Συνεχίζουμε τα μικρά αφιερώματα για τα 15 χρόνια από την έκδοσή της. Στα επόμενα φύλλα μας θα δημοσιεύσουμε και άλλα κείμενα με αφορμή τη συμπλήρωση 15 χρόνων από την έκδοση του Δρόμου και θα ακολουθήσουν και σχετικά ειδικά αφιερώματα.
Καλησπέρα και από μένα σε όλους. Το ξεκίνημα πριν 15 χρόνια του εγχειρήματος του Δρόμου της Αριστεράς, μιας καθαρά πολιτικής εφημερίδας, συνέπεσε με την επιβολή του ΔΝΤ στη χώρα μας και την τεράστια οικονομική και κοινωνική αναστάτωση που δημιουργήθηκε. Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, ο Δρόμος κατάφερε να αρθρώσει πολιτικό λόγο, ανοίγοντας διάλογο στην κοινωνία, μέσα από τα καίρια και κριτικά του κείμενα, για τις νέες συνθήκες και το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που αναδύθηκε.
Σε αυτή την κοινωνική συγκυρία ξεκίνησα και εγώ να συμμετέχω στο φιλόξενο βήμα του Δρόμου, στη σελίδα του κινηματογράφου, στα πολιτιστικά, γράφοντας για αναλύσεις ταινιών, ανταποκρίσεις από κινηματογραφικά φεστιβάλ και συνεντεύξεις κυρίως σκηνοθετών, έχοντας πάντα στο νου μου αυτή τη νέα κοινωνικοπολιτική διάσταση που αναδυόταν. Η ανελλιπής παρακολούθηση, ως διαπιστευμένη κριτικός κινηματογράφου, των κινηματογραφικών φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου κάθε χρόνο παρουσιάζεται η εγχώρια παραγωγή των Ελλήνων σκηνοθετών, με μυθοπλαστικές ταινίες το Νοέμβρη και ντοκιμαντέρ το Μάρτη, μου έδωσε τη δυνατότητα να δω από πρώτο χέρι πώς εκφράστηκε αυτή η νέα κατάσταση μέσα από το σινεμά. Οι σύγχρονοι Έλληνες σκηνοθέτες, σε αντίθεση με τη γενιά πολιτικοποιημενων σκηνοθετών του ‘70, σε ελάχιστες περιπτώσεις επέλεξαν να αποτυπώσουν μέσα από τις ιστορίες και τις θεματικές τους αυτή την κοινωνική αναστάτωση. Αντιθέτως, φαίνεται να λειτουργούν σε μια παράλληλη πραγματικότητα, που έφερνε όχι τόσο τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα στο προσκήνιο, αλλά πολύπλοκα υπαρξιακά ζητήματα που αφορούν μια ψυχοκοινωνική διάσταση του ατόμου μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία, δοσμένα με αποστασιοποιημένη σκηνοθετική και ερμηνευτική προσέγγιση μιας μεταμοντέρνας αισθητικής, που αντλούσε περισσότερα στοιχεία από τη σύγχρονη θεατρική και χορογραφική κινησιολογία. Αυτό δηλαδή που αργότερα ονομάστηκε ως «wierd wave».
