεννήθηκε το «Γελαστό Παιδί», διανύοντας νέα ζωή στην Ελλάδα. Στην ταινία «Ζ» (1969), σε μουσική Θεοδωράκη, με τα γεγονότα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, ο Κώστας Γαβράς επέλεξε να δεσπόζει το «Γελαστό Παιδί», συνδέοντάς το μοναδικά με τον Λαμπράκη. Μετά την επιτυχία της ταινίας στις Κάννες, το «Γελαστό Παιδί» έγινε ύμνος για την επανάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα στα πέρατα του κόσμου.

Στο ντοκιμαντέρ επιχειρείται η διερεύνηση των διαφορετικών μουσικών ταυτοτήτων του τραγουδιού, σε μια αξιοσημείωτη αμφίδρομη συνδιαλλαγή, μέσα από μια πορεία με αφετηρία το Δουβλίνο, που καταλήγει στην Αθήνα, δια μέσου Παρισιού και Ικαρίας, όπου ήταν εξόριστος και ο Μίκης Θεοδωράκης, σε μια αφήγηση γεμάτη χρονικά πισωγυρίσματα στις ιστορίες Ιρλανδίας και Ελλάδας, με ξεναγό τον ποιητή και ερευνητή Θίο Ντόργκαν. Γίνεται εκτενής μνεία στις μουσικές επιρροές του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2021), από την εκκλησιαστική μουσική και τα δημοτικά τραγούδια που εμπλουτίστηκαν με τη ρεμπέτικη μουσική και το ρυθμό των 9/8, όταν ήρθε σε επαφή με τους εξόριστους που έφταναν στην Ικαρία, από το λιμάνι του Πειραιά -κατεξοχήν μουσικό ορμητήριο των ρεμπέτικων- εκεί όπου αναπτύχθηκε η μουσική των προσφύγων της Σμύρνης, σε παρόμοιες συνθήκες με τα αμερικάνικα μπλουζ, ενώ επιστρατεύεται και ο βιογράφος του Θεοδωράκη, Γιώργος Αρχιμανδρίτης, που αναφέρεται στις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι (1954-1961), με δάσκαλο τον ριζοσπαστικό συνθέτη Ολιβιέ Μεσιέν, αλλά και στο χρονικό της μελοποίησης του «Επιτάφιου», του Γιάννη Ρίτσου, με εισαγωγή ρεμπέτικου ρυθμού με μπουζούκι, φέρνοντας επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι, καθώς η ιδιοφυή έμπνευση του Θεοδωράκη έφερε μέσω της μουσικής την ελληνική ποίηση στον λαό. Ο Γκίλσεναν διερευνά τη μουσικολογική διάσταση του τραγουδιού, επιστρατεύοντας ηθοποιούς, τραγουδιστές, μουσικούς και ερευνητές που αποδίδουν και εξηγούν τα μουσικά μονοπάτια από την ιρλανδική μπαλάντα μέχρι τη μουσική διάσταση του Θεοδωράκη. Παράλληλα, εμπλουτίζει το ντοκιμαντέρ με ενδιαφέρουσες μουσικές προσμίξεις, από ιδιαίτερους ερμηνευτές, όπως η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου και η Λαμπρινή Γιώτη. Στην αναζήτηση του Ντόργκαν αν το «Laughing boy» παραμένει το ίδιο τραγούδι με το «Γελαστό παιδί», δίνεται μεγάλη έμφαση στη μεταφραστική του περιπέτεια, που δημιουργεί «αμφίδρομα ρεύματα», παράλληλα με τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες που γέννησαν ένα ιρλανδικό τραγούδι, το οποίο στην Ελλάδα μετατράπηκε σε αγωνιστικό, αντιδικτατορικό και στη συνέχεια αντιφασιστικό ύμνο, που σφραγίστηκε από τη χαρισματική προσωπικότητα του Λαμπράκη, ο οποίος «επηρεασμένος από το κίνημα ειρήνης του Μπέρτραν Ράσελ και τις μεγαλειώδεις, τότε, πορείες στο Λονδίνο, προσπάθησε να τις μεταλαμπαδεύσει στην κυνηγημένη ελληνική αριστερά, οραματιζόμενος ένα ευρύτερης εμβέλειας αγωνιστικό μοντέλο, μακριά από την εμφυλιοπολεμική συνθήκη». Μετά τη δολοφονία του από το παρακράτος της δεξιάς, το τραγούδι «Το Γελαστό παιδί» αποκτά αρχετυπική βαρύτητα και ταυτίζεται με τη συμβολική έννοια του «παλικαριού», που σύμφωνα με τον Παντελή Μπουκάλα «στην ελληνική παράδοση είναι η λαϊκή αντίληψη για ένα μυθικό πλάσμα που συγκεντρώνει όλες τις αρετές: φιλοτιμία, μπέσα, ομορφιά, ορμή, πάθος για τη ζωή και περιφρόνηση του θανάτου». Ο εικαστικός Ανδρέας Μαράτος, στη σκηνή του ελεύθερου αυτοδιαχειριζόμενου θεάτρου «Εμπρός» αναφέρεται στις προσμίξεις εκκλησιαστικής και βυζαντινής μουσικής, με τις ιρλανδικές μπαλάντες και τους εμβατηριακούς ρυθμούς του Θεοδωράκη για τη θεατρική παράσταση.

