Είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς τραγουδοποιούς που εμφανίστηκαν στην ελληνική δισκογραφία.  Οι δίσκοι του είναι πλέον δυσεύρετοι αλλά -όπως συμβαίνει με ότι έχει αξία- όλο και περισσότερος κόσμος τους ανακαλύπτει με τα χρόνια. Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του μιλάει για την πορεία του, για το ταξίδι του στη Ρουάντα αλλά και το ποίημα Ρουάντα Νησί που δημοσιεύεται -ανάποδα- στο  blog  του! Συνέντευξη στο Γιάννη Αντωνόπουλο.

Φαντάζομαι το πρώτο που θα σας ρωτάνε όλοι είναι γιατί έχετε αποστασιοποιηθεί;
Δεν έχω, κατά μία έννοια.

Τουλάχιστον μουσικά, ο τελευταίος δίσκος βγήκε σχεδόν είκοσι χρόνια πριν…

Γενικά, δεν είναι ευχάριστη εμπειρία να προσπαθείς να έρθεις σε επαφή με μια εταιρία για να βγάλεις ένα δίσκο. Ειδικά από το ’80 και μετά δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, οπότε αποστασιοποιήθηκα χωρίς ιδιαίτερο κόστος από τη δισκογραφία.

Τώρα πια που έχει καταρρεύσει το σύστημα των δισκογραφικών εταιριών, δεν το σκέφτεστε να βγάλετε κάτι καινούργιο;

Οι δίσκοι -τα CDs σήμερα- δεν είναι σημαντικά πράγματα πια. Τώρα τους δίσκους τους μοιράζουν με τις εφημερίδες. Όμως τότε, η δικιά μου γενιά μεγάλωσε με το φετιχισμό του βινύλιου. Όταν ηχογράφησα την Οδό Σανταρόζα το ‘81, αυτό ήταν ένα κοσμογονικό γεγονός για μένα, ήταν μια παρθενιά, η είσοδός μου στο μαγικό κόσμο της δισκογραφίας. Τώρα, τι θα ήταν;

Είναι, λοιπόν, η έλλειψη κινήτρων;
Τώρα κάνω ένα άλλο πράγμα. Σε άλλη εποχή -στη γενιά του ’30- θα το λέγανε «συνθετικό ποίημα». Αυτό μου απορρόφησε όλη τη διάθεση του να φτιάξω τραγούδια. Ιδέες για καθημερινά θέματα μού έρχονται, βέβαια, αλλά όπως έρχονται φεύγουν. Γιατί φτιάχνω αυτό το πράγμα που σας έλεγα, το οποίο θα μπορώ να το φέρω βόλτα, άλλοτε είναι τραγούδια, άλλοτε ποιήματα, και άλλοτε ιστορικό ρεπορτάζ. Άλλοτε γράφω με τον τρόπο του Κόντογλου, άλλοτε σαν τον Τσιφόρο, μετά μου φαίνεται πως πρέπει να γράψω σαν τον Νικολαΐδη. Τελικά δεν ικανοποιούμαι με αυτό που έχει βγει και κάθομαι να το ξαναδουλέψω.

Με σκοπό να εκδοθεί αυτό κάποια στιγμή;
Με σκοπό να γίνει κάτι, αλλά δεν ξέρω τι. Ίσως εφεύρω ένα νέο είδος τέχνης.

Στη Ρουάντα πώς βρεθήκατε;
Στη Ρουάντα είχα πάει το ’95 ως παρατηρητής της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Γυρίζοντας έγραψα ένα βιβλίο για κείνη την εμπειρία, και διαπίστωσα πόσο δύσκολο ήταν να γράψω για κάτι που το ελληνικό κοινό δεν είχε αναφορές. Είχα ξεκινήσει με την πρόθεση να αφηγηθώ τι έζησα, και γράφοντας διαπίστωνα πως έπρεπε, συγχρόνως, να εξηγώ χίλια άλλα πράγματα, για να αποκτήσει η αφήγησή μου κάποιο νόημα.

