Από τη Δευτέρα 26 Ιουνίου ξεκινά η μετεκλογική «επόμενη μέρα», έχοντας καταγράψει ένα νέο πολιτικό τοπίο και μια ορισμένη εκλογική (κι όχι μόνο) συμπεριφορά του εκλογικού σώματος – που, όπως έχουμε εκτιμήσει, δηλώνει μια ορισμένη πολιτική συντηρητικοποίηση. Η τελευταία δεν προσδιορίζεται απλά με μια προτίμηση προς τα δεξιά, αλλά και με μια κόπωση της κοινωνίας και ένα αποφασιστικό κλείσιμο του αντιμνημονιακού κύκλου. Προσδιορίζεται ακόμα με άμβλυνση μιας σειράς πολιτικών ανακλαστικών μέσα από την παγκοσμιοποιητική κουλτούρα, την κουλτούρα του διαφορετικού και την αποδόμηση των μεγάλων ταυτοτήτων (εθνικής, ταξικής, γυναικείας), προς όφελος ενός «δικαιωματισμού». Η άμβλυνση αυτή φτάνει στο σημείο το «κίνημα» να χάνει κάθε έννοια και να συμπορεύεται με μεγάλες επιχειρήσεις, ή ακόμα και με την πρεσβεία των ΗΠΑ…

Ήδη οι προηγούμενες εκλογές κατέγραψαν έναν νέο συσχετισμό: η Ν.Δ. απέσπασε διπλάσιο ποσοστό από τον ΣΥΡΙΖΑ, αύξησε τις δυνάμεις της μετά από μια 4ετία διακυβέρνησης, πέτυχε αυτοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει την ιδιότητα του «κόμματος εξουσίας», κατρακυλά, μεταπίπτει σε ένα άλλο πεδίο, υποδεέστερης δύναμης. Και αναμένεται να εισέλθει σε κατάσταση περιδίνησης από μια βαθιά εσωτερική κρίση. Από ένα σχετικά δικομματικό σύστημα περνάμε σε μια μεγάλη τροποποίηση: το ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν απειλείται από ένα αξιόπιστο ανταγωνιστή, και η δύναμή του είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της δύναμης των δύο επόμενων (συστημικών) κομμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή έχουμε σημαντικές ανακατατάξεις στο στρατόπεδο της οργανικής συμπολίτευσης, η οποία στήριξε το ειδικό καθεστώς που δημιούργησαν τα Μνημόνια και μια επιθετικού τύπου ανασυγκρότηση του αστισμού υπό την μπαγκέτα ευρωκρατίας και ευρωατλαντισμού.

Ανισορροπία και «ακροκεντρώα» διαχείριση

Αυτές οι ανακατατάξεις προσδίδουν ισχυρά στοιχεία ανισορροπίας στο πολιτικό σύστημα, που θα μονοπωληθεί σε μεγάλο βαθμό από μία δύναμη, τη Ν.Δ., και θα χαρακτηρίζεται από ασθενική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και έλεγχο. Βέβαια το «επιτελικό και ψηφιακό κράτος» και η εξέλιξη των μετα-δημοκρατικών θεσμών επιφυλάσσουν ούτως ή άλλως έναν πολύ πιο υποβαθμισμένο ρόλο στη Βουλή (και ακόμα πιο υποβαθμισμένο στο υπουργικό συμβούλιο). Τα στοιχεία λαϊκής κυριαρχίας εξανεμίζονται, δημοκρατία δεν υπάρχει, καταπατώνται διατάξεις του Συντάγματος, στοιχεία παρακράτους και αντιδημοκρατικής εκτροπής έχουν αναδυθεί με έμφαση. Η ειδική στελέχωση του Μαξίμου υπό τον Κ. Μητσοτάκη, και οι 600 περίπου επιλεγμένοι και διορισμένοι σε οργανισμούς και διοικήσεις (που δεν προέρχονται μόνο από το χώρο της Ν.Δ., αλλά ορίζονται με πιο τεχνοκρατικά, επιχειρηματικά κ.λπ. κριτήρια) δίνουν άλλο τόνο σε όλο το μοντέλο διαχείρισης και διοίκησης – το οποίο προσιδιάζει καλύτερα στο μητσοτακικό «ακραίο κέντρο», με πληθώρα σημιτικών και πασοκογενών στελεχών να έχουν ήδη ενσωματωθεί σε αυτό.

