Έτυχε πρόσφατα να παρευρεθώ σε μια συζήτηση σε ένα τραπέζι κάποιου μαγαζιού κάπου στο κέντρο. Το θέμα συζήτησης ήταν αυτό που μάλλον κυριαρχεί στα περισσότερα τραπέζια κάποιου μαγαζιού στο κέντρο στις παρέες 26χρονων, «τι θα κάνουμε στη ζωή μας;». Ακούστηκαν πολλά. Η μία πλευρά υποστήριζε πως οι επιλογές που έχουμε δεν είναι πολλές, αλλά αν κάποιος θέλει εν τέλει θα τη βρει την άκρη του. Η άλλη πλευρά, όμως, υποστήριζε σθεναρότερα πως ακόμα κι αν ξέραμε ακριβώς τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας, δε θα ξέραμε πώς να το υλοποιήσουμε γιατί οι επιλογές της γενιάς μας είναι τουλάχιστον πενιχρές. Εγώ δε συμμετείχα ενεργά στην κουβέντα, άκουγα και σκεφτόμουν. Μπορεί κάποιος να καταφέρει αυτό που θέλει σε μια χώρα χωρίς ευκαιρίες αν το προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις;
Η θέληση είναι μεγάλο πράγμα, ισχυρό και πολλές φορές αποτελεί την κινητήριο δύναμη για πολλά επιτεύγματα. Φτάνει όμως; Αν υποθέσουμε ότι κάποιος θέλει πολύ να γίνει «κάτι» κι έχει κι όλα τα προσόντα που απαιτούνται για να γίνεις αυτό το «κάτι», μπορεί να το καταφέρει σε μια χώρα που η αγορά εργασίας θα προσφέρει από ελάχιστες ανοιχτές θέσεις έως καμία; Οι κοινωνικές και οι οικονομικές συνθήκες δεν παίζουν ρόλο στην πορεία, ειδικά την επαγγελματική, ενός ανθρώπου; Ρωτάω κι απαντάω μόνη μου πως ναι, πρέπει να υπάρχει η θέληση, γιατί χωρίς αυτήν και χωρίς να παλεύεις για έναν στόχο στη ζωή σου θα βαδίζεις μονίμως σε έναν δρόμο με αμέτρητους παράδρομους χωρίς να ξέρεις ποια κατεύθυνση να ακολουθήσεις. Όμως, ακόμα κι αν βρεις το δρόμο σου, ακόμα κι αν έχεις το σθένος να παλεύεις ασταμάτητα για να φτάσεις στον προορισμό σου, αν η κοινωνία στην οποία παλεύεις δε σου δίνει τις ανάλογες επιλογές και ευκαιρίες, τότε όλο το ταξίδι καθίσταται από δύσκολο έως αδύνατο και εσύ μάλλον αναγκάζεσαι να παρεκκλίνεις συνεχώς από το δρόμο-στόχο σου και να στρέφεσαι σε λύσεις ανάγκης.
Άρα, καταλήγω σε ένα μάλλον απαισιόδοξο συμπέρασμα: H θέληση και οι προσπάθειες από μόνες τους δε φτάνουν…
Ειρήνη Δ.