Ο Ντόργκαν επισκέπτεται στο Παρίσι τον Ροβήρο Μανθούλη, εμβληματικό σκηνοθέτη και εγκάρδιο φίλο τού Μίκη, σε αρκετά προχωρημένη πλέον ηλικία, λίγο πριν τον θάνατό του, το 2022, ο οποίος σε άπταιστα αγγλικά αναφέρεται στις αρετές αυτού του «κατεξοχήν Μεγάλου Ποιητικού Συνθέτη», ενώ στο χώρο του Πολυτεχνείου συναντά τον Παντελή Βούλγαρη, ο οποίος υποστηρίζει πως το «Γελαστό Παιδί» ήταν το κατεξοχήν τραγούδι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το τραγούδι πρωτοτραγουδήθηκε από την Ντόρα Γιαννακοπούλου, έγινε όμως ευρύτερα γνωστό με την επική ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Εικόνες από την συναυλία του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη το 1974, παρμένες από το πολιτικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1975), απαθανατίζουν τη Φαραντούρη, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Μίκη, να ξεσηκώνει τα πλήθη, τραγουδώντας το «Γελαστό Παιδί».

Μεγάλος θαυμαστής του κινηματογράφου του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο Γκίλσεναν στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή στο Γαλλικό Ινστιτούτο, τόνισε ότι θεωρεί τιμή να συνθέσει την πρωτότυπη μουσική του ντοκιμαντέρ η Ελένη Καραΐνδρου. Πίσω από τις μουσικές που ακούγονται, ο σκηνοθέτης επιμένει να κρατήσει με ιερότητα τη μελαγχολική μουσική της Καραΐνδρου, με συμφωνικά στοιχεία κονσέρτων του 18ου αιώνα, όπου το ηχόχρωμα θλιμμένου όμποε συνενώνεται με στοιχεία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, που το κοινό χαρακτήρισε ως μουσική «χαρμολύπη», που ωστόσο περιορίζει τον αγωνιστικό χαρακτήρα του Θεοδωράκη, μπολιάζοντας το ντοκιμαντέρ με μια αναστοχαστική «αγγελοπουλική» ματιά. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με πλάνο από τον τάφο του Παύλου Φύσσα, με τον Ντόργκαν να αναφέρεται στο πανό των φίλων του, που περιείχε τον στίχο «σκότωσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί», σχολιάζοντας την αδιάλειπτη ροή της θανάτωσης ενός χαμογελαστού παιδιού.

Στην πανηγυρική προβολή του ντοκιμαντέρ στο Γαλλικό Ινστιτούτο, παρευρέθηκαν και έλαβαν μέρος στη συζήτηση που ακολούθησε εκτός από τους συντελεστές, πλήθος προσωπικοτήτων όπως η χήρα του αγωνιστή Σπύρου Μουστακλή, η κόρη της αγωνίστριας της Αντίστασης, Βούλας Δαμιανάκου και ο Παντελής Μπουκάλας, που υποστήριξε «τα λαϊκά τραγούδια ταξιδεύουν αλλάζοντας και αλλάζουν και τον κόσμο, που τα υποδέχεται». Το κοινό επεσήμανε τη διαφορά, πως ενώ ο Μπίαν αναφέρει «σκοτώσαν οι δικοί μας», γιατί ο Κόλινς σκοτώθηκε από Ιρλανδούς του ΙRΑ, ο Ρώτας το αποδίδει «σκότωσαν οι εχθροί μας» και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μετατρέπεται σε «σκότωσαν οι φασίστες». Είναι σημαντική και η παρατήρηση πως «ενώ στην Ιρλανδία το τραγούδι αποδόθηκε μουσικά με τρυφερό τρόπο, στην Ελλάδα ο Μίκης το κάνει παιάνα, προβάλλοντας στην ήττα του θανάτου, το θρίαμβο της θυσίας».

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Στη Θεσσαλονίκη, τρίτη και τελευταία προβολή του ντοκιμαντέρ «Το γελαστό παιδί», την Τετάρτη 19/4/2023, αίθουσα Σταύρος Τορνές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!