ΕΤΣΙ, τη δεκαετία του 2010, μέσα από τις ανταποκρίσεις και τις κριτικές μου στην εφημερίδα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στενά τη γέννηση του ρεύματος αυτού στη μυθοπλασία, σε αντίθεση με τα ντοκιμαντέρ, που στην ίδια ιστορική συγκυρία είχε τεράστια άνθηση. Η οικονομική κρίση άλλαξε τελείως και τον τρόπο χρηματοδότησης των σινεμά, και σκηνοθέτες παλαιότεροι και νέοι, στράφηκαν προς το ντοκιμαντέρ, ίσως ως μια φθηνότερη κινηματογραφική δημιουργία. Το αποτέλεσμα ήταν, εκείνα τα χρόνια, να αυξηθεί η παραγωγή ντοκιμαντέρ στη χώρα μας, και ήταν αυτά που παρακολούθησαν ο,τι συνέβαινε στην ελληνική κοινωνία. Από το 2013, πληθώρα ντοκιμαντέρ ξεχωρίζουν με άκρως κοινωνικά και πολιτικά θέματα, σε μια προσπάθεια να ανοίξουν διάλογο με την ελληνική κοινωνία για ό,τι συνέβαινε, επιχειρώντας να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα της εποχής, για το χρέος και για την άνοδο της ακροδεξιάς, καθώς εκείνη την εποχή μπήκε στη Βουλή ένα νεοναζιστικό κόμμα. Σημαντικά ντοκιμαντέρ που διερευνούν και επαναφέρουν στο σήμερα το ιστορικό παρελθόν μας, για την κατοχή και τον εμφύλιο, συμπορεύτηκαν με ντοκιμαντέρ που κάλυψαν το άμεσο παρόν τότε, την πλέουσα κοινωνική διάσταση, τα κινήματα των Πλατειών, τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, την αντίσταση των πολιτών στην Κερατέα και στις Σκουριές, τις προσπάθειες αυτονομίας μέσα από αγροτικούς συνεταιρισμούς, τη δολοφονία του Π. Φύσσα και την πολύχρονη δίκη που ακολούθησε, για το νέο κύμα μεταναστών μετά το 2015, τους άστεγους, την ανεργία, και όλες τις κοινωνικές αλλαγές. Για τον ιστορικό του μέλλοντος, μια λεπτομερής καταγραφή των ημερών εκείνων, έχει περάσει μέσα από εκείνα τα ντοκιμαντέρ, και νομίζω ότι τα ανέδειξα και εγώ, μέσα από τις ανταποκρίσεις στην εφημερίδα, όπου με ενδιέφερε να έχω πάντα μια κοινωνική, πολιτική και ανθρωπολογική προσέγγιση, γιατί τότε ήταν πραγματικά μια εκρηκτική εποχή, που εκφράστηκε κυρίως μέσα από τα ντοκιμαντέρ. Αυτά ως προς το κομμάτι της δημοσιογραφικής καταγραφής, μέσα από τα κείμενά μου στην εφημερίδα.
«Κύριο κριτήριο για την επιλογή της ταινίας που αναλύω κάθε φορά, είναι η ύπαρξη πολιτικής και κοινωνικής διάστασης, ενώ δίνω εξίσου έμφαση στην αισθητική της πρόταση»
ΤΩΡΑ, λίγα λόγια για τον τρόπο που δουλεύω. Στις εφημερίδες, συνήθως υπάρχει κάθε βδομάδα μια παρουσίαση των ταινιών που βγαίνουν στις αίθουσες, με αναφορές στους ηθοποιούς, στο σκηνοθέτη-τρια, μαζί με μια περίληψη της υπόθεσης και μερικές φορές μια αξιολόγηση με αστεράκια. Μια ταινία όμως, δεν αφορά μόνο τη θεματική στην οποία συγκαταλέγεται. Ο κινηματογράφος αποτελεί μια σύνθετη οπτικοακουστική τέχνη, που συνδυάζει πληθώρα στοιχείων. Εκτός από την ερμηνεία των ηθοποιών και το σενάριο, υπάρχει ο ήχος, η μουσική, τα σκηνικά, οι ενδυμασίες, αλλά και η σκηνοθετική τεχνική, με κοντινά ή μακρινά πλάνα και φυσικά η κομβική χρήση του μοντάζ, ώστε μέσα από όλα αυτά τα εκφραστικά μέσα και εργαλεία να αποδοθεί πληρέστερα η σκηνοθετική αντίληψη. Στο σινεμά