Η πυρηνική καταστροφή στην Ιαπωνία και η επίφαση δημοκρατίας.
Της Αλίκης Βεγίρη.
Το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα ήρθε τη στιγμή που οι φόβοι των παρελθόντων ατυχημάτων είχαν ξεπεραστεί, η πυρηνική ενέργεια κόντευε να κατοχυρωθεί ως ασφαλής, καθαρή και φτηνή και ο δυτικός κόσμος ξεκινούσε πλησίστιος για την ανανέωση του πυρηνικού του στόλου. Η Ασία, που δεν φαινόταν να κατατρύχεται από κάποιον ιδιαίτερο ενδοιασμό, τώρα μάλιστα που είχε καβαλήσει την υπερταχεία της ανάπτυξης και από την οποία δεν σκόπευε σύντομα να κατεβεί, συνέχιζε να κτίζει αντιδραστήρες τον έναν μετά τον άλλον και να προγραμματίζει το πυρηνικό της μέλλον σε γιγαβάτ.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, όμως, οι παλιοί φόβοι, οι οποίοι είχαν θαφτεί κάτω από τόνους προπαγάνδας και κυνικού ρεαλισμού, ξαναβγήκαν στο φως, μαζί με πολλά γεγονότα και λεπτομέρειες που είχαν χαθεί μέσα στη μεγάλη χωματερή των αζήτητων πληροφοριών.
Πολλοί είχαμε θαυμάσει το κουράγιο, την ψυχραιμία και τη στωικότητα των Γιαπωνέζων μπροστά στο τριπλό κακό, την ίδια στιγμή όμως, είχαμε αναρωτηθεί, πώς ο λαός αυτός ο οποίος είχε βιώσει δυο μεγάλες πυρηνικές καταστροφές με τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, φάνηκε τόσο μπόσικος ώστε να επιτρέψει η χώρα του, ούσα από τις πλέον σεισμογενείς, να γίνει η τρίτη κατά σειρά πυρηνική δύναμη στον κόσμο με 55 συνολικά αντιδραστήρες;
Το πυρηνικό πρόγραμμα της Ιαπωνίας άρχισε το 1975 με τη βοήθεια αμερικανικών εταιριών και συνεχίστηκε στις δεκαετίες του ’80 και ’90 μέχρι σήμερα. Τα συχνά, όμως, ατυχήματα που άρχισαν να συμβαίνουν από τα μέσα του 1990 και εντεύθεν, και οι αποκαλύψεις της συγκάλυψης αυτών, αφύπνισαν την κοινή γνώμη η οποία αίροντας την εμπιστοσύνη της στο πυρηνικό μέλλον άρχισε να διαμαρτύρεται ενεργά και να αντιτίθεται στην κατασκευή νέων αντιδραστήρων.
Για χρόνια οι δημοσκοπήσεις αποτύπωναν καθαρά το κλίμα αντίθεσης. Σε μια δημοσκόπηση της Ασάχι Σινμπούν το 1999, αντίθετο τασσόταν το 45% των Γιαπωνέζων, ενώ θετικά διακείμενο ήταν το 32%. Το 1996 οι μισοί κάτοικοι της επαρχίας Mie είχαν υπογράψει ενάντια στην κατασκευή νέου αντιδραστήρα στην περιοχή τους, ενώ μόλις λίγες μέρες πριν τον καταστροφικό σεισμό, τον Ιανουάριο του 2011, θαρρείς προαισθανόμενοι αυτό που θ’ ακολουθούσε, πέντε νεαροί είχαν ξεκινήσει απεργία πείνας έξω από το κυβερνείο της πόλης Γιαμαγκούτσι στο νότο, διαμαρτυρόμενοι για την προγραμματισμένη κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στην περιοχή τους.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι Αρχές συνέχιζαν προκλητικά όχι μόνο ν’ αγνοούν τις ανησυχίες των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα κατέβαλαν και προσπάθειες να τις καταπνίξουν με επιθετική προπαγάνδα και οικονομικά αντισταθμιστικά οφέλη, προσπαθώντας έτσι να τους εξαγοράσουν. Το ότι το αντιπυρηνικό κίνημα παγκοσμίως βρέθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα δείχνει την αποτελεσματικότητα των τεχνικών αυτών. Εξαίρεση αποτέλεσε η ακτιβιστική στάση των Γερμανών το φθινόπωρο του 2010, με την παρεμπόδιση μεταφοράς ραδιενεργών αποβλήτων στον Βορρά της Γερμανίας, γεγονός που σηματοδότησε όχι μόνο την αναβίωση του αντιπυρηνικού κινήματος, αλλά και την επαναφορά των λαών στο προσκήνιο των μαζικών διεκδικήσεων σε ζωτικά για τη ζωή τους θέματα.
