Αρχική πολιτική οικονομία Αντισυνταγματικός μεν στα επιμέρους, τετελεσμένος δε ο νόμος Κατρούγκαλου

Αντισυνταγματικός μεν στα επιμέρους, τετελεσμένος δε ο νόμος Κατρούγκαλου

του Γιάννη Δουλφή*

Η πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημισμένη απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) –που εκδόθηκε πρόσφατα σε πέντε επιμέρους αποφάσεις– άφησε ανέγγιχτο τον πυρήνα του νόμου που με το τέχνασμα της «εθνικής σύνταξης» –της μόνης εγγυημένης από το κράτος, λες και δεν είναι το κράτος αυτό που νομοθετεί, εποπτεύει και έχει την ευθύνη της διαχείρισης του σύνολου ασφαλιστικού συστήματος– εισήγαγε την μερική αποδέσμευση των εισφορών από τις παροχές, αποτελώντας τη βάση δικαιολόγησης της μειωμένης ανταποδοτικότητας των καταβεβλημένων εισφορών.

Ο νόμος αυτός άνοιξε ένα αγριότερο κύκλο περικοπών, κατακερματίζοντας, τις συνταξιοδοτικές παροχές, σε ένα προσώρας «κατώτατο –εγγυημένο από το κράτος»– ποσόν, σε ένα ψευδεπίγραφα ανταποδοτικό σκέλος κύριων συντάξεων που αποτελεί τέτοιο μόνο για τα πρόσθετα άνω των 35 ετών εργασίας, ενώ το επικουρικό σκέλος του εκμηδενίζεται ταχύτατα. Ο τακτικισμός της προσωρινής διαφοράς ως προς την κύρια σύνταξη των ήδη συνταξιούχων έχει αμφισβητηθεί από την επιτροπεία των «δανειστών», ενώ η παρεμπόδιση της εξόδου νέων συνταξιούχων, κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να εξασφαλίσει «βιωσιμότητα» του συστήματος στο πλαίσιο του ατέλειωτου καθοδικού οικονομικού σπιράλ και της φρούδας εξαγγελίας της διαρκώς αναβαλλόμενης «ανάπτυξης».

Η λεγόμενη «εθνική σύνταξη», ανεξαρτήτως του ύψους της, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο ως αρωγή του κράτους προς ανασφάλιστους πολίτες ή όσους τέλος πάντων δεν συγκεντρώνουν ένα ελάχιστο ύψος εισφορών, με βάση τον συνολικό χρόνο απασχόλησης, και όχι το σύνολο των ασφαλισμένων, ισοπεδώνοντας τις διαφορετικές εισφορές τους (ανάλογα με το ποσοστό τους και τον συνολικό χρόνο απασχόλησης).

Η ισότητα που επιβλήθηκε βιαίως στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο –γεγονός που αποτελεί ισοπέδωση– τη στιγμή που στο απόγειο του καπιταλισμού, πέραν των άλλων εγγενών κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, εξακολουθεί να υφίσταται ανισότητα στις αμοιβές και στο πεδίο της εργασίας, μεταξύ διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων, ήταν άραγε αποτέλεσμα μιας «κομμουνιστικής» -–κατά τη δήλωσή του– ιδεοληψίας του κ. Κατρούγκαλου, ή η μνημονιακή ισοπέδωση, που επιβλήθηκε και σε άλλους τομείς με τις φορολογικές και άλλες εισοδηματικές αφαιμάξεις και τη λεηλασία του συσσωρευμένου κοινωνικού πλούτου που συναρμόζεται, ψευδεπίγραφα ίσως, αρμονικά όμως, με μια ιδεολογία ανάλογη του σταλινικού ολοκληρωτισμού, ληστεύοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας;

Εισφορές που χάθηκαν στον δρόμο

Σε πρώτη φάση τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ έπρεπε να αποτελούν εγγύηση βιωσιμότητας, χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος για άλλους σκοπούς (να στηρίξει μια «ανάπτυξη» των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών με «ξένα κόλλυβα») με μηδενικές αποδόσεις.

