Τρεις ομιλητές κι ένας φωτογράφος σκιαγράφησαν τον Αλέξη Πάρνη στην εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, στο Παλιό Χημείο, νυν Βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής. Ο Γιώργος Μάκκας έδειξε ένα μικρής διάρκειας βίντεο με τον παππού του, ο δημοσιογράφος και ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος έβαλε πολιτικά ζητήματα και στοιχεία από τα αρχεία που αφορούν τον Πάρνη, η φιλόλογος Μένια Καλιντζόγλου παρουσίασε την πλήρη εργογραφία του κι εγώ επισήμανα μερικά στοιχεία για τη φυσιογνωμία του αγωνιστή συγγραφέα κάνοντας κι ένα σχόλιο για πολιτικο-πολιτιστικά ζητήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν.

Ξεριζωμός – Επιστροφή

Η δράση του Αλέξη Πάρνη, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, το αρχειακό υλικό και τις άπειρες λεπτομερείς αφηγήσεις του που έχω καταγράψει, ξεκίνησε με την ένταξή του στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και τη μάχη των Δεκεμβριανών στην οποία πήρε μέρος ως επικεφαλής μιας ομάδας μαχητών που είχε την έδρα της στο Περιστέρι. Τραυματισμένος, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, σε συνθήκες «λευκής τρομοκρατίας», όταν Χίτες, δωσίλογοι και παρακρατικοί κάθε είδους, μαυραγορίτες και ποινικά αποβράσματα, οργίαζαν –με την προτροπή των Βρετανών- σε βάρος των αντιστασιακών, αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι τους στην Καστέλα και να βρεθεί στη Γιουγκοσλαβία και στις ορεινές συνοριακές περιοχές απ’ όπου το ’49, μετά τη λήξη του Δεύτερου Αντάρτικου και την υποχώρηση του ΔΣΕ, πήρε το δρόμο της προσφυγιάς μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές για να καταλήξει στη Μόσχα μέσω της Τασκένδης του Ουζμπεκιστάν.

Μέχρι το τέλος του ένοπλου αγώνα, ο Πάρνης έδρασε ως δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής, αλλά στη Σοβιετική Ένωση άλλαξε η πορεία του καθώς με πρόταση του Νίκου Ζαχαριάδη που τον είχε αξιολογήσει από τα κείμενα και τη δράση του, μετακόμισε στη σοβιετική πρωτεύουσα και γράφτηκε στο Λογοτεχνικό Πανεπιστήμιο «Μαξίμ Γκόρκι», όπου έμαθε τη ρώσικη γλώσσα, εμβάθυνε στη ρώσικη λογοτεχνία και χάρη στο μεγάλο επικό του ποίημα «Νίκος Μπελογιάννης» με το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο στο παγκόσμιο φεστιβάλ νέων στη Βαρσοβία, το 1955, με μέλη της επιτροπής τον Πάμπλο Νερούδα, τον Ναζίμ Χικμέτ και άλλους διεθνούς φήμης λογοτέχνες, ξεκίνησε μια μοναδική για πρόσφυγα σταδιοδρομία με έργα του να δημοσιεύονται σε έντυπα από την ανατολική Ευρώπη ως την Κίνα! Γράφοντας θεατρικά, ποιήματα και πεζά που δημοσιεύονταν σε βιβλία και στα πιο έγκυρα και μεγάλης κυκλοφορίας λογοτεχνικά περιοδικά της ΕΣΣΔ, γνώρισε άλλη μια κορυφαία επιτυχία όταν «Το Νησί της Αφροδίτης», που αναφέρεται στον κυπριακό αγώνα κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, ανέβηκε ταυτόχρονα σε 175 θέατρα σε όλη τη Σοβιετική Ένωση, ένα αξεπέραστο ρεκόρ επί ευρωπαϊκού εδάφους, για να γίνει αργότερα -με την υποστήριξη του αρχιεπισκόπου και προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριου και με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού- ταινία η οποία προβλήθηκε και στις ΗΠΑ.

