Του Μάρκου Δελληγιάννη. Καθώς ο νιογέννητος χρόνος έκανε τα πρώτα δειλά του βήματα πάνω στη σκούρα σάρκα της γης, κάτω απ’ το βλέμμα του διάφανου ουρανού, σ’ είδα, ολομόναχο να τριγυρνάς στους δρόμους της πολύβουης πόλης.

Το πρόσωπό σου -βαθιές χαραγματιές- σαν να ιχνογραφούσε του πόνου την γεωγραφία. Βάδιζες ολομόναχος, βιαστικός. Ήθελες, προφανώς, το μετρό να προλάβεις. Η νύχτα πλησιάζει, ο κόσμος αραιώνει. Οι δρόμοι, παράλυτοι, ασυνάρτητοι. Τα φώτα, κρύα, ρίχνουν τις ανταύγειες τους στη μέγγενη της αδιαφορίας, που μας πολιορκεί.
Ολομόναχος βαδίζεις. Χωρίς γυναίκα, χωρίς δουλειά και σπίτι. Ψάχνεις εναγώνια μια ζεστή ματιά να σε θερμάνει. Ένα χαμόγελο ελπιδοφόρο αναζητάς. Αποζητάς εκείνη τη γλυκιά κι απλή χειρονομία: Ένα ανάλαφρο χτύπημα στον ώμο. Μόνος βαδίζεις. Σου επέβαλαν να πληρώσεις το αφράτο ψωμί κι ύστερα στο άρπαξαν μέσα απ’ τα γραμμωμένα χέρια σου, που έμοιαζαν σαν το ποτάμι του μόχθου. Σου είπαν, πως τον ουρανό, τη γη, το νερό και τον ύπνο δεν τ’ αξίζεις. Αίμα είναι το αντίτιμο. Ακριβό το τίμημα για τη μίζερη αυτή ζωή που σου έταξε η ιερή συμμαχία του θανάτου. Στο μυαλό σου κλωθογυρίζουν οι λέξεις οι φτηνές, οι χιλιοειπωμένες, των διαγγελμάτων η κακοφωνία από στόματα μαραγκιασμένα, των τοποτηρητών της Ρώμης, μοιάζουν μονέδα που έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Οι αρχιερείς του σκότους διαλαλούν τον ερχομό του φωτός, ενώ την ίδια στιγμή αιχμαλωτίζουν τον ήλιο. Με πομπώδεις φράσεις, διακηρύσσουν, αναίσχυντα, πως επιτέλους, τώρα, οι θυσίες του λαού πιάνουν τόπο. Το τοπίο αλλάζει, η «ανάπτυξη» είναι προ των πυλών. Και την ίδια στιγμή, παραδίδουν ένα ολόκληρο λαό, δέσμιο της οικονομικής και πνευματικής εξαθλίωσης στ’ αδηφάγα στομάχια της διεθνούς των υαινών. Οργανώνουν φιέστες φιλανθρωπίας, οι αδίστακτοι εραστές της «καρέκλας» για να συμπαρασταθούν σ’ αυτούς που μόλις τώρα, τους λεηλάτησαν ανελέητα. Τα τηλεοπτικά κανάλια ακούραστα, μεταδίδουν τα «αισιόδοξα» μηνύματα των ύπατων της εσωτερικής τρόικας. Κι αυτοί επαναλαμβάνουν τις άηχες λέξεις, ενώ το ξύγκι εκκρίνεται απ’ τις φουσκωμένες παριές τους.