δεν είναι μόνο το τι λες, αλλά κυρίως το πώς το λες. Το τετριμμένο θέμα μιας ερωτικής ιστορίας κινηματογραφείται διαφορετικά από τον ένα σκηνοθέτη στον άλλον. Τρανταχτό παράδειγμα η ταινία «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, που στην εποχή της έβαλε νέα δεδομένα στο κινηματογραφικό στερέωμα. Αλλά υπάρχουν και άλλα. Δεν είναι μόνο το ποιος είναι ο σκηνοθέτης και τι κάνει, αλλά και τι έχει κάνει συγκριτικά με το έργο στο σύνολό του ανάλογα με την εποχή στην οποία γαλουχήθηκε και εργάζεται, αλλά και σε σύγκριση με άλλους σκηνοθέτες, σύγχρονους και νέους. Υπάρχουν όμως ξεχωριστά κινηματογραφικά ρεύματα και ολόκληρες σχολές στις οποίες ενδέχεται να ανήκει μια ταινία ή όχι, όλα αυτά που μας βοηθούν εμάς τους θεωρητικούς αναλυτές του κινηματογράφου, αναλογικά με το τι μπορεί να προσφέρει αυτή η ταινία, όχι τόσο ως αξιολόγηση, αλλά ως μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική πρόθεση. Πολύ συχνά με ρωτάνε αν μου αρέσει ή όχι μια ταινία. Μα η κινηματογραφική κριτική δεν είναι μόνο η προσωπική άποψη, αλλά οφείλει να εντοπίσει τι είναι αυτό που κάνει μια κινηματογραφική ταινία συναρπαστική, πρωτότυπη ή τετριμμένη και να το κοινοποιεί με κατανοητό τρόπο στους αναγνώστες, ώστε να ακονίσει τις προσλαμβάνουσες του θεατή και να εμβαθύνει σε αυτά που η ταινία παρουσιάζει στο σύνολό της. Με λίγα λόγια, ζητούμενο είναι ο θεατής να μην είναι παθητικός αποδέκτης, αλλά να προβληματίζεται με αυτά που βλέπει. Κύριο κριτήριο για την επιλογή της ταινίας που αναλύω κάθε φορά, είναι η ύπαρξη πολιτικής και κοινωνικής διάστασης, ενώ δίνω εξίσου έμφαση στην αισθητική της πρόταση, που περιέχει πολλές πληροφορίες για τις προσεγγίσεις και τις προθέσεις που δημιουργούν, αναλύοντας συχνά και την κινηματογραφική γλώσσα.
ΕΠΙΜΕΝΩ δε ιδιαίτερα στην ανάλυση της μουσικής και των ήχων μιας ταινίας, γιατί στη χώρα μας οι θεατές δεν έχουν εκπαιδευτεί να ακούν, εκτός από να βλέπουν. Ο ήχος και η μουσική στο σινεμά, αλλά και η απουσία τους, αποτελούν βασικό στοιχείο της κινηματογραφικής διαδικασίας, ενώ συχνά φέρνουν επιπλέον πληροφορίες που μπορεί να δώσουν μια πολύ διαφορετική ερμηνεία στην εικόνα. Μια τέτοια καταρτισμένη ανάλυση της ταινίας θεωρώ ότι αυξάνει την αντιληπτική ικανότητα του θεατή να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα.
Το ζητούμενο για μια κριτική δεν είναι η επιβολή απόψεων, αλλά το μοίρασμα της γνώσης, με κυριότερο την ενεργοποίηση της κριτικής και πολιτικής σκέψης του θεατή, κάτι που επιχειρείται γενικότερα μέσα από τα εμπεριστατωμένα κείμενα των συντακτών της εφημερίδας μας. Αυτό κάνω και ‘γω με τα δικά μου κείμενα εδώ και 15 χρόνια, στη σελίδα του κινηματογράφου της εφημερίδας μας, και νομίζω αυτά εκτιμάει και το αναγνωστικό κοινό, που αναζητά τις δημοσιεύσεις μου. Πιστεύω ότι έχω συνεισφέρει και εγώ, μαζί με τους άλλους συνεργάτες, να θεωρείται ο Δρόμος της Αριστεράς, μια υπολογίσιμη εβδομαδιαία εφημερίδα. Καλή συνέχεια λοιπόν, σύντροφοι!
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com