Σε μια επίσης απρόσμενη στροφή της μοίρας του, τέλη του 1962, με τη διαμεσολάβηση του Ελύτη, του Θεοτοκά και του Ψαθά, που συμμετείχαν σε αντιπροσωπεία που επισκεπτόταν τη Μόσχα, του προτάθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί διώξεις από το αθηναϊκό καθεστώς. Αλλιώς, ένας αντάρτης του βουνού, καταζητούμενος, δεν θα μπορούσε, και να ήθελε, να επιστρέψει γιατί τον περίμεναν οι ταπεινώσεις και οι φυλακές. Αυτοί οι επιφανείς άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, εξασφάλισαν την ασφαλή επιστροφή του με αφορμή και το ανέβασμα του θεατρικού του έργου «Το νησί της Αφροδίτης» από την Κυβέλη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Ο Αλέξης Πάρνης με τον Ναζίμ Χικμέτ…

Νέα γραφή

Έτσι αναπάντεχα ξεκίνησε μια νέα πορεία του Αλέξη στην Ελλάδα, στο θέατρο και την πεζογραφία. Μάλλον ήταν ο πρώτος λογοτέχνης της Αριστεράς που έγραψε και δημοσίευσε μυθιστορήματα που εμπεριείχαν μία περίτεχνη κριτική σε αρνητικές πτυχές της σοβιετικής πραγματικότητας χωρίς όμως να καταφερθεί εναντίον της ΕΣΣΔ («Ο διορθωτής», «Μια Πράγα στον καθένα», «Λεωφόρος Πάστερνακ»). Αυτό, βέβαια, σε συνδυασμό με την σταθερή του υποστήριξη στον Ζαχαριάδη, τη διαγραφή του από μέλος του ΚΚΕ και την κατ’ εξαίρεση επιστροφή του στην πατρίδα, συνεπαγόταν την πλήρη απόρριψη και απομόνωσή του από την Αριστερά στην Ελλάδα και στις σοσιαλιστικές χώρες. Ο ίδιος δεν αντέδρασε δημόσια στον αποκλεισμό του από τους πρώην συντρόφους του ούτε άσκησε κριτική στο ΚΚΕ σεβόμενος την παρότρυνση του Ζαχαριάδη να μην χτυπήσει ποτέ το κόμμα. Τελικά, ακολούθησε ένα εντελώς μοναχικό δρόμο, αλλά πολύ δημιουργικό.

Τα πρώτα του βιβλία στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν από τον ίδιο και από τις εκδόσεις «Ίκαρος» και «Εστία». Στην τελευταία και εξίσου δημιουργική του φάση, έβγαλε μια νέα τριλογία, το πρώτο μέρος της οποίας με τον τίτλο «Η Οδύσσεια των διδύμων» (εκδ. Καστανιώτη), περιλαμβάνει υπό τη μορφή μυθιστορήματος, σε 900 σελίδες, με πολύ καλή γλώσσα, το οδοιπορικό του Πάρνη, με βάση τα πραγματικά περιστατικά όπως τα έζησε, από το 1944 και μετά, έχοντας αλλάξει μόνο τα ονόματα των προσώπων.

Ο Αλέξης Πάρνης έκανε κριτική στο σοβιετικό καθεστώς, αλλά αγάπησε πολύ τη Σοβιετική Ένωση και ένιωθε μια ιδιαίτερη βαθύτερη ευγνωμοσύνη για τη Ρωσία. Αυτό το τόνιζε πολύ συχνά. Από  τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, επειδή έμεινε πιστός και στήριξε τον Ζαχαριάδη μετά το ενορχηστρωμένο από τους Σοβιετικούς πραξικόπημα στο ελληνικό κόμμα που με εκτελεστικά όργανα τους συντρόφους του ανέτρεψε τον Γενικό Γραμματέα, διακινδύνευσε τα πάντα. Η πλειοψηφία των μελών του κόμματος δεν αναγνώρισε τη νέα ηγεσία, όπως έδειξαν και τα γεγονότα στην Τασκένδη, αλλά επί σοβιετικού εδάφους η αντίδρασή τους δεν απέτρεψε την ανατροπή του. Αν ο Πάρνης συμφωνούσε, θα μπορούσε μια χαρά να βολευτεί με το όνομα που είχε φτιάξει και τη φήμη που είχε αποκτήσει και να μην υποστεί καμία ταλαιπωρία. Αλλά δεν ευθυγραμμίστηκε. Ευτυχώς, ούτε όλοι οι Σοβιετικοί ιθύνοντες στράφηκαν εναντίον του. Οι κοινωνίες, οι καταστάσεις και οι περιστάσεις είναι πάντοτε πολύπλοκες, πολύπλευρες και πολυσύνθετες. Γι’ αυτό κάθε προσπάθεια μονομερούς ερμηνείας τους είναι κατά κανόνα άστοχη.

