Με αφορμή το πρόσφατο τραγικό γεγονός της δολοφονίας του 16χρονου Ρομά από σφαίρα αστυνομικού στη Θεσσαλονίκη, επιλέξαμε να αναφερθούμε σε ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για τους Ρομά που προβλήθηκαν τον προηγούμενο μήνα, στα πλαίσια του 5ου Κινηματογραφικού Συμποσίου του Balkan Can Kino (19-26/11/2022), με κεντρικό θέμα τις διαφορετικές μορφές «αποαποικιοποίησης» στη χώρα μας.

Στο 20λεπτο «The gypsy and the death», του Νταβίντ Λουτζάρ, (Σλοβενία, 2021), ανάμεσα σε πανοραμικά πλάνα και εικόνες από χωριά των Ρομά μέσα στην ομίχλη, ξετυλίγεται σε αφήγηση εκτός κάδρου ένα τσιγγάνικο παραμύθι για τον Οσμάν, που κατάφερνε να ξεγελάει κάθε βράδυ την γριά Χαρόντισσα, που ερχόταν να τον πάρει, γοητεύοντάς την με την κιθάρα του ως το χάραμα. Τα πανοραμικά στα τοπία εναλλάσσονται με τα σταθερά πλάνα στα πρόσωπα των Ρομά, με το προβληματισμένο βλέμμα και τα εγκάρδια χαμόγελα. Στο Βίτεζ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καταγράφεται η δύσκολη διαβίωσή τους ανάμεσα στα σκουπίδια, σε παραπήγματα και γιαπιά, ενώ μπροστά στην κάμερα αναφέρουν παράπονα και προβλήματα. Στιγμιότυπα με τα οικόσιτα ζώα τους συνδιαλέγονται με ρημαγμένους χώρους, κλειστά μαγαζιά, φτώχια και μιζέρια, με υπόκωφη μουσική από μπάντες με χάλκινα πνευστά. Περιφρονημένοι από το κράτος, επιβιώνουν οριακά δίχως δουλειές, ενώ οι περισσότεροι καπνίζουν άπραγοι στο καφενείο και αφηγούνται ευφάνταστες ιστορίες από τη ζωή τους στη Γερμανία ή στην Ολλανδία, δίνοντας έμφαση στην ανεργία και την πείνα που πλέον τους μαστίζει. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με ένα γλέντι, υπό τους ήχους της «Τζαζ σουίτας αρ.2» του Σοστακόβιτς.

Στο ημίωρο «Active (citizen)» των Πιοτρ Γκόλντστέιν και Γιαν Λόρεντζ (Σερβία, 2019), η κάμερα ακολουθεί για μια μέρα τον μεροκαματιάρη Ρομά Ντρίτον, εκτοπισμένο από το Κόσσοβο, που πασχίζει να ζήσει την πολύτεκνη οικογένειά του, με το ειδικά διαμορφωμένο τρίκυκλο ποδήλατό του, συλλέγοντας χαρτόνια, πλαστικά και παλιοσίδερα, από τους κάδους ανακύκλωσης του Νόβισαντ της Σερβίας, σε μια ακτιβιστική πράξη έμπρακτης ανακύκλωσης, που περνάει απαρατήρητη. Βγάζοντας μέσο όρο 8 ευρώ τη μέρα, παραμένει χαμογελαστός και αισιόδοξος, παρότι καταπονημένος, αποκαλύπτοντας πίσω από το καλόκαρδο πλατύ χαμόγελο, κάποια πεσμένα δόντια, που προδίδουν ένδειξη σοβαρής ένδειας, ενώ δηλώνει πως τα βγάζει οριακά πέρα, κυρίως με ό,τι του δίνουν οι άλλοι από το περίσσευμά τους. Με την κάμερα πότε τοποθετημένη στο τιμόνι, πότε χαμηλά, στο ύψος των πεταλιών, καταγράφονται τα σχόλιά του για τη φτώχεια και την εκμετάλλευση, ενώ αναπολεί τις μέρες που ο Πρόεδρος Τίτο ήταν στην εξουσία, καθώς τότε αλληλοβοηθιόντουσαν όλοι μαζί, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρομά και Ασκάλι.