Η Ν.Δ. και όλο το μοντέλο διαχείρισης απομακρύνονται από το πρότυπο της λαϊκής Δεξιάς καραμανλικού τύπου. Αυτός είναι ο λόγος που, παρά την εκλογική δύναμη που συσσώρευσε η Ν.Δ., σημειώνεται μια κινητικότητα από τα δεξιά της, αφού ένα μεγάλο μέρος της παραδοσιακής Δεξιάς δεν έχει ενταχθεί στις προδιαγραφές του επιτελικού-ψηφιακού κράτους, της νέας διαχείρισης και των νέων μηχανισμών που αυτό τρέφει (είτε με ακραία χειραγώγηση και έλεγχο, είτε με επιδοματοποίηση). Στην ουσία αυτή η επί 4 χρόνια διαχείριση από τη Ν.Δ. και η συνέχειά της μετά τις εκλογές έχει δημιουργήσει ένα νέο πελατειακό κομματικό-κρατικό μηχανισμό, που δεν νοιώθει μεγάλες πιέσεις, και μέχρι «έκανε τη δουλειά του». Υπό τον όρο ότι έχει συντελεστεί και ίσως βαθύνει η πολιτική συντηρητικοποίηση για την οποία κάναμε λόγο.

Έχουμε σημαντικές ανακατατάξεις στο στρατόπεδο της οργανικής συμπολίτευσης, η οποία στήριξε το ειδικό καθεστώς που δημιούργησαν τα Μνημόνια και την ανασυγκρότηση του αστισμού υπό την μπαγκέτα ευρωκρατίας και ευρωατλαντισμού

Ισχυρή Ν.Δ., αλλά υπό πίεση και έξωθεν εποπτεία

Όμως θέλουμε να στερέψουμε την προσοχή μας στο ιδιαίτερο στοιχείο της ανισορροπίας που έχει αυτό το σύστημα με τον υπάρχοντα συσχετισμό (μεγάλη δυσαναλογία ισχύος μεταξύ των δύο κύριων πολιτικών δυνάμεων). Πολλοί από τον χώρο της ευρείας αριστεράς και κεντροαριστεράς κάνουν λόγο για κινδύνους που φέρνει η «παντοδυναμία της Δεξιάς». Διαβλέπουν ισχυρές δόσεις αλαζονείας, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τάσεις «ορμπανικού» τύπου στην πολιτική ζωή του τόπου. Αυτή η σχετική έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα σε συστημικές δυνάμεις και οι ροπές προς πιο αυταρχικές και αντιδημοκρατικές εκδηλώσεις από την κυρίαρχη δύναμη μπορεί να φαίνονται και ως κάτι «φυσιολογικό» (που θα ενταθεί την επόμενη περίοδο), σαν εξέλιξη ενός δυναμικού συστήματος με τέτοια δυσαναλογία δύναμης. Εντούτοις, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μην προχωρήσουν όλα όπως τα σχεδιάζει ο Μητσοτάκης και το επιτελείο του.

Πρώτα απ’ όλα διότι δεν ασκεί πολιτική εν κενώ ή κατά βούληση: τελεί υπό την εποπτεία υπερεθνικών οργανισμών (Κομισιόν, Ταμείο Ανάκαμψης και προαπαιτούμενα, όροι του Μεσοπρόθεσμου που δεν χωρούν όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις κ.ο.κ.), αλλά και υπόκειται συγκεκριμένες πιέσεις από τους γεωπολιτικούς αναδασμούς και την ιδιαίτερη ατζέντα που επιβάλλουν. Αυτά φυσικά δεν απασχόλησαν καθόλου, πέρα από τους διαξιφισμούς για τη Θράκη-Ροδόπη και το τουρκικό προξενείο. Το δίδυμο Τσούνη-Στουρνάρα (πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ο πρώτος, και τοποτηρητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ο δεύτερος) και όλοι οι άνθρωποί τους στα κόμματα, στη διοίκηση, στις κρίσιμες θέσεις, στα ΜΜΕ κ.λπ. δημιουργούν ένα πλέγμα που δεν επηρεάζεται τόσο πολύ από τον συσχετισμό εντός της Βουλής…