Πώς όμως συμβαίνει και αποσπάται η συναίνεση και ο εφησυχασμός των λαών, κι όχι μόνο σε θέματα που άπτονται της πυρηνικής ασφάλειας, αλλά και σε πολύ περισσότερα, όπως είναι για παράδειγμα το κάπνισμα και το σύννεφο καπνού που καλύπτει τη σύνδεσή του με ορισμένες μορφές καρκίνου, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και η μακροπρόθεσμη βλαπτική τους επίδραση στην υγεία και το περιβάλλον, η ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων και των κεραιών αναμετάδοσης του σήματος, οι πυλώνες υψηλής τάσης και η σύνδεσή τους με την έξαρση περιπτώσεων λευχαιμίας, και η υπερθέρμανση του πλανήτη και η συντελούμενη κλιματική αλλαγή; Η απάντηση βρίσκεται στην ανάπτυξη και εξάπλωση μιας νέας παράπλευρης, πανίσχυρης και πολυπλόκαμης βιομηχανίας που ακούει στο όνομα «Βιομηχανία Κατασκευής Αμφιβολιών».
Δουλειά της είναι η συστηματική διαστρέβλωση των επιστημονικών αποτελεσμάτων, η μεγέθυνση της επιστημονικής αβεβαιότητας, και η αύξηση τής, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, επιρροής στα πολιτικά κέντρα, με σκοπό τη λήψη αποφάσεων προς όφελος των κατασκευαστών των επικίνδυνων προϊόντων. Τα αντίστοιχα δε λόμπι που συστήνονται φροντίζουν να προσεταιρίζονται αδίστακτους επιστήμονες, να διοργανώνουν επιστημονικά συνέδρια, να εκδίδουν ακόμα και δήθεν «επιστημονικά» περιοδικά για τη διάδοση των απόψεών τους, ενώ δεν διστάζουν να δυσφημούν μεμονωμένους ερευνητές και να κατατάσσουν στην κατηγορία των σκουπιδιών κάθε αντίθετη επιστημονική άποψη. Στο κύκλωμα περιλαμβάνονται επίσης δικηγόροι, ψευδομάρτυρες, think tanks, ακόμα και κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
Υποκλοπή συναίνεσης
Ενώ τέτοιες σκαιές πρακτικές υπήρχαν ανέκαθεν, εντούτοις η βιομηχανία αυτή θέριεψε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπους, ο οποίος και παρέδωσε έκτοτε τις προϋπάρχουσες ανεξάρτητες αρχές στα χέρια των μεγάλων εταιριών, δηλαδή στους ίδιους τους λύκους.
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο γίνεται φανερό ότι η πολιτική έχει πλέον περάσει στα χέρια μιας παντοδύναμης οικονομικής ελίτ, η οποία και χρηματοδοτεί τους πολιτικούς της αρεσκείας της. Μπορεί στην Ευρώπη να είναι ακόμα ταμπού, αλλά στην Αμερική δεν θεωρείται επιλήψιμο κάποιος πολιτικός να χρεώνεται ανοιχτά σε κάποιο λόμπι συμφερόντων ή σε κάποια συγκεκριμένη εταιρία. Και εδώ είναι το οξύμωρο.
Όσο περισσότερο προπαγανδίζεται η περίφημη κοινωνία των πολιτών και η ενεργός συμμετοχή τους στα κοινά, τόσο και πιο πολύ η ηγεσία αποκόπτεται και απομακρύνεται από το σώμα των πολιτών. Και όσο πιο πολύ απομακρύνεται, τόσο πιο πολύ αναλώνεται σε στείρες πλειοδοσίες περί ανέξοδων διαβουλεύσεων και προσχηματικών ψευδο-διαφανειών. Τα πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα έχουν βάλει στο χέρι όχι μόνο τους πολιτικούς, όχι μόνο το άλλοτε θεωρούμενο ασφαλές καταφύγιο της επιστημονικής έρευνας και απόφανσης, αλλά και κάθε όσιο και ιερό, ανοίγοντας πότε-πότε τη βαλβίδα των εκλογών ώστε η λαϊκή αγανάκτηση να μπορεί να εκτονωθεί…