Η πρώτη ταινία της Περουβιανής Μελίνα Λεόν «Τραγούδι χωρίς όνομα» επιχειρεί έμμεσα να συνδέσει το προβληματικό παρόν της χώρας της, που διοικείται ακόμα από πρώην στελέχη της Γουώλ Στριτ, με την 20χρονη περίοδο τρομοκρατίας που προηγήθηκε, εστιάζοντας στην πραγματική ιστορία συστηματικής κλοπής βρεφών, που είχε αποκαλύψει ο δημοσιογράφος πατέρας της.

Η σκηνοθέτρια επιλέγει συνειδητά ασπρόμαυρο φιλμ και φορμάτ 4:3, με στρογγυλευμένες άκρες, παραπέμποντας στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των εφημερίδων της εποχής και στα τηλεοπτικά επίκαιρα.

Ήδη από τους τίτλους αρχής, παραθέτει ασπρόμαυρο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό από ρεπορτάζ και πρωτοσέλιδα εφημερίδων, σχετικά με τον πληθωρισμό, τη φτώχεια, τις συνεχείς διακοπές ρεύματος, καθώς και μαζικές δολοφονίες κατά τις ένοπλες συγκρούσεις στρατού-αντάρτικων ομάδων. Ειδικά το 1988, εποχή που τοποθετεί την ταινία της, επικρατούσε στρατιωτικός νόμος και κλίμα τρομοκρατίας, με απαγόρευση κυκλοφορίας, δολοφονίες και εξαφανίσεις πολιτών, καθώς και παράνομο εμπόριο βρεφών, που έπληττε κυρίως ανήμπορους αυτόχθονες, υποθέσεις που έφτασαν μόλις πρόσφατα στη δικαιοσύνη. Η βαναυσότητα αυτού του αυθαίρετου και ατιμώρητου εγκλήματος διατυπώνεται στην ταινία μέσα από τα λόγια ενός Γερουσιαστή, με το ψευδεπίγραφο επιχείρημα πως τα παιδιά που δόθηκαν για υιοθεσία στο εξωτερικό, θα έχουν καλύτερο μέλλον, αφού ούτε οι γονείς τους δεν μπορούσαν να τα φροντίσουν.

Η αυτόχθονη έγκυος Γεωρχίνα πουλάει πατάτες στους λασπωμένους δρόμους του ορεινού χωριού, όπου κατοικεί μαζί με τον σύζυγό της, σε μια ξύλινη παράγκα.

Ετοιμόγεννη σχεδόν, ξεκινά για ένα ίδρυμα στην πρωτεύουσα, που περιθάλπει δωρεάν εγκύους, όπως άκουσε σε ραδιοφωνική διαφήμιση. Ξυπνώντας μετά τη γέννα, τής δηλώνουν πως το μωρό της βρίσκεται στο νοσοκομείο και την διώχνουν δίχως εξηγήσεις. Επιστρέφοντας εκεί η Γεωρχίνα βρίσκεται μπρος σε αδειανά γραφεία και κλειστές πόρτες, ανακαλύπτοντας έντρομη πως ήταν όλα μια απάτη. Συντετριμμένη, αναζητά βοήθεια από ένα νεαρό δημοσιογράφο, τον Πέδρο.

Με πρωταγωνιστές ερασιτέχνες ηθοποιούς, η ταινία ανοίγει με μακρινό πλάνο, όπου αυτόχθονες χωρικοί, με παραδοσιακές στολές και μουσικά όργανα, κατηφορίζουν νύχτα στα υψίπεδα των Άνδεων, με φόντο το αμφιθεατρικό ορεινό χωριό της επαρχίας Αγιακούτσο, περιοχή βίαιων στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των ανταρτών, όπου γυρίστηκε η ταινία, ονομασία που στα κετσουά σημαίνει «γωνιά των νεκρών». Ενδεικτική του κλίματος της εποχής είναι η σκηνή με τους νεκρούς άοπλους φτωχούς αγρότες, γεγονός που παραμένει μυστήριο στην ταινία, όπου εμφανίζεται και ο Πέδρο, για ρεπορτάζ. Αντίστοιχο μυστήριο καλύπτει και τη σκηνή στο ψαροχώρι, με τα καλύβια πάνω σε πασσάλους, όπου μια φοβισμένη γυναίκα οδηγεί μέσα από πλωτούς διαδρόμους τον Πέδρο σε ένα καφενείο, προκειμένου να του δώσει πληροφορίες για το ίδρυμα που ερευνά. Η σύλληψη σε ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας της Γεωρχίνα και του Πέδρο, καθώς και η φυλάκισή τους επιβεβαιώνει τη στρατιωτική επιβολή.