Η συνέχεια με τις περισσότερο ή λιγότερο «εξασφαλισμένες» υποτίθεται τοποθετήσεις, ώστε τα έσοδα να συμπληρώνουν το θετικό ισοζύγιο εισφορών-παροχών, αποδείχθηκε εντέλει, ακόμη πιο καταστροφική. Μετά τις σκανδαλώδεις τοποθετήσεις σε μετοχές, «δομημένα ομόλογα» και άλλους «νεωτερισμούς» προς όφελος των λειτουργιών λεηλασίας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ήρθε και η «ευλογία» των καταστροφικών –ιμπεριαλιστικής έμπνευσης– μνημονιακών πολιτικών, που εφάρμοσαν οι διαδοχικές κυβερνήσεις του δωσίλογου πολιτικού συστήματος.

Η τεράστια διόγκωση της ανεργίας με την πρωτοφανή οικονομική ύφεση που επέφεραν τα μνημόνια της επιτροπείας των «δανειστών», οι πρωτοφανείς εισοδηματικές περικοπές (και αντίστοιχες μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών), η διόγκωση της προσφυγής των επιχειρήσεων στην ανασφάλιστη εργασία (εισφοροδιαφυγή), με αποκορύφωμα την τερατώδη ανοιχτή κλοπή του PSI του Β΄ Μνημονίου, που έπληξε σχεδόν αποκλειστικά τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων και Ελλήνων μικρο-ομολογιούχων, έβαλε μια διαρκή βόμβα στα θεμέλια και τη βιωσιμότητά του συστήματος.

Και ασφαλώς, η θεσμοθέτηση της ακραία νεοφιλελεύθερης μνημονιακής πολιτικής, σταδιακής μεν, αλλά πολύ γρήγορης απόσυρσης του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης του συστήματος.

Οι περικοπές των συντάξεων σε όλη αυτή την περίοδο ακολούθησαν τη βίαιη περικοπή μισθών και εισοδημάτων, σε μια ισοπεδωτική λογική αναίρεσης οποιασδήποτε ανταποδοτικότητας, ώστε αυτές να μετατραπούν εν τέλει σε κρατικό φιλοδώρημα, και οι ασφαλιστικές εισφορές δεκαετιών να θεωρηθούν επαχθείς φόροι των από κάτω στο αδηφάγο σύστημα του «σύγχρονου καπιταλισμού της λεηλασίας» και των ιμπεριαλιστικών του κέντρων.

Οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της διαδρομής ήταν όσοι εισήλθαν στην αγορά εργασίας από τη δεκαετία του ’70, που είδαν εκ των υστέρων να περικόπτονται αναδρομικά, στις συντάξεις τους, οι εισφορές που είχαν παρακρατηθεί και καταβληθεί ως μέρος του μισθού τους.

Η συρρικνωμένη, και νεορρυθμισμένη, αγορά εργασίας, το μειωμένο μέσο γενικό μισθολογικό επίπεδο, η επισφαλής και η μερική απασχόληση, η υποασφάλιση και η εισφοροδιαφυγή, που επέφεραν όλες οι παραπάνω παρεμβάσεις, διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο ως προς τη δυνατότητα χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος.

Στα πλαίσια αυτά, οι μειωμένες εισροές (ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων-εργοδοτών, κρατική επιχορήγηση), δεδομένης της διαχρονικής και ενίοτε εγκληματικής λεηλασίας των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων συνεπάγονται μειωμένες εκροές (συνταξιοδοτική δαπάνη).

Μόνο μια νέα αναπτυξιακή πολιτική με μοχλό την παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα απορροφά την ανεργία και θα αυξάνει τους μισθούς κατοχυρώνοντας τα εργασιακά δικαιώματα, θα προσφέρει πρόσθετους πόρους στο σύστημα και θα δώσει τη δυνατότητα αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος

Οι αποφάσεις

Με τις αποφάσεις που γνωστοποιήθηκαν την προηγούμενη Παρασκευή το ΣτΕ έκρινε ως αντισυνταγματικά:

  • Τον τρόπο υπολογισμού εισφορών αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών.
  • Τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και το πλαφόν των 1.300 ευρώ για ανώτατη σύνταξη.
  • Τον τρόπο υπολογισμού του ποσοστού αναπλήρωσης για όσους συνταξιοδοτούνται μετά τον νόμο Κατρούγκαλου (Μάιος 2016) καθώς είναι εξαιρετικά χαμηλό.

Οι κεντρικοί πυλώνες του νόμου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) κρίθηκαν με οριακή πλειοψηφία συνταγματικοί.

