Του Μάρκου Δελληγιάννη. Ανοιξιάτικος ήλιος λούζει με φως την όραση. Ολάνθιστες οι λεμονιές, χαρίζουν αφειδώλευτα το άρωμά τους, σιγοτραγουδώντας τον μεγάλο ερωτικό της φύσης.
Όλο το είναι μου, εισέπνεε αχόρταγα των ρόδων το μοσχοβόλημα. Τα βήματά μου, τα κατηύθυνε, της παραλίας ο μαγνήτης. Παρέα θαυμαστή στην πρωινή μου περιπλάνηση, του σπουργίτη η πολυλογία και της μέλισσας το διψασμένο πέταγμα γύρω από το ζωοποιό υγρό των λουλουδιών, το θεϊκό έκκριμα. Τα μύρια μπλε της θάλασσας με καλωσόρισαν. Άφησα τη ματιά μου, για λίγο, να ναυαγήσει στην απέραντη αγκαλιά του Ευβοϊκού και καθώς καταρράκτες φωτός ραντίζανε τα σκουριασμένα μου μαλλιά, κοίταξα συγκλονισμένος το έκπληκτο μάτι ενός παιδιού που συνομιλούσε μ’ ένα σκυλάκι. Πίνακας που σαρκάζει όλους τους Πικάσο της γης. Σε λίγο κατέφθασε και η ζεστή ανάσα του καφέ, να διώξει της νύχτας τον απόηχο. Δυο γουλιές ήταν αρκετές, τις αισθήσεις να καθάρουν. Μα είναι συναρπαστικό! φώναξα, ως εξερευνητής που πάτησε σ’ έδαφος παρθένο. Πόσο εύκολα χτίζεται διάλογος με κάθε λογής ένοικο τούτης της πανώριας σφαίρας που ζούμε! Δεν χρειάζονται ικανότητες ιδιαίτερες. Η φύση στέλνει μηνύματα σε γλώσσα πεντακάθαρη. Κι αν έχεις μάτι που βλέπει, αφτί που ακούει, εύκολα αρχίζεις το κουβεντολόι. Και τότε έκπληκτος θ’ αντιληφθείς πως του σπουργίτη το τιτίβισμα, της μέλισσας το ζουζούνισμα, του σκύλου η μελαγχολική ματιά, της θάλασσας το πήγαινε έλα, πόσο μεγάλα πράγματα μας στέλνουν, πόσο σημαντικά είναι αυτά που θέλουν να μας πούνε και πόσο άμεσα μας ενδιαφέρουν. Αλλά, αλίμονο, ποιος έχει χρόνο ν’ ασχοληθεί με της φύσης την ποίηση; Οι στίχοι καλύπτονται από αναίτιες φωνασκίες. Και ξαφνικά, καθώς η σκέψη άρχισε την ανάβαση στους λόφους του φανταστικού, ερωτήματα σημαντικά σκαρφαλώνουνε κι αυτά, αξιώνοντας απάντηση. Τι θα γινόταν, άραγε, αν και τ’ άψυχα αντικείμενα μιλούσαν; Αν κι αυτά, μας μεταφέρανε τα όσα βλέπουνε κι ακούνε καθημερινά. Τι ντοκουμέντα σοκαριστικά θα μας εμφανίζονταν στην οθόνη του μυαλού μας! Σκεφθείτε. Ποιος από μας μ’ επιφύλαξη αντιμετωπίζει του σαλονιού τα στολίσματα; Ποιος τα λόγια του μετράει μπροστά στα χαρτονομίσματα, όταν αυτά κυλάνε στις τσέπες τις άπατες;
Η μνήμη η γυρίστρα με πήγε κάμποσα χρόνια πίσω, τότε που ο κινηματογράφος κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της ψυχαγωγίας μας. Θυμήθηκα, ένα φιλμ –υπερπαραγωγή- του σκηνοθέτη Σεσίλ ντε Μιλ: «Αν ωμιλούσαν αι Βερσαλλίαι». Κι ευθύς συνειρμό έκανα μοναδικό. Άραγε, τι θα γινόταν αν μιλούσαν τα πακέτα με τα καλοσιδερωμένα χαρτονομίσματα, καθώς θα προσγειώνονταν στις άπατες τσέπες των τοποτηρητών της Ρώμης;
