Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν υπάρχει επίσημο αποτέλεσμα για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ: ο Μπάιντεν έχει διασφαλίσει 253 εκλέκτορες (από τους 270 που χρειάζεται) και ο Τραμπ 213. Η καταμέτρηση σε 2-3 κρίσιμες πολιτείες, που μπορούν να δώσουν τη νίκη στον Μπάιντεν, συνεχίζεται. Αλλά και όταν ολοκληρωθεί, τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται τελικό: ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι θα αμφισβητήσει με κάθε τρόπο ένα αποτέλεσμα που δεν τον ευνοεί. Τα αιτήματα για διακοπή της καταμέτρησης ψήφων σε επίμαχες πολιτείες (στην οποία οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίζονται ότι δεν είχαν ισότιμη πρόσβαση) και ανακαταμέτρηση είναι μόνο η αρχή. Και η απειλή για ακύρωση εκατομμυρίων «εκπρόθεσμων» επιστολικών ψήφων με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο –όπου οι συσχετισμοί είναι μάλλον υπέρ του Τραμπ– δείχνει ότι έχουμε ακόμη μέρες μπροστά μας ώσπου να ανακηρυχθεί ο νικητής. Ορισμένοι μιλούν και για εβδομάδες!
Αυτό το πρωτοφανές γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη του βαθιού ρήγματος που διαπερνά τόσο τις ελίτ όσο και συνολικά την κοινωνία των ΗΠΑ. Η συστημική ενδόρρηξη έχει δώσει ζωή σε έναν άνευ προηγουμένου εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης, που τώρα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ευρείας έκτασης ταραχές μεταξύ των δύο εξαιρετικά πολωμένων στρατοπέδων. Ιδίως ο Τραμπ έχει φτάσει να κλείνει το μάτι σε κάθε είδους «πολιτοφυλακές», συχνά ένοπλες, που δηλώνουν έτοιμες να συντρίψουν τους αντιπάλους τους. Εν ολίγοις, με κάθε τρόπο καθιστά σαφές ότι δεν θα παραδώσει εύκολα την εξουσία αν ηττηθεί – κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στο παρελθόν. Όπως δεν έχουν ξαναϋπάρξει και βαριές κατηγορίες σαν αυτές που αλληλοεκτοξεύουν τα δύο στρατόπεδα: υποχείριο των Ρώσων ο Τραμπ, λένε οι Δημοκρατικοί, ενεργούμενο των Κινέζων ο Μπάιντεν, λένε οι Ρεπουμπλικάνοι!
Ένας ασθενικός κρυπτορεπουμπλικάνος που δεν πείθει
Σε κάθε περίπτωση, μπορούν να εντοπιστούν κάποια σημαντικά δεδομένα, και να εξαχθούν μερικά βασικά συμπεράσματα. Το πρώτο αφορά τη στράτευση στην εκλογική μάχη εκατομμυρίων ανθρώπων που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ψήφιζαν: τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι ξεσήκωσαν πανστρατιά, και φαίνεται ότι το ποσοστό συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές θα εκτοξευθεί κυριολεκτικά. Είναι κι αυτό ενδεικτικό της ακραίας πόλωσης, που κινητοποιεί εκατομμύρια υπέρ ή κατά του Τραμπ. Το τελευταίο, δηλαδή ότι όλοι ψήφισαν υπέρ ή κατά του Τραμπ, κι όχι υπέρ του Μπάιντεν, είναι επίσης ένα κεντρικό συμπέρασμα. Ο υποψήφιος που επέλεξαν οι Δημοκρατικοί, προφανώς με το ίδιο κριτήριο που πρυτάνευσε και το 2016 («όποιος να ’ναι, αρκεί να μην είναι ο Μπέρνι Σάντερς»), αποδείχθηκε αυτό που πολλοί προέβλεπαν: ανίκανος να εμπνεύσει.