Τι πληρώνει τώρα η συριζαϊκή αριστερά

Αυτό το «βαθύ σύστημα» απέδειξε ότι έχει μεγάλη ποικιλία επιλογών, και προχώρησε μέσα σε ένα δύσκολο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι σήμερα. Δοκίμασε σχεδόν όλα τα σχήματα και συνθέσεις του πολιτικού σκηνικού (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ) είτε σε κυβερνήσεις συνεργασίες είτε σε μονοκομματικές, με τραντάγματα, ανακατατάξεις κ.ο.κ. Ακόμα, αυτό το βαθύ σύστημα δεν θα είχε πρόβλημα να πορευτεί με κυβερνήσεις συνεργασίας ακόμα και των τριών συστημικών κομμάτων, αν αυτό ήταν ανάγκη. Η πραγματική ζωή προς το παρόν έφερε αυτό το 40-20-11 και τη μεγάλη δυσαναλογία και ανισορροπία δύναμης. Αυτό που συνέβη ήταν η συντριβή της συριζαϊκής αριστεράς, του φτηνού αντιμητσοτακικού λόγου, της γενικόλογης καταγγελιολογίας, και φυσικά η αυτοκτονική πολιτική μιας βασικά ανίκανης πολιτικά ηγετικής ομάδας στο ΣΥΡΙΖΑ (Τσίπρας και συνεργάτες του). Επομένως το βαθύ σύστημα θα προχωρήσει με βάση αυτό το νέο τοπίο «μέχρι νεωτέρας».

Όλες οι δυνάμεις πέρα από τη Ν.Δ. (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, μικρά κόμματα που αναμένεται να εισέλθουν στη Βουλή κ.λπ.) φωνασκούν για «αντιπολίτευση» που πρέπει να υπάρχει, που πρέπει να δυναμώσει, για κάποιο φρένο στην παντοδυναμία και στο ανεξέλεγκτο του Μητσοτάκη. Όμως θα διανύσουμε μια περίοδο χωρίς σοβαρή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, γεγονός που θα αξιοποιηθεί από τη Ν.Δ. Αλλά όταν μιλάνε για αντιπολίτευση, τι εννοούν; Και πρωτίστως: γιατί δεν άσκησαν από το 2019 μέχρι σήμερα, όταν είχαν κάποια δύναμη, καμία ουσιαστική αντιπολίτευση; Γιατί επικαλούνται τώρα την ανάγκη της, όταν δεν έχουν καν εξηγήσει γιατί κατακρημνίστηκαν, γιατί δεν έχουν πρόταση για μια άλλη πορεία της χώρας και της κοινωνίας; Στην ουσία όλη η «αντιδεξιά» ρητορική της προεκλογικής περιόδου ήταν το φύλο συκής της απουσίας μιας εναλλακτικής πρότασης για όλα τα ουσιαστικά ζητήματα.

Ακόμα περισσότερο, η συριζαϊκή αριστερά (όλες οι πτέρυγές της, π.χ. και το ΜέΡΑ25) πλήρωσε την ακραία παγκοσμιοποιητική γραμμή της, την έλλειψη ή την «αδιαφορία» για σοβαρά εθνικά ζητήματα (Πρέσπες, Θράκη, τουρκικός επεκτατισμός, μεταναστευτικό κ.λπ.), καθώς και την απίστευτη πολιτική ανικανότητα, προχειρότητα, ελαφρότητα που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ ως οργανισμός –σαν να μην έχει συναίσθηση της πραγματικότητας– και τον εκτραχηλισμό της συμπεριφοράς πολλών στελεχών του (Πολάκης, Φίλης, Κατρούγκαλος, Φωτίου, Ηλιόπουλου, πρώτου στο Επικρατείας, με δηλώσεις του για τους οδοντίατρους, Χριστόπουλου με απίστευτες δηλώσεις επί αλβανικού εδάφους ενάντια στην χώρα κ.λπ.).

