Του Σταύρου Γεωργά. Χαζεύοντας κατ’ ανάγκην διαφημίσεις, όσο να ξαναρχίσει η ταινία στην τηλεόραση ή περπατώντας στην έρημη πόλη ή περιμένοντας το μετρό, παρατηρώ πόσο εκκωφαντικά πρωτότυπες είναι, αλλά και πόσο μοιάζουν εντέλει η μια με την άλλη: σαν (ανολοκλήρωτα) αντίγραφα της ίδιας ουλής στη σκέψη και την ευαισθησία μας.
H εντύπωσή μου είναι πως οι διαφημιστές, κυνηγώντας καθημερινά κάτι πρωτότυπο, δουλεύουν σαν μέντιουμ: Μέσα από τις ολοένα πιο ακραίες ιδέες τους μιλάει η ίδια κοινότοπη ψυχή που υπαγορεύει και τα εξίσου (ψευδώς) πρωτότυπα best sellers – η (νεκρή) Ψυχή του Eμπορεύματος. Kαι δεν είναι άσκοπο ν’ ακούσουμε προσεκτικά αυτήν την απρόσωπη εξομολόγηση – που ευθύνεται για ένα είδος ακούσιας ευφυΐας, την οποία διαθέτουν κι οι πιο χαζοί διαφημιστές, εν αντιθέσει προς τους ψευτο-αναλυτές της κρίσης, ας πούμε, όπου κανέναν είδος ευφυΐας, εκούσιας είτε ακούσιας, δεν παρατηρήθηκε ποτέ. (Άλλωστε και τα λογοτεχνικά ισοδύναμα των διαφημίσεων, τα best-sellers, ναι, πρέπει να υποβάλλονται σε κριτική – αλλά όχι ως λογοτεχνία, για τον ίδιο λόγο που οι διαφημίσεις δεν γίνεται να κριθούν σαν σελίδες απ’ το Kεφάλαιο: Τότε θα έπαυε να μας εκπλήσει ο Χωμενίδης και ν’ «αγαναχτούμε», όπως το συνηθίζουμε…).
Bάσει αυτού του σκεπτικού ανακαλύπτω, επιτέλους, την «αξία χρήσης» των καταλόγων με «βιβλία για το καλοκαίρι», μυθιστορήματα δηλαδή (τ’ άλλα είναι για ξεκάρφωμα μόνο) – που μέχρι πρότινος μ’ έριχναν σε βαθιά απελπισία γιατί, παρασυρμένος απ’ τον Σικελιανό, θεωρούσα πως ήταν υποχρεωτικό καταμεσίς στο σκουπιδότοπο να λάμπει κι εκείνο το «δόντι του σκύλου» (σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα)… Όμως η συνθήκη παραγωγής δεν αλλάζει ποτέ δίχως ν’ αλλάξουν και τ’ απορρίμματα, πολλώ μάλλον αν τ’ απορρίμματα είναι το κατεξοχήν προϊόν. H συνοχή του καινούργιου σκουπιδότοπου είναι τέτοια ώστε το ποτάμι των πρωτοτυπιών να κυλά ακόμη κι αν φαινομενικά διακοπεί ο ειρμός του. Ξεχειλίζει μάλιστα, τότε ακριβώς που φάνηκε ν’ ανακόπτεται η ροή του, και διαβρέχει τα πάντα: έχουμε σκουπιδοστίχους και σκουπιδοδοκίμιο και σκουπιδοϊστορία ή σκουπιδοφιλοσοφία εντέλει. Eδώ, λοιπόν, είναι αδύνατον να λάμψει κάτι, «έξω απ’ τη σάψη» – για τον ίδιο λόγο που καταργείται. Αφαιρώντας το θεμέλιο από κάθε λογής δικαιώματα, το οχτάωρο…
Αξίζει να σκεφτούμε, πράγματι, μήπως η κατάργηση του οχταώρου κι η πρόσφατη επέκταση της εργάσιμης εβδομάδας έτσι που να συμπεριλαμβάνει πια και τις Κυριακές δίνει απλώς νομική υπόσταση σε μια τετελεσμένη διάχυση του εργάσιμου χρόνου, που, με τη σειρά της, συνδυάζεται με μια ριζική αλλαγή του «παραδείγματος» βάσει του οποίου κατανοούσαμε ώς τώρα τι είναι εργασία, πότε δουλεύουμε. Δουλεύουμε καταναλώνοντας διαφημίσεις ή best sellers, βλέποντας τούρκικα σίριαλ ή τα «παράθυρα» στα δελτία: Δουλεύουμε μ’ όλο μας το σώμα, νυχθημερόν, παράγοντας την ίδια την κατατονία και την αποβλάκωσή μας, κι εντέλει, κατάκοποι, έγκλειστοι σ’ ένα εικοσιτετράωρο που λεηλατείται ολόκληρο, μες στην ψευδοτέχνη πάλι ξεκουραζόμαστε απ’ τη δούλεψή της… Aν το δούμε έτσι, ο όγκος των διαφημισμένων σκουπιδιών («βιβλία για το καλοκαίρι»: σχήμα εν διά δυοίν) είναι μια κρυπτογραφημένη διατριβή βιοπολιτικής οικονομίας. Aξίζει να δοκιμάσουμε να τη διαβάσουμε…