Τον Μάρτιο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και στους Δελφούς ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό συμπόσιο με τίτλο «Οι αρχαίοι μύθοι υπό αστυνομική διερεύνηση- Μήπως ο Οιδίποδας δεν σκότωσε τον πατέρα του;».
Η Δρ. Ζωή Αγγελή (Ph.D. στη Γαλλική λογοτεχνία, Πανεπιστήμιο Cambridge) και ο Pierre Bayard (Συγγραφέας, Καθηγητής λογοτεχνίας Paris 8 | Vincennes-Saint Denis) είχαν την επιστημονική επιμέλεια και τον συντονισμό, ενώ μίλησαν και Έλληνες συγγραφείς όπως ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Πέτρος Μαρτινίδης.
Οι εισηγήσεις είχαν θέματα όπως: «Αίας του Σοφοκλή: Εξωτερική τρέλα ή εσωτερικός καταναγκασμός;», «Η περίπτωση της Ιοκάστης: μητέρα / σύζυγος του εγκλήματος;», «Ο Ηρόδοτος υπό το βλέμμα του αστυνομικού μυθιστορήματος» κ.ά.
Η γλώσσα ήταν τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Για το πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο συμπόσιο αλλά και την πιθανή συνέχειά του, μιλήσαμε με τη Δρ. Αγγελή.
«Η πλοκή αλλά και η λύση (στον Οιδίποδα) παραπέμπουν σαφώς σε αστυνομικό μυθιστόρημα και μάλιστα στην πιο κλασική κατηγορία του είδους, αυτήν του whodunit, όπου το ερώτημα για το ποιός διέπραξε το έγκλημα βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας»
Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το συμπόσιο; Θα έχει συνέχεια – ίσως και στα ελληνικά;
Το συμπόσιο «Οι αρχαίοι μύθοι υπό αστυνομική διερεύνηση» γεννήθηκε με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Pierre Bayard «Œdipe n‘est pas coupable» (πρόχειρη απόδοση: «O Οιδίποδας, εν τέλει, δεν είναι ένοχος»). Στο βιβλίο αυτό, ο Pierre Bayard, o οποίος έγινε διεθνώς γνωστός με το bestseller του «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει;», επανεξετάζει κριτικά τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, εντοπίζει κάποια αντιφατικά στοιχεία του κειμένου και, εν τέλει, ξαναγράφει την ιστορία του Οιδίποδα απαλλάσσοντάς τον από τη δολοφονία του πατέρα του και καταδεικνύοντας έναν άλλον ένοχο – χωρίς ωστόσο να τροποποιεί το κείμενο.
Το συμπόσιο εντάσσεται σε μια σύγχρονη προσπάθεια ανεύρεσης νέων προσεγγίσεων για τη μελέτη των αρχαίων κειμένων, που υπερβαίνουν τη μουσειακή αντιμετώπιση και καθιστούν την πρόσληψή τους μια δημιουργική, δυναμική και υπό εξέλιξη διαδικασία. Ευελπιστώ πως θα υπάρξει συνέχεια – και μάλιστα στα ελληνικά!
Τι περιελάμβανε ως εισηγήσεις και συζητήσεις;
Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στον μύθο του Οιδίποδα, τις πολλαπλές αναγνώσεις, ερμηνείες και επανεγγραφές του. Οι ομιλητές/ριες επιχειρηματολόγησαν υπέρ της αθωότητας του Οιδίποδα, παρουσιάζοντας κείμενα και σκηνοθετικές προσεγγίσεις που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από το θέμα της ενοχής και της προδιαγεγραμμένης μοίρας σε σύγχρονους προβληματισμούς για την πολιτική εξουσία, τη χειραγώγηση, την ελεύθερη βούληση και το τυχαίο. Η δεύτερη μέρα επικεντρώθηκε σε άλλα τραγικά πρόσωπα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, την Ιοκάστη, τον Χρύσιππο, τον Θησέα, την Αντιγόνη. Υιοθετώντας σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις (τη φεμινιστική και queer θεωρία, την ψυχανάλυση, τoν μεταμοντερνισμό), οι εισηγητές/ριες υπερασπίστηκαν την πολυσημία των κειμένων και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων.
Και οι δύο μέρες έκλεισαν με μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης. Στην πρώτη συζήτηση, τρεις συγγραφείς, ο Pierre Bayard, ο Laurent Binet, και ο Πέτρος Μαρτινίδης, επικεντρώθηκαν στα θέματα της τάξης και του τυχαίου, της λογοτεχνικής αλήθειας και της αληθοφάνειας, της πειστικότητας και των κενών στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Η συζήτηση της δεύτερης μέρας εστίασε στην παιδαγωγική διάσταση της αστυνομικής κριτικής, εξετάζοντας κατά πόσο αφυπνίζει ή δυσκολεύει τους μαθητές.