Πότε σε μακρινά πλάνα αναδεικνύεται ένα εχθρικό περιβάλλον που δυσχεραίνει τις προσπάθειες των πρωταγωνιστών, πότε σε κοντινά, τα καταρρακωμένα τους πρόσωπα μαρτυρούν την απαξίωση των δημοσίων υπηρεσιών, να τους εξυπηρετήσουν.

Η επιμελημένη ασπρόμαυρη σκοτεινή φωτογραφία του Ίντι Μπριόνες, με πολλά βραδινά πλάνα, αναδεικνύει και τον πολιτικό σκοταδισμό της εποχής, ενώ η ευαίσθητη πρωτότυπη μουσική, βασισμένη σε ηχόχρωμα παραδοσιακής άρπας, ανήκει στην Περουβιανή συνθέτρια πειραματικής μουσικής Πάουκι Σασάκι.

Επιλέγοντας να αναδείξει τη βουβή αίσθηση συντριβής της πρωταγωνίστριας, η σκηνοθέτρια αναπτύσσει κινηματογράφηση που εντείνει δραματουργικά τη θλίψη της. Μέσα από σταθερά μακρινά πλάνα καθιστά εμφανή τη διάρκεια του χρόνου, με την ηρωίδα να διανύει πεζή, με φουσκωμένη κοιλιά, ανηφορικές βουνοπλαγιές, κακοτράχαλους λόφους και λασπωμένους δρόμους, μέχρι το τρένο για τη Λίμα, ενώ η «σισύφεια» προσπάθειά της να ανέβει ένα-ένα και αργά τα σκαλοπάτια της κλινικής, προσομοιάζει τη σκάλα με τον δικό της Γολγοθά.

Οπτικό μοτίβο της επίπονης καθημερινότητας αποτελούν τα ομιχλώδη σκοτεινά σταθερά πλάνα, με τους πρωταγωνιστές να ανεβαίνουν την απότομη πλαγιά, ενώ ο άνεμος λυσσομανάει.

Κοπιαστική είναι και η ανάβαση της σκάλας της πολυκατοικίας από τον νεαρό γείτονα του Πέδρο, χαρακτήρα που παραπέμπει στο «Φράουλα και Σοκολάτα» (1993/Τομάς Γκουτιέρες Αλέα), με το ποδήλατο στον ώμο, ενώ προβάρει την ατάκα του Τενεσί Ουίλιαμς «ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δύο τόπους», από τον «Γυάλινο Κόσμο», παράσταση που θα ανεβάσει με την ομάδα του, συνοψίζοντας τη σκηνοθετική επιλογή χωροχρονικής συσχέτισης, με την υπαρξιακή διάσταση της ιστορικής μνήμης, όπου το προσωπικό εντάσσεται στην ευρύτερη καταγραφή ενός συλλογικού τραύματος.

Οι πρωταγωνιστές απεικονίζονται να ανεβαίνουν και τα πολλά σκαλοπάτια του επιβλητικού Δικαστικού Μεγάρου, ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα που προηγείται στη σειρά στο γκισέ δηλώνει τον γιο της αγνοούμενο, άλλη μια ενδεικτική λεπτομέρεια της σκοτεινής εκείνης περιόδου.