Σαν να χρειαζόταν κάτι σαν αστερίσκος στην κάθε λέξη;
Ναι, ακριβώς αυτό. Έπρεπε να τα εξηγήσω όλα, και συγχρόνως αυτά τα όλα να μην είναι μια ξερή δημοσιογραφική ή πολιτική αναφορά. Μπορεί π.χ. να μιλάμε άνετα για το Μεσανατολικό εδώ στην Ελλάδα, γιατί παρακολουθούμε τις εξελίξεις δεκαετίες τώρα, και ξέρουμε πάρα πολλά πράγματα. Όμως για την Αφρική δεν ξέρουμε τίποτα. Εμένα, όμως, νταλκάς μου ήταν να αφηγηθώ πράγματα για την Αφρική. Αυτό ακούγεται και λίγο ανήθικο, γιατί τον πόνο του αλλουνού εσύ, ρε πούστη, τον κάνεις αφήγηση; Δυστυχώς, όμως, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτή την συνθήκη της ανηθικότητας, και μακάρι όλοι να ήταν σε αυτό το βαθμό ανήθικοι, χάριν της αφήγησης να γνωστοποιούν το πρόβλημα. Έχει κι η τέχνη την ιδιοτέλεια της, αλλά κάνει και καλό.

Έχοντας την εμπειρία από τη Ρουάντα, τι πιστεύετε για το θέμα των μεταναστών;
Είμαι υπέρ των μεταναστών. Δεν ανέχομαι κάποιον που λέει να τους βουλιάξουνε, και τι με νοιάζει εμένα, εγώ δεν φταίω. Φταις μαλάκα, γιατί επωφελείσαι απ’ όλο αυτό. Οι τιμές του πετρελαίου, των πρώτων υλών -και ειδικά της ηλεκτρονικής βιομηχανίας- εξαρτώνται από το πόσο φθηνά μας τα δίνει ο Τρίτος Κόσμος, η Αφρική. Οι πολυεθνικές προσπαθούν να βγάλουν το μέγιστο κέρδος ελαττώνοντας την τιμή της πρώτης ύλης, και η τιμή της πρώτης ύλης πέφτει φτιάχνοντας πολέμους, που αναγκάζουν τους ανθρώπους αυτούς να εγκαταλείψουν τις χώρες τους.

Σε τι άλλαξε την καθημερινότητά σας αυτό το ταξίδι στη Ρουάντα;
Νομίζω σε πάρα πολλά, νομίζω πως δεν έχω ακόμα συνειδητοποιήσει πλήρως τις συνέπειες αυτού του ταξιδιού. Ίσως να είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που μου έχει συμβεί.

Από τον Χατζιδάκι τι θυμάστε;

Η μάνα μου, το 1951, είχε χορέψει πρίμα μπαλαρίνα στις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές»*. Μπαίνοντας λοιπόν στο σπίτι του Χατζιδάκι -όταν με κάλεσε να πάω να τον γνωρίσω πριν από την Κέρκυρα- διαπιστώνω ότι ένα από τα σκίτσα του Μόραλη, με το κουστούμι της μητέρας μου, βρίσκεται και πίσω από το γραφείο του. Κάποια στιγμή όταν η συνέντευξη φτάνει στο «με τι ασχολούνται οι γονείς σου», του δείχνω το σκίτσο και λέω «να η μητέρα μου». Πρέπει, επίσης, να πω αν δεν ήταν ο Χατζιδάκις, δεν θα μιλάγαμε εμείς οι δύο τώρα εδώ, γιατί απλώς δεν θα με ξέρατε. Στην δεκαετία του ‘80 κανείς άλλος δεν θα ενδιαφερόταν να μου βγάλει δίσκο. Μόλις έγιναν οι Αγώνες, μετά όλοι θέλανε.

Τώρα όταν ακούτε τα τραγούδια εκείνης της εποχής, αυτά που γράφατε τότε, πώς σας φαίνονται;

Δύο πράγματα με ενοχλούνε: η εφηβική φωνή μου και το ότι μερικοί με αναγνωρίζουν μόνο από την Οδό Σανταρόζα.

