Γενικεύεται η απονομιμοποίηση του διπολισμού. Του Γιάννη Τσούτσια
Αν κάτι αναδύεται στον απόηχο των επιταχυνόμενων πολιτικών γεγονότων, είναι πως αυτά έρχονται και παρέρχονται, χωρίς να μπορούν να απογραφούν ή να αποτιμηθούν κατά περίπτωση. Το πολιτικό σκηνικό είναι μπλοκαρισμένο και αδυνατεί να νοηματοδοτήσει τις εξελίξεις. Πρωτοβουλίες, δηλώσεις, μηχανορραφίες, δεδομένα, παρατίθενται ως συρμός που διατρέχει σταθμούς χωρίς να παραλαμβάνει επιβάτες ή να αφήνει πίσω του οτιδήποτε. Αυτή η καταγραμμένη εμπλοκή, αφομοιωμένη εδώ και ένα χρόνο ως δημοσκοπική στασιμότητα, αναλύεται πλέον μαζικά στις καθημερινές συζητήσεις των πολιτών.
Αλλά καθώς στην πραγματικότητα οι κοινωνικές διεργασίες δεν παύουν, παρά μόνον ίσως πρόσκαιρα, οι συγχυτικές απόψεις, οι τροφοδοτούμενοι περισπασμοί και η έλλειψη προσανατολισμού που εικονογραφούν τις μαζικές κοινωνικές προσεγγίσεις, δίνουν σιγά-σιγά τη θέση τους σε βαθύτερες αναζητήσεις γύρω από τις διαστάσεις της κατάστασης και τις ουσιώδεις πολιτικές δυναμικές της. Ο διπολισμός που αναδύθηκε τον τελευταίο χρόνο, φαντάζει κι αυτός ατελέσφορος και ασταθής. Ένας διπολισμός σε αδιέξοδο, καθώς και οι δύο του πόλοι είναι αδυνατισμένοι. Δεν είναι μόνον η Χ.Α. της οποίας η άνοδος προς το παρόν απετράπη. Είναι, κυρίως, η πολιτική απονομιμοποίηση του δικομματισμού που γενικεύεται. Κανείς πλέον δεν ακούει, κανέναν πολιτικό οδηγό. Κανείς δεν εμπνέεται από στοχοθεσίες και υποσχέσεις. Στη μνημονιακή περίοδο, οι σχέσεις εκπροσώπησης καταλύονται. Και ό,τι ανασυστήνεται, έχει προσωρινό και ελλειμματικό χαρακτήρα. Έτσι, ακόμη και ο πρόσφατος εκλογικός θρίαμβος της Αριστεράς, μετατράπηκε σύντομα σε δυσπιστία και επιφυλακτικότητα από τους ίδιους τους ψηφοφόρους της.
Το αδιέξοδο Σαμαρά περιγράφεται στην ειδησεογραφία ως αυτοπαγίδευση, λόγω των διαφοροποιήσεων που προκαλούν οι επιλογές του στο εσωτερικό της Ν.Δ. Αμφισβήτηση υπαρκτή, με άγνωστη έκβαση και βαρύτητα. Οι πάντες καραδοκούν και οργανώνουν τις προσωπικές τους προοπτικές. Ένας Σαμαράς ετοιμόρροπος, ενδεχομένως να εξωθηθεί σε λύσεις φυγής (π.χ. με εκλογές, στοιχειοθεσία κλίματος αντιπαράθεσης με την τρόικα κ.λπ.).