Ήταν λογικό: στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν κρυπτορεπουμπλικάνο ανίκανο να συσπειρώσει το μπλοκ των Δημοκρατικών (το έκανε ο… Τραμπ για λογαριασμό του!), έναν συντηρητικό διαχειριστή χωρίς έστω και υποψία οραματικού προγράμματος και λόγου, πόσο μάλλον σχεδίου που να απαντά στις ανάγκες μιας φτωχοποιημένης και διχασμένης κοινωνίας στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Ο Μπάιντεν βοά με την παρουσία του (και με την απουσία του: επί μήνες είχε κλειστεί σε ένα υπόγειο για να μην προσβληθεί από τον κορωνοϊό…) ότι είναι ένας γερασμένος και διεφθαρμένος δεινόσαυρος στην υπηρεσία ενός κολοσσού εξίσου γερασμένου, και σαστισμένου από την προϊούσα διεθνή υποβάθμισή του και την αδυναμία του να συμφωνήσει σε έναν προσανατολισμό ανακοπής της δύσης του. Κερασάκι στην τούρτα, η εμφανής φυσική και πνευματική αδυναμία του, για να το πούμε ευγενικά…
Είναι να απορεί κανείς, τι θα είχε συμβεί εάν δεν έκανε θραύση η πανδημία, εάν δεν είχε επιταχυνθεί η κατρακύλα της βορειοαμερικανικής οικονομίας, και εάν δεν είχε ξεσπάσει ένα ρωμαλέο μαζικό κίνημα κατά της κρατικής βίας και των ακραίων ανισοτήτων και διακρίσεων
Γελοιοποίηση των δημοσκόπων και διεθνής ανησυχία
Το επόμενο συμπέρασμα έχει να κάνει με τις δημοσκοπήσεις, που έδιναν (όλες!) προβάδισμα τουλάχιστον 8% στον Μπάιντεν, κι είχαν δημιουργήσει το κλίμα ότι επίκειται περίπατος των Δημοκρατικών. Είτε ήταν όλες εξαγορασμένες από τη Γουόλ Στριτ, που συντριπτικά στήριζε τον Μπάιντεν, είτε οι δημοσκόποι των ΗΠΑ έχουν χάσει τον τρόπο να κρατούν επαφή με την περίπλοκη και αντιφατική πραγματικότητα σε μια χώρα που στην πραγματικότητα είναι πολλές. Είτε και τα δύο μαζί. Διότι ο περίπατος έχει μεταβληθεί σε κακοτράχαλη ανάβαση, καθώς ο Τραμπ, που υποτίθεται ότι θα έχανε από τα αποδυτήρια, γύρισε το παιχνίδι σε ντέρμπι αντοχής. Ή, πιο εύλογη εξήγηση, οι αντίπαλοί του δεν κατόρθωσαν ποτέ να πείσουν ένα μεγάλο κομμάτι των φτωχοποιημένων μικρομεσαίων λευκών ότι θα τους προσφέρουν περισσότερο οξυγόνο απ’ όσο τους υποσχέθηκε ο Τραμπ στην περίπτωση ανανέωσης της θητείας του. Ακόμη χειρότερα για τους Δημοκρατικούς, ο Τραμπ προφανώς κατόρθωσε να διεισδύσει και σε άλλες κατηγορίες ψηφοφόρων (λατίνοι, μαύροι, γυναίκες κ.λπ.) περισσότερο από τους προηγούμενους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους.
Είναι να απορεί κανείς, τι θα είχε συμβεί εάν δεν έκανε θραύση η πανδημία, εάν δεν είχε επιταχυνθεί η κατρακύλα της βορειοαμερικανικής οικονομίας, και εάν δεν είχε ξεσπάσει ένα ρωμαλέο μαζικό κίνημα κατά της κρατικής βίας και των ακραίων ανισοτήτων και διακρίσεων. Με τέτοια κατάσταση, και με τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, των «ανθρώπων της τέχνης και του πνεύματος» κ.ο.κ. υπέρ του, ο Μπάιντεν δεν κατάφερε να δημιουργήσει ρεύμα! Επιτρέποντας έτσι στον Τραμπ να ευελπιστεί ότι θα αμφισβητήσει ή και θα ανατρέψει ένα σαθρό αποτέλεσμα, ή ότι τουλάχιστον θα κρατήσει ανοιχτή την επάνοδό του – ακόμη κι αν γι’ αυτό χρειαστεί να βαθύνει κι άλλο το ρήγμα. Κι ότι, σε κάθε περίπτωση, τίποτα δεν θα γίνεται χωρίς την ανοχή του (αρκεί γι’ αυτό η διαφαινόμενη εκ νέου ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία, και ένα Ανώτατο Δικαστήριο φιλοτραμπικό).