Από τα τραγούδια σας υπάρχει κάποιο που να είναι πολύ αγαπημένο;

Έχω μία αδυναμία στο Δελφίνι από τις Ατασθαλίες.

Οι δίσκοι που είχαν κυκλοφορήσει τότε είναι διαθέσιμοι;
Όχι, δεν υπάρχουν. Οι Ατασθαλίες είναι το μόνο που βγήκε και σε CD, οι άλλοι όχι.

Δεν σας ενδιαφέρει να τους ανακαλύψει νέος κόσμος;
Νομίζω ότι αυτό γίνεται πιο δραστικά από το Διαδίκτυο.

Τι συναισθήματα θα θέλατε να προκαλούν τα τραγούδια σας;
Δεν ξέρω, είμαι ήδη ευχαριστημένος αν προκαλούν.

Έχετε γράψει κι ένα τραγούδι για το Χαλάνδρι. Εκεί μεγαλώσατε;
Ναι, εκεί μεγάλωσα. Στα όρια Χαλανδρίου-Νέου Ψυχικού, στην οδό Τζαβέλα εκεί που τώρα είναι η Vodafone. Αλλά οι μνήμες μου είναι από το Χαλάνδρι.
Και οι μνήμες είναι σαν το παστίτσιο, οι παιδικές μνήμες, μετά της εφηβείας, μετά όλες οι άλλες σε στρώματα, κι όλο μαζί έρχεται και δένει έως το πού πήγαμε και φάγαμε χτες. Το Χαλάνδρι είναι ένα σημαντικό σημείο της προσωπικής μου γεωγραφίας.

Υπήρξε κάποια απόφαση καθοριστική για τη ζωή σας;
Μια καθοριστική απόφαση ήταν να αποφασίσω να φτιάχνω τραγούδια. Αυτό συνέβη στην Θεσσαλονίκη, ενώ ήμουν μεθυσμένος. Ακόμα δεν γνώριζα να παίζω κιθάρα. άλλωστε, ουδέποτε έμαθα να παίζω κανένα όργανο. Επέστρεφα, λοιπόν, νύχτα στο σπίτι μου και είχα συγχρόνως στο μυαλό μου μια ιστορία και μία μουσική. Είπα, λοιπόν, να βάλω την ιστορία πάνω στη μουσική. Έτσι έφτιαξα το πρώτο μου τραγούδι. Αμέσως μετά βάλθηκα να μάθω να παίζω κιθάρα… αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα.

Το περιβάλλον που μεγαλώνουμε είναι αυτό που παίζει τελικά ρόλο στο τι θα κάνουμε στη ζωή μας. Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγουμε από αυτό;

Ρώτα το Σαρτρ! Νομίζω ώς ένα μεγάλο βαθμό μας καθορίζει η οικογενειακή καταβολή, το σχολείο μετά, είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντός μας, αλλά από κει και πέρα -θα φανώ κοινότυπος λογοκλόπος εδώ- με μία έννοια, είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία. Πάντοτε είσαι μπροστά σε διλήμματα και σε επιλογές, φτιάχνουμε συνεχώς τον εαυτό μας.

Υπάρχει κάποια συνταγή για το πώς να διαχειρίζεται κανείς το χρόνο του; Πώς να καταπολεμάει την αναβλητικότητά του;

Να μην κάνει τίποτα. Έτσι καταπολεμάται η αναβλητικότητα ριζικά! Ο Γουέλινγκτον είχε πει στους αξιωματικούς του πως όταν δεν ξέρετε τι να κάνετε, τότε να μην κάνετε τίποτα. Έτσι κέρδισε στο Βατερλό, δεν έκανε τίποτα.

(*) Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, με μουσική έξι ρεμπέτικα τραγούδια, σε διασκευή για 2 πιάνα του Μάνου Χατζιδάκι. Πρωτοανέβηκε το 1951 στο ΡΕΞ, με κοστούμια και σκηνικά του Γιάννη Μόραλη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!