Ο Αλέξης είχε πολύ ουσιαστική υποστήριξη από την Ένωση Λογοτεχνών της Σοβιετικής Ένωσης, από τους πιο διακεκριμένους Σοβιετικούς λογοτέχνες, όπως ο Πολεβόι και ο Τβαρντόφσκι οι οποίοι δημιούργησαν μία προστατευτική ομπρέλα. Αυτοί ήταν πολύ δημοφιλείς, είχαν πάρει μέρος στον αντιφασιστικό πόλεμο, είχαν καλύψει δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά τους ηρωικούς αγώνες των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, είχαν γράψει συγκλονιστικά αντιπολεμικά βιβλία που παραμένουν έργα αναφοράς και είχαν μία υπεύθυνη πορεία μέσα στο σοβιετικό καθεστώς.

Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι αν ο Αλέξης παρέμενε στη Μόσχα, είναι πιθανό ότι θα συνέχιζε την ανοδική συγγραφική του πορεία. Γιατί αυτοί οι καταξιωμένοι Ρώσοι διανοούμενοι που τον στήριζαν και ήταν μέλη και στελέχη του σοβιετικού κόμματος δεν τον εκτιμούσαν μόνο για την αξία του ως λογοτέχνη και αγωνιστή. Εκτιμούσαν και την έντιμη και συνεπή στάση του, που δεν υπέκυψε στις πιέσεις και στο δέλεαρ να πάει με τους επικρατήσαντες, όταν οι Σοβιετικοί άλλαξαν την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά επέμεινε, κόντρα στους ισχυρούς του κόμματος και την επιλογή της σοβιετικής ηγεσίας, να υποστηρίζει τον Ζαχαριάδη ακόμα κι όταν αυτός εξορίστηκε.

Ο Αλέξης Πάρνης με την Κατίνα Παξινού…

Απλά και λιτά

Είναι χαρακτηριστικό πώς ο Αλέξης περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, τις πολύ δύσκολες, αλλά και τις μεγάλες ευκαιρίες που του δόθηκαν, παρέμεινε ένας απλός άνθρωπος που ζούσε πάρα πολύ λιτά. Κι αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό στοιχείο για να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο που ζει εκατό χρόνια. Μάλιστα, για μια περίοδο, στη δεκαετία του ’80, για πολλά χρόνια, δεν πήγαινε σαν συγγραφέας στην επαρχία για να διαδώσει τα βιβλία του, αλλά σαν πλασιέ, γυρίζοντας από τη Θράκη ως την Κρήτη, με ένα μικρό αυτοκίνητο, για να πουλήσει τις κασέτες και τα φυλλάδια εκμάθησης ξένων γλωσσών που ήταν τότε ένα πρωτοποριακό σύστημα της εταιρίας Linguaphone. Έκανε χιλιάδες χιλιόμετρα για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του, ενώ ταυτόχρονα συγκέντρωνε πληροφορίες που ήταν πολύ χρήσιμες στο συγγραφικό του έργο. Κι έτσι ήταν μέχρι το τέλος. Ένας άνθρωπος που δεν λαχτάρησε τα πλούτη, δεν το είχε καημό να γίνει πλούσιος. Θα έλεγα ότι αυτό το απέφευγε, επειδή αντιλαμβανόταν τις συνέπειές του.

Πρόκειται για ένα λεπτό ζήτημα που το ψάχνω όλη μου τη ζωή παρακολουθώντας από πολύ κοντά ορισμένους σημαντικούς δημιουργούς. Κι ο άλλος στενός μου φίλος, ο Άκης Πάνου, από εντελώς άλλο κόσμο από του Πάρνη, είχε την ίδια στάση απέναντι στον πλούτο. Δηλαδή, το κοινό τους γνώρισμα είναι ότι αμφότεροι ήξεραν ή ένιωθαν ότι εάν πλούτιζαν και αποκτούσαν υπερβολικές ανέσεις και ευκολίες, αν σκέφτονταν αλλιώς και γίνονταν πιο κοσμικοί και καλοπερασάκηδες, θα ακύρωναν το ταλέντο τους. Και προτίμησαν να διαφυλάξουν το δημιουργικό τους ταλέντο από το να αποκτήσουν πλούτη και τίτλους.