Για τη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Αρκεί το τρολάρισμα του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, που δήλωσε: «Ευελπιστούμε ότι οι υπάρχοντες μηχανισμοί δικαιοσύνης στις ΗΠΑ θα καταφέρουν, σε αντιστοιχία με το αμερικανικό Σύνταγμα, να καθορίσουν τον μελλοντικό αρχηγό του κράτους και, το κυριότερο, να αποφύγουν την πρόκληση μαζικών ταραχών στη χώρα»! Είναι νωρίς να πει κανείς αν και σε ποια κατεύθυνση θα αλλάξει η μέχρι τώρα εξωτερική πολιτική της δύουσας υπερδύναμης. Πρόκειται για ζήτημα που δικαίως ανησυχεί όλη την υφήλιο, αλλά για να μιλήσει κανείς γι’ αυτό θα πρέπει να προηγηθεί μια κατάπαυση του πυρός στον ιδιότυπο βορειοαμερικανικό εμφύλιο. Φαίνεται ότι ακόμη δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Η προέλευση των εκλεκτόρων
Και πώς ένας μαύρος αντιστοιχούσε σε… τρία πέμπτα ανθρώπου
Το 1787 συνήλθε στη Φιλαδέλφεια η Συνταγματική Συνέλευση, με στόχο τη συγκρότηση μιας ισχυρότερης κεντρικής κυβέρνησης. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των 13 από τις 14 τότε πολιτείες των ΗΠΑ, με μοναδική απούσα αυτήν του Ρόουντ Άιλαντ, που διαφωνούσε με τον στόχο. Οι 55 εκπρόσωποι (μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, δικηγόροι και γαιοκτήμονες-δουλοκτήτες) χρειάστηκαν σχεδόν 4 μήνες μυστικών παζαριών μέχρι να τα βρουν. Τα μεγαλύτερα αγκάθια ήταν η αντιπροσώπευση κάθε πολιτείας στο νομοθετικό όργανο (ανάλογη με τον πληθυσμό, ή ίδια για κάθε πολιτεία;) και ο τρόπος εκλογής του προέδρου του νεαρού κράτους. Το πρώτο θέμα τελικά λύθηκε με τη θεσμοθέτηση του Κογκρέσου, συγκροτούμενου από τη Βουλή (όπου κάθε πολιτεία έστελνε βουλευτές ανάλογα με τον πληθυσμό της) και τη Γερουσία (όπου κάθε πολιτεία έστελνε τον ίδιο αριθμό γερουσιαστών).
Τότε όμως προέκυψε άλλο ένα πρόβλημα: στον πληθυσμό θα προσμετρούνται ή όχι οι μαύροι δούλοι; Οι πολιτείες του Νότου (όπου οι δούλοι αποτελούσαν έως και το 60% του πληθυσμού) ήθελαν βέβαια να τους προσμετρούν, ώστε να έχουν περισσότερους βουλευτές, ενώ του Βορρά αντιδρούσαν, λέγοντας ότι οι δούλοι είναι ιδιοκτησία, κι άρα όχι κανονικοί άνθρωποι. Οι 55 «Πατέρες του Έθνους», που στην καλύτερη περίπτωση θεωρούσαν τη δουλεία αναγκαίο κακό, βρήκαν κι εδώ έναν… προωθητικό συμβιβασμό: κάθε μαύρος δούλος θα μετριέται ως τρία πέμπτα ενός «κανονικού» ανθρώπου, δηλαδή λευκού και ελεύθερου! Αυτή η αισχρή κατάληξη έμεινε στην ιστορία ως «ο Μεγάλος Συμβιβασμός των Τριών Πέμπτων»…
Ακολούθησε το δεύτερο σκληρό παζάρι, που αφορούσε τον τρόπο εκλογής του προέδρου. Υπήρχε μια φωτισμένη μειοψηφία που ήθελε απευθείας εκλογή. Αλλά οι περισσότεροι το θεώρησαν ακραίο, αφού έτσι ο πρόεδρος και η κυβέρνηση θα υπόκεινταν στον «εκβιασμό» της λαϊκής ψήφου. Προτιμούσαν λοιπόν ο πρόεδρος (και ο αντιπρόεδρος) να εκλέγονται από τη βουλή, ώστε να αποφευχθεί και το πρόβλημα κανείς από τους πιθανόν πολλούς υποψήφιους να μην πλειοψηφεί – πόσο μάλλον που τότε δεν είχαν μορφοποιηθεί τα δύο κόμματα που τελικά μονοπώλησαν το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Ο συμβιβασμός βρέθηκε στη δημιουργία του ενδιάμεσου σώματος των εκλεκτόρων, με τη διευκρίνιση ότι αν στους εκλέκτορες δεν υπάρχει πλειοψηφία υπέρ ενός υποψηφίου, πρόεδρο θα εκλέγει η βουλή. Φυσικά ο… κανόνας των τριών πέμπτων εφαρμόστηκε και για τον υπολογισμό των εκλεκτόρων κάθε πολιτείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Βιρτζίνια, όπου το 60% του πληθυσμού της το αποτελούσαν οι μαύροι δούλοι, βρέθηκε με 12 εκλέκτορες στο σύνολο των 46 τότε, και είχε έτσι επί δεκαετίες κυρίαρχο λόγο στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.