Το παραδοσιακό στοιχείο –μάσημα φύλλων κόκας, χρυσοκέντητες παραδοσιακές στολές, θλιμμένα λαϊκά τραγούδια και παραδοσιακή μουσική με βιολί και περουβιανή άρπ–- επικρατεί από τις πρώτες εντυπωσιακές σκηνές, με τις τελετουργικές ευλογίες στη Μητέρα Γη, τον Πατέρα Ήλιο και τα Μεγάλα Βουνά, πριν αρχινήσουν τραγούδι και χορό, που υπογραμμίζονται με αργή κίνηση.

Η ανείπωτη βουβή θλίψη της Γεωρχίνα μεταφέρεται κυρίως μέσα από τη σημασία που δίνεται στο τραγούδι, άμεσα συνδεδεμένο με την παράδοση των αυτοχθόνων, που προσφέρει παρηγοριά απαλύνοντας τον πόνο. Η στέρηση της μητρικής στοργής αποδίδεται με το νανούρισμα μιας τυλιγμένης κουβέρτας σε σχήμα μωρού στην αδειανή αγκαλιά, ενώ το τελικό πανοραμικό πλάνο καταλήγει να εστιάζει σταδιακά στο πρόσωπο της ηρωίδας, καθώς το νανούρισμα που σιγοτραγουδάει μετατρέπεται σε μοιρολόι για το χαμένο της μωρό.

Χαρακτηριστικό για την απαξιωτική μοίρα της γυναίκας αποτελεί και το τραγουδάκι που ακούγεται από μικρά κορίτσια στο αίθριο του κτιρίου της κλινικής, με στίχους «χήρα ή διαζευγμένη, ανύπαντρη ή παντρεμένη, μητέρα με ένα ή πολλά παιδιά, πάντα θα είσαι άχρηστη…»

Στο αργόσυρτο αυτό λυρικό δράμα, με έμφαση στη σιωπή και στο άρρητο, η Λεόν μεταφέρει έμμεσα, με εικόνες, σιωπές και θρήνους, το κλίμα τρομοκρατίας, σε μια περίοδο που οι πολίτες δεν μπορούσαν να μιλήσουν ανοιχτά για ό,τι συνέβαινε, ενώ επιλέγει να αναδείξει τη βία της εποχής, εστιάζοντας στα βάσανα μιας φτωχής γυναίκας, σε μια εξαθλιωμένη περουβιανή επαρχία αυτοχθόνων.

Αντίστοιχη έμφαση τόσο στη γυναικεία υπόσταση όσο και στα λαογραφικά στοιχεία των αυτοχθόνων άρρηκτα συνδεδεμένα με την περουβιανή ταυτότητα, είχε μεταφερθεί και στις ταινίες της Περουβιανής Κλαούντια Γιόσα («Το Γάλα της Θλίψης»/2009, Χρυσή Άρκτος στη Μπερλινάλε), στα χνάρια της οποίας βαδίζει από την πρώτη της ταινίας και η Λεόν.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,μ [email protected]

INFO

Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος, στις 27/1/2020, έχουν προγραμματιστεί στην Αθήνα, ειδικές προβολές:

α) Στον ιστορικό κινηματογράφο τέχνης Studio (Πλ. Αμερικής) θα προβληθούν: 15:30 «Κάπο» (1961/Τζίλο Ποντεκόρβο), 17:15 «Ιάκωβος ο Ψεύτης» (1975/Φρανκ Μπέγιερ) 19:00 «Νύχτα και Καταχνιά» (1955/Αλέν Ρενέ), 19:30 «Stars, η μπαλάντα ενός λαού» (1959/Κόνραντ Βολφ), 21:00 «Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» (1965/Γιαν Καντάρ-Έλμαρ Κλος) και 23:00 «Γυμνό ανάμεσα στους λύκους» (1963/ Φρανκ Μπέγιερ). Εισιτήριο ανά ταινία 5 €, ενιαίο 10 €.

β) Στο Exile Room (Αθηνάς 12, Μοναστηράκι, 3ος όροφος), σε συνεργασία με το Goethe-Institut Athen θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Shoah» (1985) του Κλωντ Λανζμάν (540΄). Εξαιτίας της επικής διάρκειας 9μιση ωρών, θα προβληθεί σε 4 μέρη με διαλείμματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!