Όμως, όποια κι αν είναι η επόμενη κίνηση Σαμαρά, το κεντρικό ζήτημα είναι ότι η υπαρκτή τεράστια κοινωνική ενέργεια και απορριπτικότητα αδυνατεί να εκφραστεί αυτόνομα και περιορίζεται να αναζητά διέξοδο σε «εσωτερικές» αντιθέσεις. Μοιραία κατάληξη μιας αναιμικής αντιπολιτευτικής κριτικής, η οποία, παρά τους υψηλούς τόνους και τις φωνασκίες και παρά την αναμφισβήτητη ένταση του ρωμαλέου αντιμνημονιακού συναισθήματος, δεν κατάφερε να μετασχηματιστεί σε κάτι πιο δημιουργικό;
Το αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαφορετικής τάξης: Καταγράφεται, κυρίως, ως ανικανότητα. Γι’ αυτό και η θεωρία του «ώριμου φρούτου» εγκαταλείπεται, τουλάχιστον στην απόλυτη εκφορά της. Αναζητείται πιο ενεργητικός ρόλος, εντός του διπολικού σκηνικού, το οποίο από κοινού οικοδομήθηκε. Καθώς όμως ο διπολισμός συμβάλλει εκ των πραγμάτων στην αναστήλωση του πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ αρκείται σε επικοινωνιακές παρεμβάσεις. Επιχείρησε π.χ. να μεταθέσει την ατζέντα από την Χρυσαυγειάδα, όπου ο Σαμαράς πλεονεκτεί, στην υποψηφιότητα Τσίπρα για την προεδρία της κομισιόν ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επιλογή που προορίζονταν να αποφέρει κύρος και εύσημα προσωπικής αξιοπιστίας, αλλά πέρασε άσφαιρη. Οι βολές, τώρα, προς τον Βενιζέλο για τα υποβρύχια, φαίνεται να έχουν καλύτερη τύχη, αφού και αντικειμενικό έδαφος υπάρχει και ευαισθησία της κοινής γνώμης. Αλλά κι εδώ απαιτείται τροφοδοσία και υλικό που θα δημοσιοποιείται σταδιακά και κυρίως κάποια στήριξη από τα κεντρικά ΜΜΕ, προϋποθέσεις που δεν είναι βέβαιο ότι συντρέχουν. Τα σημαντικά, όμως, είναι άλλα για τον ΣΥΡΙΖΑ: Οι διαφοροποιήσεις εισβάλουν και στις γραμμές του, δείγμα πολιτικής αμηχανίας και εσωτερικής αποδιοργάνωσης. Η κριτική ότι «δεν έχει άποψη», διογκώνεται και στο εσωτερικό. Οι επιδερμικές και συνθηματολογικές απαντήσεις, που μέχρι σήμερα παρείχαν στέγαστρο σε αυταπάτες, δοκιμάζονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ βαίνει προς την εξουσία εξουθενούμενος!
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, τώρα είναι, εάν στον ΣΥΡΙΖΑ, στην Αριστερά, στο λαϊκό κίνημα εντέλει, θα εξελιχθούν αντίρροπες διαδικασίες και αν θα υπάρξει επαρκής διαθεσιμότητα να τις στηρίξει. Διότι, βεβαίως, μέρος της μαχόμενης Αριστεράς, αντιλαμβάνεται ότι τα προβλήματα είναι πιο σύνθετα και πως θα χρειαστεί πρώτα η ίδια να εμβαθύνει και να μετασχηματιστεί, για να τα αντιμετωπίσει. Έτσι, ο «κυβερνητισμός» συνειδητοποιείται πλέον ως πρόβλημα, όχι μόνον υπό την οπτική μιας αριστερής κριτικής, αλλά και στο ίδιο του το έδαφος. Γίνεται αντιληπτό πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πάσχει μόνο σε επίπεδο προγράμματος, αλλά και σε επίπεδο πρότασης προς την κοινωνία. Το πραγματικό έλλειμμα, δηλαδή, δεν είναι το ανολοκλήρωτο κάποιου γραφειοκρατικού σχεδίου, με τη μορφή κυβερνητικών στοχεύσεων, αλλά η απουσία ενός χειραφετιτικού προτάγματος, με αποδέκτη την κοινωνία.
Σήμερα, ο διαλυτικός ατομισμός και ο εκτεταμένος μηδενισμός, δεν αντιμετωπίζονται με την επίκληση εύκολων -πλην άσφαιρων- αξιών, που δήθεν θα επιστρατευτούν από την Αριστερά ως αντίπαλο δέος. Το αντίθετο συμβαίνει: Η καταφυγή σε ψευδεπίγραφες κατασκευές, οι οποίες θα «σπονδυλώσουν» την αδιαμόρφωτη κοινωνία, προετοιμάζει, κάθε φορά, το επόμενο αδιέξοδο.