Αναρωτιέσαι, καθώς βαδίζεις ολομόναχος, άραγε από τι υλικό είναι φτιαγμένες οι καρδιές τους; Άραγε λάτρεψαν ποτέ ένα ιδρωμένο τριαντάφυλλο που φύτρωσε ανάμεσα σε δυο πάλλευκα κρίνα; Άκουσαν ποτέ με συγκίνηση και περίσκεψη πολύ τη σπαρακτική φωνή ξεριζωμένου ανθρώπου, καθώς αρθρώνει την τραγική λέξη: Πεινάω; Ένιωσαν άραγε την αγωνία του άστεγου, όταν η νύχτα πλησιάζει κι ο κάματος της μάταιης αναζήτησης, βαραίνει τα μάτια; Ένα κρεβάτι! Τι πιο απλό, ω, εσείς καλοφαγωμένοι «σωτήρες» της χώρας. Άραγε σταθήκατε ποτέ αντίκρυ σε δυο ματάκια, δακρυσμένα, παιδικά, που απορημένα ρωτάνε: «Μα γιατί πρέπει να κρυώνουμε, σε τι φταίξαμε;». Αστείο πράγμα! Θα σπαταλούν τώρα την ακριβή φαιά ουσία τους για των πληβείων τις αγωνίες; Προέχει του έθνους η «σωτηρία». Άλλωστε, η ζωή ανήκει στους ικανούς, στους άριστους κι εσείς δεν ανήκετε στη χωρία των τυχερών.

Η κακοπαιγμένη φάρσα
Τώρα βαδίζεις όλο και πιο γρήγορα. Μάταια ψάχνεις ένα χαμόγελο φιλικό να σε αγκαλιάσει. Σκέφτεσαι, καθώς η αφιλόξενη νύχτα σε τυλίγει, το φλέγον θέμα των ημερών. Αλήθεια, μας θεωρούν τόσο ανόητους, οι συγγραφείς αυτού του γελοίου λιμπρέτου της οπερέτας «η λίστα της Λαγκάρντ»; Άραγε για πόσο τιποτένιους μας λογαριάζουν; Μας σερβίρουν, χωρίς αιδώ, με θρασύτητα απροσμέτρητη, αυτή την κακογραμμένη και κακοπαιγμένη φάρσα. Κι οι τρεις πραίτορες, βαρύγδουποι, απεφάνθησαν πως τα ψέματα τέλειωσαν και πως ο άθλιος, ο επίορκος, ο απόβλητος από το κίνημα το σοσιαλιστικό θα πληρώσει για τα ανομήματά του. Η αλήθεια θα λάμψει, σαν ήλιος Αυγουστιάτικος. Και τότε αυτοί, ανενόχλητοι, θα βάλουν χέρι, σε ότι απέμεινε, σε μισθούς και συντάξεις. Θα επιβάλουν δυσβάστακτους φόρους στους πληβείους, ενώ οι χρυσοκάνθαροι της λίστας θα μείνουν ανέπαφοι.
Το αλέτρι των λέξεων σκούριασε. Όσο και να υποκρίνεστε τους αθώους, η κατεδάφιση του συστήματος των ανομολόγητων συνδιαλλαγών, άρχισε, ήδη, στις συνειδήσεις των πολιτών.  
Θέλησα να σε πλησιάσω. Ήθελα να σου μιλήσω για κείνη τη φωτιά που φίλοι θα γενούμε. Μια φωτιά, τη Γεναριάτικη νύχτα να διαβούμε. Μια φωτιά, για καλύτερη ζωή. Φίλε, δεν παραχωρούμε ούτε ένα ανθάκι ελπίδας. Αρνιόμαστε να μείνουμε χωρίς όνειρα, όλο τον παγωμένο χειμώνα. Ο ήλιος, φίλε διαβάτη, φωλιάζει μέσα μας. Πιστεύουμε στην άνοιξη. Μακριά μας δεν είναι. Η ματιά μας λεύτερη την αγγίζει. Τυφλοί δεν υπάρχουν ανάμεσά μας Στις όχθες του έρωτα θ’ απλώσουμε της δικαιοσύνης το μανιφέστο. Το ποτάμι, ίσως να έχει δρόμο πολύ ακόμα, όμως κουβαλάει τους κτύπους της καρδιάς μας, κουβαλάει τον πόθο του αύριο που λαχταρούμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!