Πολλαπλασιάζονται οι αντιδράσεις και οι… αντιφάσεις
«Μη διαθέσιμοι» (indisponibili) να αναλάβουν διδακτικά καθήκοντα το φετινό ακαδημαϊκό έτος, δηλώνουν περίπου δέκα χιλιάδες ερευνητές με οργανικές θέσεις σε 46 ιταλικά πανεπιστήμια.
Συνολικά, στα ιταλικά πανεπιστημιακά ιδρύματα υπάρχουν περίπου 50.000 επιστημονικοί ερευνητές, εκ των οποίων οι 25.000 έχουν οργανική θέση ενώ οι υπόλοιποι εργάζονται σε καθεστώς άτυπων εργασιακών σχέσεων, με αναθέσεις ερευνητικών προγραμμάτων, ερευνητικές υποτροφίες κ.λπ.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα ιταλικά πανεπιστήμια βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν αφενός σε παράγοντες που αφορούν την οικονομική διαχείριση του κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος χωριστά, αφετέρου το γενικό πλαίσιο της εθνικής πολιτικής για τα πανεπιστήμια που δημιουργεί αβεβαιότητα, λόγω των συνεχών αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο, λόγω της σταδιακής μείωσης της κρατικής επιχορήγησης για την ανώτατη εκπαίδευση και, τέλος, λόγω της συνεχούς μείωσης του μόνιμου προσωπικού και της επικράτησης επισφαλών εργασιακών σχέσεων. Χαρακτηριστικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στο ιταλικό πανεπιστήμιο έχουν γίνει τρεις μεγάλες μεταρρυθμίσεις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: του κεντροαριστερού Berlinguer το 1996 (που θεσμοθέτησε τους δύο κύκλους σπουδών, 3+2), της Moratti το 2004 και της Gelmini το 2008. Η τελευταία μεταρρύθμιση, πέραν της δραστικής μείωσης των δαπανών που αφαιρεί συνολικά μέχρι το 2013, 1,5 δισ. ευρώ από τα πανεπιστήμια, οδήγησε στο δραστικό περιορισμό του προσωπικού των πανεπιστημίων, αφού από το 2009 ώς το 2011 θα προσλαμβάνεται το 20% των συνταξιοδοτούμενων, καθώς και στη μετατροπή των δημόσιων πανεπιστημίων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Σήμερα, ένα ακόμα σχέδιο νόμου που αφορά την οργάνωση των πανεπιστημίων (1905s) βρίσκεται προ των πυλών. Το νέο σχέδιο νόμου, που εγκρίθηκε, ήδη, από την ιταλική Γερουσία, προβλέπει την ύπαρξη συμβουλίου διαχείρισης κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος. Έτσι, η σύγκλητος θα περιοριστεί σε ακαδημαϊκά ζητήματα και το συμβούλιο διαχείρισης θα ασχολείται με την αναζήτηση πηγών χρηματοδότησης και με τον προσανατολισμό των ιδρυμάτων, σε σχέση με την αγορά. Επίσης, με το ίδιο σχέδιο νόμου καταργούνται οι συμβάσεις αορίστου χρόνου για τους ερευνητές. Θα υπάρχουν μόνον τριετείς συμβάσεις που θα μπορούν να ανανεωθούν μόνο για μία φορά, πριν ο ενδιαφερόμενος διεκδικήσει θέση καθηγητή επί θητεία. Τέλος, το δικαίωμα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση υφίσταται ριζικό μετασχηματισμό. Αν, προηγουμένως, οι όποιες παροχές και υποτροφίες συνδέονταν με το εισόδημα των οικογενειών των φοιτητών, με το νέο σχέδιο νόμου τα κριτήρια θα αφορούν αποκλειστικά τη λεγόμενη «αριστεία». Θα δημιουργηθεί ένα «ταμείο αριστείας» που θα χρηματοδοτείται εν μέρει από το κράτος και εν μέρει από ιδιωτικές δωρεές.