  1. Η ενιαία οργανωτική δομή του ΕΦΚΑ κρίθηκε συνταγματική στη βάση της ισότητας και της αναλογικότητας.
  2. Ο επανυπολογισμός των συντάξεων με οριακή πλειοψηφία 13 έναντι 12, κρίθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ συνταγματικός με βάση τις συντάξεις την 31η Δεκεμβρίου του 2014.

Το Δικαστήριο αγνόησε τις περικοπές του δεύτερου Μνημονίου (4093/2012) που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την Ολομέλεια του 2015. Κώφευσε ως προς τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων που έκρινε ομόφωνα με επτά αποφάσεις ότι οι περικοπές του Β΄ Μνημονίου παραβίαζαν το άρθρο 12 του ΕΚΧ, και ειδικότερα την πρόβλεψη ότι οι συντάξιμες αποδοχές πρέπει να βρίσκονται εγγύς του μισθού των εργαζομένων που είχαν στο εργασιακό τους βίο. Έκλεισε τα μάτια του απέναντι στη χιονοστιβάδα των περικοπών των τριών μνημονίων που περιέκοψαν το εισόδημα των συνταξιούχων (κύριες και επικουρικές συντάξεις, εφάπαξ) σε ποσοστά πάνω από 50% ιδίως στις μεσαίες και ανώτερες συντάξεις, με την επιχειρηματολογία ότι πρέπει αυτοί να σηκώσουν τα δημοσιονομικά βάρη (1).

Το δικαστήριο σχετικά με τα αναδρομικά περιόρισε ασφυκτικά τα περιθώρια. Σε αντίθεση με τα ειδικά μισθολόγια όπου χορηγήθηκαν οι περικοπές του δευτέρου μνημονίου, στο χώρο τον ιδιωτικό αυτές οι περικοπές δεν θα χορηγηθούν. Σε αντίθεση επίσης με την αναδρομικότητα που επέβαλαν οι μνημονιακές πολιτικές, με τις περικοπές των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων, στο σύνολο του εργασιακού βίου των ασφαλισμένων, επικυρώνοντας τη λεηλασία των καταβληθεισών εισφορών τους.

Ως προς τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, που κρίθηκε αντισυνταγματικός, ένα ενιαίο ποσοστό εισφορών που αρκεί για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα με βάση αναλογιστική μελέτη (που να αναλογεί στο άθροισμα εισφορών εργαζόμενου και εργοδότη των μισθωτών), ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος θα αρκούσε. Σε περίπτωση που για νεοεισερχόμενους ασφαλισμένους κρίνεται ότι απαιτούνται μειωμένες εισφορές θα μπορούσε να υπάρξει κρατική επιχορήγηση εκτός ασφαλιστικού συστήματος.

Η ασάφεια και η αοριστία επιπλέον ως προς τη μειωμένη ανταποδοτικότητα και τον τρόπο υπολογισμού του ποσοστού αναπλήρωσης, που δεν θίγει το ζήτημα της αναλογικότητας στην ανταποδοτικότητα, δεν προσδιορίζουν την κατεύθυνση των διορθωτικών παρεμβάσεων για την αποκατάσταση των αδικιών.

Οι αποφάσεις λοιπόν αυτές ανοίγουν το δρόμο για μια νέα νομοθετική παρέμβαση στο ασφαλιστικό, φράζοντας το δρόμο για οποιαδήποτε αναδρομική διεκδίκηση για το διάστημα που ο νόμος εφαρμόστηκε. Πρόκειται για μια οξύμωρη αντισυνταγματικότητα, που αποτελεί «δώρο» στη νέα κυβέρνηση που είναι ελεύθερη να νομοθετήσει, χωρίς το βραχνά ενός πρόσθετου δημοσιονομικού κόστους από την αναδρομικότητα.

Οι αποφάσεις αυτές δεν αφορούν εν τέλει τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους που προσέφυγαν, αλλά τη διατήρηση ενός συστήματος ολοένα και πιο μειωμένων προσδοκιών.