Η σκέψη στην πατρίδα

Δικαιολογημένα, κάποιοι συχνά θέτουν το ερώτημα, γιατί ένας πολιτικός πρόσφυγας, σαν τον Αλέξη Πάρνη, που ζει σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς το οποίο του παρέχει τόσες πολλές ευκαιρίες για να αναδείξει τις ικανότητες και το ταλέντο του, αποφασίζει με την πρώτη ευκαιρία να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα που το κράτος όχι μόνο δεν είναι σοσιαλιστικό, αλλά δεν τον θέλει κιόλας;

Κατ’ αρχήν, από τις συζητήσεις μας έχω καταλάβει ότι ο Αλέξης Πάρνης ακόμα κι αν δεν είχε προβλήματα λόγω της υπόθεσης Ζαχαριάδη, όσο καλά και να περνούσε στη Μόσχα, μέσα του πάντα εκκρεμούσε η επιστροφή του στην Ελλάδα. Κι αυτό το συμπεραίνω και από τη μακρόχρονη ενασχόλησή μου με εκατοντάδες πολιτικούς πρόσφυγες που γνώρισα στις χώρες φιλοξενίας τους και ιδίως στην Πολωνία με τους οποίους συναναστράφηκα και ανέπτυξα στενότατες σχέσεις. Μόνο τότε βρήκα την απάντηση που έψαχνα, όταν διαπίστωσα από πρώτο χέρι, ότι όλοι οι αντάρτες ζούσαν, και το τόνιζαν αυτό, κι έτσι μεγάλωναν και τα παιδιά τους, με τη λαχτάρα να γυρίσουν το ταχύτερο στην Ελλάδα, χωρίς να νοιάζονται για τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζαν στον τόπο τους, αφήνοντας τις καλές δουλειές και τα ζεστά σπίτια που είχαν αποκτήσει σε σύγχρονες και φιλικές κοινωνίες σοσιαλιστικές! Γιατί, όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες ομολογούν ότι στις ανατολικές χώρες είχαν μία εξαιρετική μεταχείριση. Ενώ, σήμερα, βλέπουμε τι τραβούν οι πρόσφυγες από διάφορες χώρες στην Ευρώπη, τι τραβούν οι μετανάστες, άλλοι πνίγονται πριν φτάσουν, άλλοι υφίστανται κακομεταχείριση στα σύνορα κι άλλοι αντιμετωπίζουν το ρατσισμό των Ευρωπαίων που τους αναγκάζουν να ζουν σαν πολίτες τρίτης κατηγορίας.

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τους 50, 60 ή 70 χιλιάδες πολιτικούς πρόσφυγες, με χιλιάδες ανάπηρους ανάμεσά τους, με κομμένα χέρια και πόδια, τυφλούς, ταλαιπωρημένους, χωρίς καμία αποσκευή, ούτε καν δεύτερο ρούχο απ’ αυτό που φορούσαν, που έφτασαν κακήν-κακώς στις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ οι οποίες δεν ήταν καθόλου σε καλή κατάσταση μετά τον καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Αλέξης Πάρνης έξω από το σπίτι του, στην πλαγιά του Υμηττού, 2017 (φωτό Στέλιος Ελληνιάδης).

Η έτοιμη βαλίτσα

Τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έδωσαν αμέσως σε όλους τους ξεριζωμένους μαχητές σπίτια, τα παιδιά τους πήγαν σχολείο και σπούδασαν στα πανεπιστήμια, είχαν όλοι τους εργασία και περίθαλψη, κανένας δεν τους σνόμπαρε και δεν τους περιφρονούσε, είχαν μια ισότιμη συντροφική μεταχείριση. Δηλαδή, είχαν κάθε λόγο για να μείνουν στη χώρα που τους φιλοξένησε και τους ενέταξε στο δυναμικό της. Και πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι καθώς οι περισσότεροι προέρχονταν από πολύ φτωχά ορεινά χωριά, στα οποία δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι για αυτοκίνητα, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε ψυγεία, ούτε γιατροί, βρέθηκαν σε σύγχρονες κοινωνίες, όπως η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Ανατολική Γερμανία, η Ρωσία κ.λπ., που ήταν πολύ πιο εξελιγμένες. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ξεκόλλαγε από το μυαλό τους η έμμονη σκέψη για επιστροφή. Και του χρόνου στην πατρίδα έλεγαν αντί για χρόνια πολλά και καλή χρονιά!