Φανταστείτε ένα πακέτο με χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ευρώ. Πόσο αγέρωχα θα στέκεται περιμένοντας να ξαπλώσει στα μαλακά τοιχώματα δερμάτινης τσάντας. Σκεφθείτε με τι έπαρση κι αλαζονεία θα βλέπει τις στοίβες με τα πενηντάρικα, ακόμα και με τα κατοστάρικα. Ε, με τα διακοσάρια θα ήταν λίγο πιο συγκαταβατικό. Για τα υπόλοιπα -δεκάρικα, εικοσάρικα- ούτε λόγος να γίνεται. Βλέπετε, ακόμα και στα πακέτα υπάρχουν ταξικές διαφορές. Τόμους ολόκληρους θα είχαν συγγράψει με τις αποκαλύψεις τους, όταν χωρίς φόβο και πάθος, θα κατέγραφαν την κυνικότητα των αρπάγων, καθώς αυτοί θα χάιδευαν την παρθενική σάρκα των ευρώ ή όταν ξερνούσαν οχετούς βρομιάς, σε μας, τους φτωχούς υπηκόους. Θα κραυγάζανε, διακατεχόμενοι από διονυσιασμό, πως δεν πήγαν στράφι οι υποκλίσεις, το γλείψιμο, στους Ρωμαίους ανθύπατους. Το χρήμα, άθικτο, κατέληξε στις τσέπες τις δικές τους. Περιγραφές λεπτομερείς, αστραπιαίων ταξιδιών, που γεύτηκαν, μέσα σε τσάντες ακριβές. Ταξίδια από την Κύπρο την σπαρασσόμενη, από την Αθήνα της θρηνωδίας και της υποτέλειας, προς χρηματοκιβώτια ασφαλή του βορρά. Και τι λόγια που άκουσαν, λόγια έρωτα και πίστης, τ’ άψυχα κολλαριστά χαρτιά Αυτοί ξέρουν ύμνους να άδουν, αυτοί, οι αρχιερείς του Μαμωνά, ξέρουν πώς το θεό τους να τιμούν.
Φανταστείτε πάλι, όταν τα πακέτα, μάρτυρες αδιάψευστοι, θα καταθέτουν στο δικαστήριο, με κάθε λεπτομέρεια, τη ρυπαρότητα της συναλλαγής. Η ανειλημμένη υποχρέωση των τοποτηρητών της Ρώμης, να εκποιήσουν ένα λαό ολόκληρο, με τίμημα λίγα πακέτα χαρτονομίσματα, θα διατυπωθεί παραστατικά από τους σκληρούς και άτεγκτους καταθέτες. Κάτωχροι οι άλλοτε πανίσχυροι πραίτορες, θα εκλιπαρούν τ’ άψυχα χαρτιά, επιείκεια να δείξουν Οι στρατιές των πολιτών θα κοίταζαν με συμπόνια τα πακέτα που μεταβλήθηκαν σε τιμωρούς. Αλήθεια, τώρα που οι κατήγοροι αφηνιασμένοι καταθέτουν, ο φοβισμένος πολίτης, δημιούργημα, αυτών των εξουσιομανών, ανασήκωσε το κεφάλι. Τώρα ξέρει ποιος την αλήθεια παραχάραξε. Τώρα ξέρει ποιος έκλεψε τη ζωή και την ελπίδα. Κι όλα αυτά, για μερικά πακέτα κολλαριστό χαρτί.
Φίλοι μου, καιρός να στήσουμε κεραίες στις αυλές μας, τον πόνο του διπλανού μας ν’ αφουγκραστούμε. Τους στεναγμούς μας να ενώσουμε. Ηφαίστειο να γίνει η οργή μας.