Γράφει η Μαρία Πλευράκη
επισκέπτρια υγείας στο ΠΓΝ Αττικόν
Μια από τις μεγαλύτερες νίκες της Ιατρικής στην καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων, αποτελεί η ανακάλυψη των εμβολίων. Τις τελευταίες δεκαετίες, νοσήματα όπως η ευλογιά εκριζώθηκαν, ενώ άλλα, όπως η πολιομυελίτιδα, η διφθερίτιδα, ο τέτανος έχουν μειωθεί θεαματικά. Δικαίως, λοιπόν, η δυνατότητα μαζικών εμβολιασμών, η χλωρίωση του πόσιμου νερού και η ανακάλυψη των αντιβιοτικών, θεωρήθηκαν ως οι σημαντικότερες ανακαλύψεις για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ανησυχητικές διαστάσεις έχει πάρει η εξάπλωση του λεγόμενου «αντιεμβολιαστικού κινήματος», το οποίο ξεκίνησε από την Αμερική και εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ένα 20% των παιδιών, παγκοσμίως, δεν εμβολιάζονται, γεγονός που οδηγεί στο θάνατο 1,5εκ. παιδιών ετησίως, από ασθένειες που θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί με τον εμβολιασμό. Παράλληλα, προειδοποιεί πως, αν η εμβολιαστική κάλυψη μειωθεί κατά 10% επιπλέον, αυξάνεται δραματικά ο κίνδυνος επιδημιών με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Τα βασικά επιχειρήματα του αντιεμβολιαστικού κινήματος επικεντρώνονται στην ασφάλεια των εμβολίων, το βαθμό αποτελεσματικότητάς τους, τη σειρά εμβολίων που πρέπει να γίνουν στα παιδιά κατά τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής τους, τη συσχέτιση κάποιων εμβολίων με νοσήματα, όπως ο αυτισμός, και φτάνουν μέχρι και την ανάπτυξη θεωριών συνωμοσιολογίας κατά της ανθρωπότητας. Η ευρεία διάδοση αυτών των απόψεων ενισχύθηκε από την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ιατρικής και την προπαγάνδα μέσω του Διαδικτύου.
Αδιαμφισβήτητα, τα εμβόλια αποτελούν ασπίδα προστασίας της δημόσιας υγείας. Όμως, η προσφορά τους δεν μπορεί εύκολα να αξιολογηθεί από τις νεότερες γενιές, αφού δεν έχουν γνωρίσει επιδημίες νοσημάτων, όπως η ευλογιά, η ιλαρά, η πολιομυελίτιδα, που κάποτε θέριζαν μικρούς και μεγάλους ή δεν έχουν γνώση της κατάστασης που επικρατεί στις υπανάπτυκτες χώρες. Ωστόσο, όπως σε κάθε ιατρική πράξη (ακόμα και στη λήψη απλού αντιπυρετικού), υπάρχει ένα ποσοστό ανεπιθύμητων ενεργειών, όμως, όπως σε κάθε απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε στη ζωή μας, πρέπει να συνυπολογίζουμε το κόστος και το όφελος. Και στην περίπτωση των εμβολιασμών, η ωφελιμότητα είναι πολλαπλάσια των πιθανών παρενεργειών.
Τη θέση αυτή επιβεβαιώνουν στοιχεία του Public Health England αναφορικά με την ιλαρά. Συγκεκριμένα, για κάθε 1εκ. παιδιών που θα εμβολιαστούν με το τριπλό εμβόλιο έναντι της ιλαράς, ερυθράς, παρωτίτιδας, 1.000 παιδιά υπολογίζεται ότι θα εμφανίσουν πυρετικούς σπασμούς, 30 θα εμφανίσουν θρομβοκυττοπενία, 10 αλλεργικό σοκ και ένα παιδί θα εμφανίσει εγκεφαλίτιδα.
Αντίθετα, αν 1εκ. άνθρωποι νοσήσουν από ιλαρά, 200 θα καταλήξουν, 10.000 θα χρειαστούν νοσηλεία, 90.000 θα εμφανίσουν ωτίτιδα, 80.000 γαστρεντερίτιδα, 50.000 πνευμονία, 1.000 θα εμφανίσουν εγκεφαλίτιδα (από τους οποίους οι 100 θα πεθάνουν και 300 περίπου θα αποκτήσουν μόνιμη εγκεφαλική βλάβη), ενώ 1.000 θα εμφανίσουν προβλήματα όπως ηπατίτιδα, μυοκαρδίτιδα, θρομβοκυττοπενία κ.λπ.
Είναι προφανές ότι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την έξαρση του αντιεμβολιαστικού κινήματος είναι σοβαρότατοι, με πρόσφατο παράδειγμα την πανδημία ιλαράς στην Αμερική, που προήλθε από ανεμβολίαστο επισκέπτη της Disneyland. Πριν αποφασίσει, λοιπόν, κανείς, να αρνηθεί τους εμβολιασμούς, θα πρέπει να συλλογιστεί τις δραματικές συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης στη διατάραξη της συλλογικής ανοσίας και της προστασίας που αυτή προσφέρει, τόσο στον εμβολιαζόμενο, όσο και στις ευάλωτες ομάδες ατόμων, για τις οποίες ο εμβολιασμός αποτελεί αντένδειξη.
Στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης είναι σκόπιμο να κινηθούν οι επαγγελματίες Υγείας, με καμπάνιες ενημέρωσης που θα στοχεύουν στην αναχαίτιση του κινήματος και που θα ξεκινούν ήδη από το μαιευτήριο, με έγκυρη και επιστημονική ενημέρωση των γονέων για την προσφορά των εμβολιασμών στην προστασία της υγείας της κοινότητας, στην οποία θα πρέπει να ζήσουν τα παιδιά τους.