Συμπέρασμα

Βέβαια το ζήτημα του ασφαλιστικού συστήματος, της βιωσιμότητάς του με την εξασφάλιση παροχής συντάξεων με ουσιαστική ανταποδοτικότητα ως προς τις εισφορές του παρελθόντος και ως εκ τούτου αξιοπρεπούς διαβίωσης, δεν είναι νομικό. Ούτε μπορεί να επιλυθεί μακροχρονίως, από οποιαδήποτε νέα νομοθετική παρέμβαση, αποσπασματικά και έξω από τα πλαίσια μιας συνολικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδιαίτερα δε στα ασφυκτικά πλαίσια που έχει επιφέρει το μνημονιακό καθεστώς στη χώρα, όσο αυτό δεν αμφισβητείται εμπράκτως.

Το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος δεν βρίσκεται στο ύψος των παροχών, αλλά των εισροών που σχετίζονται με μια σειρά παράγοντες, όπως ήδη ενδεικτικά αναφέρθηκαν.

Αυτό διαπιστώνεται και από τα πενιχρά για το σύστημα αποτελέσματα από την τριετή λειτουργία του νόμου, με τη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μέσω της ανάσχεσης εξόδου από τον εργασιακό βίο, λόγω αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και της μείωσης των συντάξεων από το δραστικό περιορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, ενώ οι υπέρμετρες εισφορές για τα υψηλότερα επίπεδα αμοιβών των αυτοαπασχολούμενων, είχε μάλλον ως αποτέλεσμα την εισφοροδιαφυγή και τη φοροδιαφυγή.

Η εκπεφρασμένη βούληση της παρούσας κυβέρνησης, για γενική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, παράλληλα με τη βιωσιμότητα του συστήματος χωρίς δημοσιονομική επίπτωση, βρίσκεται μακράν της κατεύθυνσης έστω και βραχυπρόθεσμης επίλυσης.

Μια βελτιωμένη συνολική και αναλογική ανταποδοτικότητα, παράλληλα με θεσμοθετήσεις αξιοπιστίας και κρατικών εγγυήσεων, θα ωθούσε τουλάχιστον τους εργαζόμενους να συνυπολογίζουν τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές τους απολαβές ως μέρος του μισθού, όπως πράγματι είναι οι ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και εργοδότη, διεκδικώντας καλύτερες συνολικά εργασιακές σχέσεις, όσο και όπως μπορούν στο υφιστάμενο δυσμενές εργασιακό τοπίο, όπως και τους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες να καταβάλουν εισφορές με σχετικά υψηλές προσδοκίες.

Οψόμεθα, ωστόσο, λοιπόν, για τη νέα κυβερνητική παρέμβαση στο ασφαλιστικό, που θα κρίνει κατά πόσον οι εξαγγελίες για δικαιότερο και βιώσιμο σύστημα θα τύχουν κάποιας έστω και ελάχιστης βελτίωσης.

Θα πρέπει εν κατακλείδι να τονισθεί ότι μόνο μια νέα αναπτυξιακή πολιτική με μοχλό την παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα απορροφά την ανεργία και θα αυξάνει τους μισθούς κατοχυρώνοντας τα εργασιακά δικαιώματα, θα προσφέρει πρόσθετους πόρους στο σύστημα και θα δώσει τη δυνατότητα αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Με την αποκατάσταση των ληστευθέντων αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων διαχρονικά με ανακεφαλαιοποίηση, με αποτελεσματικούς μηχανισμούς καταπολέμησης της ανασφάλιστης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής, παράλληλα με την απαραίτητη κρατική χρηματοδότηση στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης του συστήματος, μπορεί να αποτελέσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος στην κατεύθυνση της απονομής αξιοπρεπών συντάξεων. Κάτι τέτοιο βέβαια προσκρούει στη μέγγενη που έχουν διαμορφώσει στην πατρίδα μας, τόσο οι νομικοί (μνημόνια, ξένη επιτροπεία) όσο και οι οικονομικοί καταναγκασμοί (εξάρτηση από το ευρώ, δυσθεώρητο κρατικό χρέος), από τους οποίους πρέπει να απαλλαγούμε.

1) Βλ. Λουκά Αποστολίδη «Οι αντισυνταγματικότητες που έκρινε το ΣτΕ είναι ήσσονος σημασίας», Το Βήμα, 06/10/2019

*Ο Γιάννης Δουλφής είναι οικονομολόγος, συνταξιούχος ΕΤΑΤ, πρώην εργαζόμενος στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος

Σχόλια

Exit mobile version