Γυρισμένο στη Νοτιοανατολική Σερβία το 2015, το 26λεπτο «Music is my life» (2019), του Άλεξ Τζόρτζεβιτς, ξεκινάει με εικόνες από τους λασπωμένους καταυλισμούς των Ρομά, ανάμεσα σε σκουπίδια, όπου οι περισσότεροι επιβιώνουν συλλέγοντας και πουλώντας ανακυκλώσιμα υλικά, μπουκάλια και χαρτόνια, ενώ η πλειοψηφία θρέφεται από πενιχρά επιδόματα. Η κάμερα στέκεται ωστόσο στα χαμογελαστά πρόσωπα των παιδιών, που βρίσκουν μοναδική διέξοδο απ’ τη μιζέρια και την ανεργία στη μουσική. Σε εκείνα τα μέρη, με πρότυπο τον διεθνώς αναγνωρισμένο μουσικό Μπόμπαν Μάρκοβιτς, οι τσιγγάνοι μαθαίνουν από μικρή ηλικία να παίζουν τρομπέτα και κόρνο, στοχεύοντας να διακριθούν στο περίφημο ετήσιο φεστιβάλ παραδοσιακής σέρβικης μουσικής για μπάντες χάλκινων πνευστών, που διεξάγεται στην Γκούτσα. Η οθόνη γεμίζει από μαγευτικές μουσικές, όπου πιτσιρίκια με τρομπέτες και ένα νταούλι παίζουν το «Εντερλέζι». Η κάμερα εστιάζει στον ταλαντούχο έφηβο Ντένις, που παίζει τρομπέτα και ονειρεύεται να πάει στην Αμερική, με την ορχήστρα του «Μιλιγκράμ».

Στο 27λεπτο «My gypsy road», της Βίλμα Καρτάλσκα (Βουλγαρία, 2019) η οθόνη γεμίζει από την πληθωρική παρουσία της φλογερής Νατάλια Τσέκοβα, της πρώτης τσιγγάνας απόφοιτης της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Η κάμερα καταγράφει πλάνα προετοιμασίας και αποσπάσματα από την πετυχημένη περιοδεία στη βουλγάρικη επικράτεια και στα χωριά των Ρομά, της παράστασης «Gypsy wheels», αποκαλύπτοντας την εκρηκτική ερμηνεία της Νατάλια που φοράει πολύχρωμα τσεμπέρια και φούστες, παίζοντας ντέφι, χορεύοντας και τραγουδώντας, συνοδεία του ακορντεονίστα Μάρτιν Λιούμποβ. Γεμάτη μπρίο αναφέρεται στην ιστορία και στις τοπικές τσιγγάνικες παραδόσεις, ανακατεύοντας την ινδική καταγωγή των Ρομά, με τον κόσμο του τσίρκου και τους περιπλανώμενους μουζικάντηδες, ενώ γίνεται αναφορά και στο σημαντικό αντίκτυπο της παράστασης στην νεολαία. Παράλληλα, παρακολουθούμε μαρτυρίες συγγενών, φίλων και συμφοιτητών της, κατά τη δύσκολη πορεία της να διεκδικήσει τη θέση της στην βουλγάρικη κοινωνία.

Οι προβολές της τσιγγάνικης θεματικής ολοκληρώθηκαν με το 40λεπτο «Sam Roma-είμαστε τσιγγάνοι» (2014) της Μαρίνας Δανέζη, σε πρωτότυπη μουσική του Κωστή Ζουλιάτη. Προϊόν της εποχής της οικονομικής κρίσης το ντοκιμαντέρ αυτό, όταν ο ελληνικός λαός υπέφερε από τις επιπτώσεις των μνημονίων, καταγράφει σε ένα οδοιπορικό την άνοιξη του 2014 στους νομούς Αττικής, Αργολίδας, Κορινθίας και Ηλείας, τους «αόρατους» περιθωριοποιημένους Έλληνες Ρομά, προτάσσοντας την αγάπη τους για τη ζωή, το γλέντι και το τραγούδι, ενάντια στη φτώχεια και τη μιζέρια. Μακριά από άμεσες αναφορές στο ρατσισμό και τις διακρίσεις που για χρόνια υπομένουν, η Δανέζη τους αφήνει χώρο να αυτοπροσδιοριστούν και να κάνουν την αυτοκριτική τους, διεκδικώντας με το δικό τους ανεξάρτητο πνεύμα, τη θέση τους στην κοινωνία.

