Χτες αποχαιρετίσαμε ακόμα έναν φίλο, ακόμα έναν σύντροφο. Στον ποικιλοτρόπως κακοφορμισμένο –ειδικά τα τελευταία χρόνια– χώρο της Αριστεράς, κάποιοι καταφέρνουν να αφήσουν το δικό τους στίγμα, τα δικά τους χνάρια. Ένας από αυτούς ήταν και ο Βασίλης Μουλόπουλος.
Από το αντιδικτατορικό κίνημα στην Ιταλία, την εφημερίδα Lotta Conitnua και τον πανίσχυρο μετέπειτα ΔΟΛ, έχοντας επιτελική, μάλιστα, θέση, ο Βασίλης κατάφερε να κρατήσει τη δική του οπτική και κυρίως τη δική του καθημερινή πράξη σε όλα τα επίπεδα.
Με έναν αφοπλιστικό και ολιγόλογο πάντα ρεαλισμό κατάφερνε να βάζει πράγματα στη θέση τους, χωρίς να αδικεί, χωρίς να «πουλάει» κάτι διαφορετικό από αυτό που έλεγε και έκανε.
Χαρακτηριστικό του Βασίλη ήταν ότι αν και βρέθηκε δίπλα σε κάθε λογής εξουσίες, ποτέ δεν έγινε μέρος τους. Ή για να το πούμε διαφορετικά, ο Μουλόπουλος ποτέ δεν έγινε ένας… μικρός Ψυχάρης – είδος που άνθιζε και ανθίζει για δεκαετίες. Αντίθετα, ήταν συνειδητά ένας αντι-Ψυχάρης, γι’ αυτό και έκανε πολλούς που δεν τον ήξεραν να αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να γράφει τέτοια πράγματα στο Βήμα.
Και κυρίως, δεν θα βρει κάποιος στο ΔΟΛ εργαζόμενους να πουν κακή κουβέντα για τον διευθυντή Μουλόπουλο κι αυτό, ειδικά στις μέρες μας, έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία.
Ούτε το βουλευτιλίκι τον «χάλασε», ούτε η σχέση του με το –κατά κάποιους– γκουβέρνο του ΣΥΡΙΖΑ τον έκανε κάτι άλλο από αυτό που ήταν και πίστευε. Ρεαλιστής και αιθεροβάμων, αυστηρός και δίκαιος, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, ήρθε πολλές φορές σε επαφή με… γάτες Ιμαλαΐων, αλλά δεν μαγαρίστηκε.
Ως εφημεριδάς, από το σχεδιασμό ακόμα του Δρόμου της Αριστεράς βοήθησε με τη γνώση του και τις προτάσεις του.
Οι κουβέντες μας πολλές, το ίδιο και οι διαφωνίες μας, αλλά πάντα κουβέντες έντιμες, καθαρές και ξάστερες.
Αντίο φίλε Βασίλη…