Για τη δύναμη της ψήφου στις επόμενες εκλογές
Του Τάσου Βαρούνη
Ενάντια στις εκλογές για ιδεολογικούς λόγους δεν είμαστε. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως το καθεστώς μεταδημοκρατίας-αποικίας που έχει επιβληθεί δεν μπορεί να τροποποιήσει και την όποια «ιδεολογία» μας ή τους πυλώνες της. Σίγουρα, πάντως, η πάση θυσία συμμετοχή σε κάθε εκλογική διαδικασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν αυτονόητη συνήθεια. Ακόμα κι αν αυτή πάντα συνοδεύεται από την ιερή δήλωση της Αριστεράς ότι «χρειάζεται και το κίνημα».
Τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει αντιφατικές στιγμές. Υπήρξε μια μαζική ψήφος της κοινωνίας σε ένα κόμμα που διακήρυσσε καλύτερες μέρες. Οι εκλογές επέτρεψαν την εκδήλωση μιας βαθύτερης ανάγκης να σταματήσει η καταστροφή. Εξέφρασαν τον ριζοσπαστισμό της κοινωνίας και τη συνάντησή του με το ερώτημα αν μπορεί να κυβερνηθεί αλλιώς και από άλλους αυτή η χώρα. Λειτούργησαν, δηλαδή, σαν στιγμές καταδίκης κάποιων και δοκιμασίας άλλων. Πολιτικών αλλά και προσώπων. Μέσω της ψήφου ανατέθηκε σε μια πολιτική δύναμη η συνέχιση και η ολοκλήρωση κάποιων αγώνων και προσπαθειών. Πρώτα το «μαύρο» στο παλιό πολιτικό σύστημα κι έπειτα η «θετική ψήφος» σε αυτό που εμφανιζόταν -και σε ένα βαθμό ήταν- ως το νέο και ελπιδοφόρο.
Ποιο είναι σήμερα το διακύβευμα των εκλογών; Πώς μπορούν σε αυτή τη συγκυρία να εκφραστούν οι διαθέσεις του «κόσμου»; Προφανώς, κάποιοι θα ψηφιστούν, κάπως θα διαμορφωθούν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί και κάτι θα αποτυπωθεί. Το ερώτημα εδώ τίθεται διαφορετικά: Αν μέσω αυτών των εκλογών μπορεί να βρεθεί μια διέξοδος για τις ανάγκες και τους καημούς της κοινωνίας. Έστω ένα μονοπάτι για να μπούμε με καλύτερους όρους στο νέο κύκλο που ανοίγει. Αν προσφέρεται κάτι που να ενισχύει αυτή την κατεύθυνση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ψηφιστεί ως μνημονιακό κόμμα αλλά μάλλον με βαριά καρδιά και χωρίς πολλές προσδοκίες, χωρίς «αεράκι». Κι αυτό μέχρι να αυξηθεί η φθορά του από την εφαρμογή του 3ου Mνημονίου, αλλά και μέχρι να ανακαλυφθεί ένας σοβαρός πολιτικός αντίπαλος. Άλλες δυνάμεις της Aριστεράς, όπως η ΛΑΕ, θα ψηφιστούν ως το «μη χείρον βέλτιστον», ως επιβράβευση μιας στάσης ενάντια στη μετάλλαξη, ως μια αριστερή, αντιμνημονιακή αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή. Γιατί στην πραγματικότητα κανείς δεν πιστεύει ότι η ΛΑΕ θα καταργήσει τα μνημόνια ή ότι έχει πρόταση εξουσίας. Γιατί η πρόταση εξουσίας ως «καλό εκλογικό πρόγραμμα+καλό επιτελείο+κίνημα» έχει μάλλον -και ευτυχώς- χρεοκοπήσει. Ο καλός ΣΥΡΙΖΑ, ο ριζοσπαστικός ΣΥΡΙΖΑ, ο μη πουλημένος ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και η ενότητα αριστερών δυνάμεων είναι αρκετά αυτοαναφορικές ταυτότητες και δεν μπορούν να εκφράσουν κάτι ευρύτερο.
Το ΚΚΕ θα πορευτεί ως το συνεπές κόμμα που πάντα τα έλεγε χωρίς να τροποποιεί, να πιέζει, να ενοχλεί κανέναν και τίποτα. Θα είναι μάλιστα και τυπικά η πιο αριστερή φωνή μέσα στη Βουλή. Ούτε πρώην υπουργούς της κυβέρνησης έχει στο δυναμικό του, ούτε αυτοκριτική χρειάζεται να κάνει αφού δεν κυβέρνησε, ενώ η καθαρότητα της πλατφόρμας του δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων. Όλα αυτά βέβαια μέσα στο δικό του αφασιακό σύμπαν και το βαθύ ύπνο. Άλλες μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς θα καταγράψουν τις δυνάμεις τους και θα βγουν έπειτα οι συνηθισμένες ανακοινώσεις του τύπου «οι τόσες χιλιάδες ψήφου που πήραμε αποδεικνύουν ότι υπάρχει ένα δυναμικό κ.λπ. κ.λπ.» ή «μέσα σε αυτό το σκηνικό δεν μπορέσαμε να καταγράψουμε μια αυτόνομη παρουσία κ.λπ. κ.λπ.».
Γιατί η ανάγκη να οικοδομηθεί και εκφραστεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου και μεταπολίτευσης του λαού, δεν υπηρετήθηκε. Σπαταληθήκαμε σε άλλα και με άλλα σπαταλιέται ένα δυναμικό. Από τον άκριτο κοινοβουλευτισμό στον άκριτο κυβερνητισμό και από εκεί στην άκριτη επιβίωση μηχανισμών και κομματοκρατίας ερήμην της κοινωνίας και των αναγκών της. Κι όλο αυτό το σάλτο έγινε στις πλάτες ενός ριζοσπαστισμού, και σήμερα, στις πλάτες μιας κουρασμένης και σε καταστροφή κοινωνίας…
Γι’ αυτό μιλάμε για ανώμαλη προσγείωση. Περάσαμε από τις εκλογές όπου «κάτι σοβαρό παιζόταν», στις εκλογές όπου θα μετρηθούν και θα καταγραφούν συσχετισμοί και πολιτικές δυνάμεις αλλά χωρίς έντονα διλήμματα, πολώσεις και «δια ταύτα». Χωρίς προσδοκία για μια αντιμνημονιακή φάση. Ζήσαμε εκλογές που συναντήθηκαν με διεργασίες στη συνείδηση και την πράξη εκατομμυρίων ανθρώπων και σήμερα ζούμε την πλήρη διάσταση του πολιτικού συστήματος και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με τα βαθύτερα «θέλω» της κοινωνίας. Εξού και η επιστροφή του «Κανένα». Δεν είναι τραγικό αυτό. Έτσι κι αλλιώς η επόμενη μέρα -στα συντρίμμια του 3ου Μνημονίου- θα θέσει τα δικά της αμείλικτα ερωτήματα και τότε το πόσες έδρες έχει ο καθένας θα μοιάζει λεπτομέρεια.