Ένα άλλο ζήτημα, που σαφώς το υπολογίζουν και έχει ενεργητικό ρόλο, είναι αυτό της δυσαρμονίας που υπάρχει ανάμεσα στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και στις διαθέσεις ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας

Αυτά που σπρώχνουν σε συναινετικό πλαίσιο

Μια παρατήρηση ακόμα για την «ανισορροπία» του πολιτικού σκηνικού: τα όσα έρχονται την «επόμενη μέρα» είναι δύσκολο να τύχουν μονοκομματικής διαχείρισης, χωρίς ένα πιο συναινετικό πλαίσιο άσκησης πολιτικής σε κρίσιμα θέματα. Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί μια ευρεία ελληνοτουρκική ατζέντα υπό τις πιέσεις των ΗΠΑ. Θα πρέπει να διαχειριστεί και την οικονομία χωρίς τη ρευστότητα που είχε λόγω «χαλάρωσης» για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Παράλληλα, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που ανησυχεί το «βαθύ σύστημα» αλλά και τη νέα κυβέρνηση, παρά τους πανηγυρισμούς της: περίπου το 1/3 του εκλογικού σώματος δεν εντάσσεται στις συστημικές προδιαγραφές, έχει κάποια συναίσθηση ότι δεν έρχονται καλύτερες μέρες, και ήδη τα βγάζει πέρα πολύ δύσκολα. Αυτό είναι πιθανό να αποτυπωθεί και εντός Βουλής.

Είναι χαρακτηριστικά όσα επισημάνει ο κ. Ζαχαρίας Ζούπης, διευθυντής ερευνών της Opinion Poll, όταν κάνει λόγο για τον «εφιάλτη της “αντισυστημικότητας” στη νέα Βουλή». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, αυτή η περιοχή πλησιάζει το 25% (χωρίς να υπολογίζεται το ΚΚΕ). Λέει χαρακτηριστικά: «Αν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ, που εκφράζει συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις, και δούμε την άνοδο της Ελληνικής Λύσης, προσθέσουμε τα ποσοστά που εμφανίζουν η Πλεύση Ελευθερίας και η Νίκη –κόμματα που φαίνεται αυτή τη στιγμή να εξασφαλίζουν την είσοδό τους στη Βουλή– αλλά και το ΜέΡΑ 25, όπως και τους Σπαρτιάτες –που και τα δύο εμφανίζουν επιδόσεις γύρω στο 2%– τότε μιλάμε για ένα 25%. Τόσο είναι, δημοσκοπικά τουλάχιστον, το ποσοστό όσων συντάσσονται με κόμματα που διατυπώνουν αντιδυτικές, αντισυστημικές, εμμονικές και ιδεοληπτικές απόψεις. Αναφερόμαστε σε έναν στους τέσσερις Έλληνες».

Αν προσθέσουμε σε αυτήν την «περιοχή» όσους ψηφίζουν άκυρο ή λευκό, και αρκετούς που συνειδητά απέχουν, συν το ποσοστό του ΚΚΕ, έχουμε ένα πολιτικό σκηνικό όπου περίπου το 1/3 δεν εκφράζεται μέσα από τα τρία συστημικά κόμματα.

Ήδη όμως πλησιάσαμε την περιοχή της δυσαρμονίας

Ένα ζήτημα είναι λοιπόν η ανισορροπία που θα διατρέξει το πολιτικό σύστημα: την περιγράψαμε, και τονίσαμε τα όριά της απέναντι στην ατζέντα, τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις που θέτει το «βαθύ σύστημα». Όση κι αν είναι η υπαρκτή αυτονομία του πολιτικού, εντούτοις αυτή δεν έχει τη δύναμη (ούτε εκφράζεται από κάποια συστημική δύναμη η διάθεση) να υπερβεί τα πλαίσια του «βαθέος συστήματος». Ένα άλλο ζήτημα, που σαφώς το υπολογίζουν και έχει ενεργητικό ρόλο, είναι αυτό της δυσαρμονίας που υπάρχει ανάμεσα στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και στις διαθέσεις ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας. Είναι εμφανής η ανησυχία των τελευταίων ημερών, τόσο της Ν.Δ. όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, για την υπερψήφιση μικρών κομμάτων (ο μεν Μητσοτάκης έκανε λόγο για «δημοκρατική κακοφωνία», ο δε Τσίπρας μιλά για «γραφική και απαξιωμένη Βουλή» αν έχει πολλά κόμματα!).