Οι επιστημονικοί ερευνητές είναι οργανωμένοι κυρίως στο «Δίκτυο 29 Απρίλη» (Rete 29 Aprile), που πήρε το όνομά του από τη μέρα της ίδρυσής του τον περασμένο Απρίλιο. Μέχρι σήμερα, πέραν της αποχής από το διδακτικό έργο, το Δίκτυο έχει οργανώσει δύο μεγάλες συνελεύσεις ερευνητών που ενέκριναν το πλαίσιο των διεκδικήσεων του και τις μέχρι τώρα κινήσεις του.
Οι ερευνητές ζητούν, καταρχάς, τη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου διδακτικού ρόλου για όσους έχουν διδακτικά καθήκοντα, με τα ίδια εργασιακά δικαιώματα, ανεξάρτητα από το αν αποτελούν μόνιμο ή άλλου είδους πανεπιστημιακό προσωπικό. Δεύτερον, την κατάργηση του παγώματος αναπλήρωσης των συνταξιοδοτούμενων καθηγητών. Ο αριθμός των διδασκόντων, υποστηρίζουν οι ερευνητές, πρέπει να γίνει τουλάχιστον ίσος με εκείνον που υπήρχε το 2008. Τρίτον, τη θεσμοθέτηση μιας μοναδικής πορείας εξέλιξης καθηγητή επί θητεία (tenure track), πριν από την πρόσληψη σε μόνιμη θέση, που θα είναι ανεξάρτητη από τις διδακτορικές σπουδές και τη μεταδιδακτορική έρευνα και θα καταργεί την πληθώρα τυπικών ή άτυπων μορφών επισφαλούς εργασίας. Η μεταδιδακτορική έρευνα προτείνουν να γίνεται με συμβάσεις ερευνητή ορισμένου χρόνου. Τέταρτον, την εγγύηση του δικαιώματος στις σπουδές με αξιολογικά κριτήρια. Πέμπτον, την εκπροσώπηση όλων των συνιστωσών του πανεπιστημίου στη διοίκησή του, καθώς και τον περιορισμό του συμβουλίου διαχείρισης σε διοικητικά καθήκοντα και όχι σε ακαδημαϊκά ζητήματα που αφορούν τη διδασκαλία και την έρευνα για τα οποία μοναδική ευθύνη έχουν οι σύγκλητοι των πανεπιστημίων. Έκτον, τη γενναία επιχορήγηση των πανεπιστημίων από το κράτος, ώστε να υλοποιηθούν οι παραπάνω προτάσεις, καθώς και εγγυήσεις για την ανάπτυξη της έρευνας με την άμεση προκήρυξη ερευνητικών διαγωνισμών με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.
Μολονότι οι επιστημονικοί ερευνητές αποτελούν την κύρια δύναμη που αντιδρά αυτή τη στιγμή στο σχέδιο νόμου 1905s, τα αιτήματά τους δεν φαίνεται να αμφισβητούν βασικές πλευρές του. Για παράδειγμα, δεν αμφισβητούν τη μανατζερίστικη κατεύθυνση της ανάθεσης της διαχείρισης του πανεπιστημίου σε ένα συμβούλιο διοίκησης, αλλά ούτε και προηγούμενες μεταρρυθμίσεις όπως είναι οι δύο κύκλοι σπουδών.
Επίσης, η γενική βούληση να εγγυηθεί το κράτος το δικαίωμα στις σπουδές «γι’ αυτούς που το αξίζουν» δεν αποτελεί ουσιαστικό αίτημα εφόσον αυτό που τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι το πώς ορίζονται αυτοί που το αξίζουν. Από την άλλη, όμως, οι επιστημονικοί ερευνητές κάνουν σημαντικές προτάσεις για την «τακτοποίηση» των εργασιακών σχέσεων στο πανεπιστήμιο, τον περιορισμό της επισφάλειας, καθώς και για την αναγνώριση της εργασιακής ισοτιμίας, όσον αφορά το διδακτικό έργο.
Έτσι, τα πανεπιστήμια είναι σε αναβρασμό, η έναρξη του ακαδημαϊκού έτους σε πολλά ιδρύματα αναβάλλεται, οι πρυτάνεις βρίσκονται σε κλοιό, αφού από τη μία υφίστανται τον οικονομικό στραγγαλισμό και από την άλλη υποστηρίζουν την υπουργική μεταρρύθμιση και ένας νέος παράγοντας φαίνεται έτοιμος να εισβάλλει στο προσκήνιο: το φοιτητικό κίνημα.