Το 80% θέλει άμεση εκλογή προέδρου, αλλά…
Στους δυόμιση σχεδόν αιώνες που μεσολάβησαν, το Σύνταγμα των ΗΠΑ έχει υποστεί 27 τροποποιήσεις. Αλλά καμία δεν άγγιξε τον εξυπηρετικότατο θεσμό των εκλεκτόρων, παρά την κακόφημη καταγωγή του. Η μοναδική απόπειρα κατάργησής του ήταν στα τέλη της ταραχώδους δεκαετίας του 1960, μετά την οριακή εκλογή του Νίξον στην προεδρία. Ήδη μια σχετική δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Γκάλοπ έδειχνε ότι το 80% των Αμερικανών επιθυμούσε την άμεση εκλογή προέδρου από τους πολίτες, επειδή θεωρούσε τον θεσμό των εκλεκτόρων απαρχαιωμένο και φοβόταν ότι η απόφασή τους μπορεί να ανέτρεπε τη λαϊκή ψήφο (παρόμοιο είναι το ποσοστό και σήμερα). Η πρόταση του Μπιρτς Μπέι, Δημοκρατικού γερουσιαστή της Ιντιάνα, για άμεση εκλογή προέδρου από τον λαό συγκέντρωσε την απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά τελικά μπλοκαρίστηκε «διακομματικά» στη Γερουσία, και ξεχάστηκε. Έκτοτε δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τους Δημοκρατικούς ούτε από τους Ρεπουμπλικάνους…
Πρακτικά, ο θεσμός των εκλεκτόρων διαγράφει ντε φάκτο την ψήφο δεκάδων εκατομμυρίων εκλογέων, αφού όποιος υποψήφιος πάρει τουλάχιστον 50,1% σε μια πολιτεία αποσπά το 100% των εκλεκτόρων της: μονάχα δύο από τις 50 πολιτείες έχουν ένα κάπως αναλογικό σύστημα κατανομής των εκλεκτόρων. Το τι ψήφισε το υπόλοιπο 48% ή 49% (αφού συχνά, όπως συμβαίνει και τώρα, σε πολλές πολιτείες η πλειοψηφία είναι οριακή) δεν μετρά καθόλου. Ο θεσμός των εκλεκτόρων είναι λοιπόν ένας από τους τρόπους με τους οποίους αλλοιώνεται η λαϊκή βούληση. Επιπλέον, η προσοχή των υποψηφίων συγκεντρώνεται αποκλειστικά στις λιγοστές πολιτείες που «παίζονται». Οι ψηφοφόροι των υπόλοιπων πολιτειών, που οι εκλέκτορές τους θεωρούνται δεδομένες είτε για τους Ρεπουμπλικανούς είτε για τους Δημοκρατικούς, δεν μετράνε: φέτος το 96% των επισκέψεων, ομιλιών κ.λπ. των υποψηφίων έλαβε χώρα σε 14 πολιτείες, ενώ το 88% του συνολικού κόστους για τηλεοπτικές διαφημίσεις του Τραμπ και του Μπάιντεν (πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια!) ξοδεύτηκε σε μόλις 6 πολιτείες – τις πιο αμφίρροπες.
Η στοιχειώδης αρχή του «ένας πολίτης, μία ψήφος» είχε ήδη πάει περίπατο από το 1787, κι ακόμη την ψάχνουν. Πάντως οι μαύροι έπαψαν να θεωρούνται μόνο κατά τα τρία πέμπτα άνθρωποι – τουλάχιστον επισήμως. Έχουν βρεθεί βέβαια πολλοί άλλοι τρόποι, θεσμικοί και εξωθεσμικοί, για να στερούν το δικαίωμα ψήφου από εκατομμύρια πολίτες των ΗΠΑ που παραμένουν λίγο λιγότερο ίσοι από τους υπόλοιπους στη χώρα που εξάγει «δημοκρατία» στον υπόλοιπο κόσμο…