Η τρίτη μέρα, ως προέκταση και κορύφωση του συμποσίου, περιέλαβε την επίσκεψη στον τόπο του εγκλήματος, στη Σχιστή Οδό, και την ανακατασκευή της επίμαχης σκηνής της δολοφονίας του Λάιου. Στο σημείο συνάντησης Οιδίποδα και Λάιου σύμφωνα με τον Σοφοκλή, ο Pierre Bayard, συνομιλώντας με τον Jean-Philippe Toussaint (κυρίως γνωστό για τα βιβλία του «Το λουτρό», «Η ερωτική πράξη»), υποστήριξε πως πατέρας και γιος βρέθηκαν στο ίδιο μέρος αλλά όχι την ίδια ώρα (και άρα ο Οιδίποδας σκότωσε κάποιον άλλον και όχι τον πατέρα του). Η συνομιλία βιντεοσκοπήθηκε σε ένα ολιγόλεπτο film από μαθητές/ριες του ελληνογαλλικού λυκείου Eugène Delacroix.
Τι κρατάτε εσείς ως βασικά συμπεράσματα;
To συμπόσιο απαντά στο ερώτημα: «Με ποιό τρόπο μπορούμε να συμπληρώσουμε ή να ξαναγράψουμε ένα έργο;». Οι εισηγήσεις, συνδυάζοντας την αυστηρότητα (στην ανάλυση, στην επιχειρηματολογία) με το παιγνιώδες (καθώς το εγχείρημα απαιτεί τόλμη και διάθεση περιπετειώδη), έδειξαν πώς η εκ του σύνεγγυς, σχεδόν σχολαστική, ανάγνωση ενός κειμένου (close reading) επιτρέπει μια μεγάλη ερμηνευτική ελευθερία, καθώς είναι λανθάνοντα στοιχεία του ίδιου του κειμένου που δίνουν λαβή σε νέα, ανεξιχνίαστα ερμηνευτικά μονοπάτια.
Το συμπόσιο ανέδειξε επίσης τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη (του καθενός από εμάς) κατά την πρόσληψη των κειμένων. Οι εισηγητές/ριες, αν και οπλισμένοι/ες με την επιστημονική γνώση του κλάδου τους, προσήλθαν πρωτίστως ως αναγνώστες/ριες που υιοθετούν τον ρόλο, το άγρυπνο και καχύποπτο βλέμμα ενός/μιας ντετέκτιβ σε σχέση με το αρχαίο κείμενο.
Αρκετοί θεωρούν τον «Οιδίποδα» ως ένα είδος πρώτου αστυνομικού μυθιστορήματος. Συμφωνείτε;
Θέμα και κύριος άξονας της τραγωδίας του Σοφοκλή είναι η έρευνα του Οιδίποδα προκειμένου να εξιχνιαστεί η δολοφονία του Λάιου, για την οποία υπεύθυνος θα αποδειχτεί εν τέλει ο ίδιος. Η πλοκή αλλά και η λύση παραπέμπουν σαφώς σε αστυνομικό μυθιστόρημα και μάλιστα στην πιο κλασική κατηγορία του είδους, αυτήν του whodunit, όπου το ερώτημα για το ποιός διέπραξε το έγκλημα βρίσκεται στο επίκεντρο της έρευνας.
Ωστόσο ο Οιδίποδας, ως τραγωδία, διαφέρει ριζικά από τον κόσμο και τους χαρακτήρες του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η τραγωδία, ως μορφή τέχνης αλλά και ως θέαση και αναπαράσταση του κόσμου, είναι ξένη προς τη δικαιοσύνη και τη λογική, ενώ στα αστυνομικά μυθιστορήματα η λογική θριαμβεύει και η τάξη αποκαθίσταται. Η ποιητική γλώσσα του κειμένου και η συλλογική του πρόσληψη από το κοινό του αρχαίου θεάτρου το διαφοροποιούν ουσιαστικά από το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Μπορούμε πράγματι –γενικότερα– να δούμε τους μύθους υπό το φως της αστυνομικής λογοτεχνίας;
Το να διαβάζουμε και να επανεξετάζουμε τους αρχαιοελληνικούς μύθους υπό το φως της αστυνομικής λογοτεχνίας, ένα είδος που άνθισε τον 19ο αιώνα και που συμπίπτει με τη δημιουργία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, είναι μια κίνηση σαφώς αναχρονιστική. Ωστόσο, οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, καθώς έχουν κενά και λανθάνοντα στοιχεία, κατεξοχήν προσφέρονται για μια κριτική ανάγνωση υπό το φως της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Η κριτική (ο κριτικός λόγος) υστερεί έναντι της λογοτεχνίας, η οποία επιδίδεται, εδώ και αιώνες, στην επανεγγραφή των μύθων. Υιοθετώντας τη μέθοδο και τη διερευνητική ματιά της αστυνομικής λογοτεχνίας, εντοπίζοντας και αναδεικνύοντας κενά, ελλείψεις και αντικρουόμενα στοιχεία του αρχαίου κειμένου, το συμπόσιο διεκδικεί για την κριτική το δικαίωμα της επανάγνωσης των μύθων και δείχνει την κινητικότητα, την ευπλαστότητα και εν τέλει την αντοχή των αρχαιοελληνικών μύθων στον χρόνο.