Η δυσαρμονία μεγεθύνεται ιδιαίτερα για θέματα γεωπολιτικά και εθνικά. Οποιαδήποτε απόφαση «διαλόγου», προσφυγής στην Χάγη, ενδοτικών υποχωρήσεων κ.λπ. (που είναι στην ημερήσια διάταξη) θα επιφέρει μεγάλους τριγμούς στη Ν.Δ., στο πολιτικό σύστημα κ.ο.κ. Επιπλέον, η γενική αστάθεια (σε παγκόσμιο επίπεδο) και οι οικονομικού τριγμοί δεν συνάδουν με την ευφορία που περιγράφουν οι κυβερνητικοί παράγοντες για τη «νησίδα Ελλάδα», σαν σχεδόν παραδεισένιο χώρο ευημερίας και ανάπτυξης! Αυτά θα καταπέσουν πολύ γρήγορα, και θα χρειαστούν πολλοί χειρισμοί για να εξασφαλίσουν μια εύκολη διαχείριση, ακόμα και με μια αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς υπολογίσιμη αντιπολίτευση. Στα ζητήματα που θα τεθούν η δυσαρμονία είναι πιθανό να αγκαλιάσει και δυνάμεις που για διάφορους λόγους ψήφισαν τα τρία συστημικά κόμματα, και προτίμησαν τη Ν.Δ. σαν το μικρότερο κακό ή τον λιγότερο κακό διαχειριστή.

***

Αλλά, για να σοβαρολογούμε: κανείς δεν είναι ενθουσιασμένος, κανείς δεν νοιώθει ασφαλής και σίγουρος. Όλοι προσαρμόζονται όπως μπορούν, μα «ρεύμα» υπέρ αυτής της διαχείρισης δεν υπάρχει. Υπάρχει, αντίθετα, ένα υπόγειο ρεύμα-διάθεση μιας αλλαγής (να λειτουργήσουν η υγεία, παιδεία, οι μεταφορές, να μην ξεχαρβαλωθούν κι άλλο οι υποδομές, να υπάρχει μια άμυνα και ένα κοινωνικό κράτος, να μην διαλυθεί ο παραγωγικός ιστός κ.ο.κ.). Όμως δεν εκφράζεται πολιτικά από κανέναν. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνεχίζει να έχει μια δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα, όπως επίσης ανησυχεί σημαντικά για τις ενδοτικές διαθέσεις του πολιτικού κόσμου.

Θα λειτουργήσει κάποιος «αυτοματισμός», είτε από την αλαζονεία της κυβέρνησης που θα προκαλέσει αντιδράσεις, είτε από την χειροτέρευση των υλικών όρων διαβίωσης που θα πυροδοτήσει αντιστάσεις, είτε από ένα γρήγορο «χώνεμα της πείρας» των 13 τελευταίων χρόνων; Και θα έτσι προκύψει μια εύκολη υπέρβαση του υποκειμενισμού και του κατακερματισμού; Φυσικά κι όχι. Είναι αναγκαία η συσσώρευση όρων και σε επίπεδο πολύμορφης και ουσιαστικής αντίστασης, αλλά ταυτόχρονα και σε επίπεδο νέας συνείδησης. Αυτά δεν προκύπτουν με κάποιο «αυτοματισμό» ή με «ευκολάκια» με επικλήσεις «αντιπολίτευσης» και γενίκευση καταγγελτικών κραυγών.

Έρχονται γενικά «δύσκολα», και χρειάζεται σοβαρή προσπάθεια για να «πάμε αλλιώς» σε όλα τα επίπεδα.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!