Και επίσης, πολύ σημαντικό ήταν ότι τα καθεστώτα ήταν σοσιαλιστικά, κάτι που ήταν ζητούμενο γι’ αυτούς που είχαν αγωνιστεί με το ΚΚΕ επικεφαλής. Και όμως, είχαν τη βαλίτσα έτοιμη πίσω από την εξώπορτα. Αυτό είναι ένα πολύ έντονο γνώρισμα των πολιτικών προσφύγων. Και πιστεύω ότι αυτή η επιθυμία ήταν το ίδιο ισχυρή και στον Πάρνη παρ’ όλη τη σπουδαία του σταδιοδρομία στην ΕΣΣΔ. Καλά περνούσε στην όμορφη Μόσχα, αλλά η Ελλάδα ασκούσε πάνω του μεγαλύτερη έλξη. Κι αυτό δεν ήταν δύσκολο να επιβεβαιωθεί. Είναι καθοριστικό ότι είχε αγωνιστεί, όπως και όλοι οι πρόσφυγες, για να αλλάξει η κατάσταση στην πατρίδα του, να γίνει η Ελλάδα ο ιδανικός τόπος για να ζει. Κι αυτό δεν ήταν ένα προσωπικό ζήτημα, τους ένωνε όλους.

Γι’ αυτό, όσο άνετα και να περνούσε ο Πάρνης στη Σοβιετική Ένωση δεν θα την αντάλλασσε ποτέ με την Ελλάδα. Κι αυτή η διαπίστωση ενισχύεται κι από την παραδοχή του ότι δεν μεταπείστηκε ούτε από τη γυναίκα του που υποστήριζε –κυρίως λόγω των παιδιών- ότι δεν έπρεπε να γυρίσουν στην Ελλάδα καθώς η ζωή τους στη Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ καλύτερη από τη ζωή που μπορούσε να τους προφέρει η φτωχή και βασιλοκρατούμενη πατρίδα.

Προσφορά

Οι σχέσεις πάντα είναι πολύπλοκες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη μία μεριά υπήρχαν οι τριβές με το σοβιετικό καθεστώς κι απ’ την άλλη ήταν ισχυρή η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης. Μιλώντας για τη μεταπολεμική περίοδο πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, οι πιο διακεκριμένοι διανοούμενοι στην Ευρώπη, όχι μόνο ο Χικμέτ που ήταν φίλος του Πάρνη και από τους πρώτους που διέκριναν το ταλέντο του, σε όλες τις χώρες, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι άλλοι Ευρωπαίοι και οι Βαλκάνιοι, και οι Έλληνες, η αφρόκρεμα των κοινωνιών της ηπείρου, και όχι μόνο, είτε ήταν εργατικής είτε αστικής καταγωγής, ήταν μεγάλοι θαυμαστές της Σοβιετικής Ένωσης! Ήταν έκθαμβοι μπροστά στο σοβιετικό εγχείρημα. Και γι’ αυτό το λόγο ήταν πολύ αξιοπρόσεκτο ότι ο Αλέξης έκανε αυτή τη ρήξη με τους κομματικούς, τους Έλληνες και τους Σοβιετικούς. Ένας άνθρωπος ήταν μόνο. Και ο Ζαχαριάδης από τη στιγμή που καθαιρέθηκε ήταν πια κόκκινο πανί. Όποιος τον άγγιζε είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή και τη σταδιοδρομία του. Αυτό δείχνει και την ποιότητα του ανθρώπου, το σθένος και τη συνέπειά του, γιατί στα δύσκολα φαίνονται οι χαρακτήρες.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, οι φθορές και η σύγκρουση με το σοβιετικό καθεστώς λόγω Ζαχαριάδη κι από την άλλη μια διαχρονική εμμονή λατρείας για τους σπουδαίους λογοτέχνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλος θαυμασμός και αγάπη για όλους τους ποιητές. Δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, μελετούσε και μετέφραζε από τα ρώσικα στα ελληνικά τους μεγάλους Ρώσους ποιητές, Γιεσένιν, Τσβετάεβα, Αχμάτοβα, Τβαρντόφσκι κ.λπ., όχι απλά κάποιο ποίημά τους, αλλά το σύνολο του έργου τους, π.χ. όλο τον Πούσκιν!, και τον Μαγιακόφσκι που είναι και ο πιο δύσκολος!

Αυτή η αφοσίωση και προσφορά του Αλέξη Πάρνη είναι και μια έμπρακτη εκδήλωση της ευγνωμοσύνης του στους Ρώσους για όσα του έδωσαν με τη φιλοξενία και την κουλτούρα τους. Αλλά είναι και μια σπουδαία πνευματική κληρονομιά για την πατρίδα μας, για τους Έλληνες του μέλλοντος και ένας ακατάλυτος δεσμός για τη φιλία των λαών της Ελλάδας και της Ρωσίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!