Φιλόξενος αλλά και «μυστήριος λαός», που συγχωρούν και συμπονούν τον άλλον, δηλώνουν έτοιμοι να βοηθήσουν όποιον έχει ανάγκη, κάνοντας πράξη την αλληλεγγύη στο περιθώριο. Μετά τα αρχικά συνεχόμενα τράβελινγκ στις τσιγγάνικες κατοικίες, ο φακός ακινητοποιείται στα πρόσωπα, παιδιών, εφήβων και ολόκληρων οικογενειών, ενώ εκτός κάδρου ξετυλίγονται με τρυφερότητα και χιούμορ μύθοι και πραγματικότητες για την μακραίωνη καταγωγή τους, μεταξύ Αιγύπτου και Βόρειας Ινδίας, ανακατεμένες με τις προσωπικές τους ιστορίες. Η οθόνη γεμίζει από ένα σπιρτόζικο παιδομάνι, έτοιμο να χορέψει τσιφτετέλι μόλις ακούσει ρυθμικό τουμπερλέκι, ενώ σε στιγμιότυπο-έκπληξη ο Βασίλης Παϊτέρης παίζει κιθάρα τραγουδώντας «Αχ τσιγγάνα Αθήνα μου κάνεις την πρωτευουσιάνα κρύβεις τα κουρέλια σου». Αγαπημένα αντρόγυνα που γέρασαν μαζί, αναφέρονται στις παλιότερες συνήθειες διαβίωσης στα τσαντίρια και στο πατροπαράδοτο έθιμο της παρθένας νύφης, που πλέον σαμποτάρουν οι ίδιοι οι άντρες, όταν αναφέρουν γελώντας με νόημα, πως η δουλειά πλέον γίνεται και με κοτούλες. Δίχως να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πατριαρχία, 65άρες μόρτισσες τσιγγάνες αναφέρουν καπνίζοντας και γελώντας πονηρά, πως παντρεύτηκαν από 15-16 χρονών, γεννώντας η καθεμιά 7-8 παιδιά, έχοντας πλέον 25 εγγόνια και 12 δισέγγονα. Γυναίκες κάθε ηλικίας απεικονίζονται να μαγειρεύουν σε μεγάλα ταψιά και να αφηγούνται την εποχή που ξένοιαστα κοριτσόπουλα έκαναν ακόμα και τις μοιρολογίστρες, για να συμπληρώσουν το οικογενειακό εισόδημα. Αξιοσημείωτη ωστόσο είναι η αναφορά στις δουλειές που σήμερα έχουν περάσει στο φτηνότερο εργατικό δυναμικό των μεταναστών. Για χρόνια μάζευαν από περιοχή σε περιοχή πατάτες, ντομάτες, μήλα, ελιές, ενώ ασχολούνταν πότε με το εμπόριο αλόγων, πότε με τα μαναβικά, πότε πουλώντας σιδερικά, πότε χαλιά και πότε φτιάχνοντας κοφίνια. Ωστόσο, παραδέχονται γελώντας, πως κάποιοι από αυτούς για να ταΐσουν τα μωρά τους, γινόντουσαν στην ανάγκη ακόμη και κλεφτοκοτάδες. Αυτοπροσδιορίζονται έξυπνοι και καταφερτζήδες παρά την αμορφωσιά τους, ενώ ανάμεσα στους μύθους και τις αλήθειες για τους ίδιους και τη φυλή τους, όπως ότι τόσο ο Έλβις, όσο και ο Τσάρλι Τσάπλιν ή ο Κρίστοφερ Λι είχαν τσιγγάνικη καταγωγή, παραδέχονται την παραβατικότητά τους, μπροστά στην απελπισία της επιβίωσης, δηλώνοντας πως το ίδιο το κράτος τους ωθεί, τονίζοντας εύστοχα πως «από δυο αδέσποτα σκυλιά του δρόμου, αν το ένα το πάρεις, το ταΐσεις και το εκπαιδεύσεις, θα μάθει τρόπους και θα σε σέβεται, ενώ το άλλο, αδέσποτο και νηστικό που όλοι θα το κλωτσάνε, θα πάει να βρει να φάει στο κοτέτσι».

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!