Τι διακυβεύεται τελικά στις Γαλλικές εκλογές;

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες την Κυριακή 22/4 για να κρίνουν την οικονομική και κοινωνική πολιτική, καθώς και αυτό που στη Γαλλία θεωρείται απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας, ύστερα από την πλήρη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης Σαρκοζί με τη γερμανική ηγεσία και την υιοθέτηση του δημοσιονομικού συμφώνου, στη σύνοδο κορυφής της 2ας Μαρτίου. Η προσπάθεια του Ν. Σαρκοζί και του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν να μετατοπίσουν την ατζέντα στο μεταναστευτικό έχει αποτύχει, σύμφωνα με τους περισσότερους σχολιαστές.
Οι λαϊκές διαθέσεις, που κλίνουν συντριπτικά κατά της λιτότητας, της εκτεταμένης εφαρμογής ελαστικών σχέσεων εργασίας, της μείωσης των δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες και της ευρωπαϊκής πολιτικής που τα προωθεί, αντανακλώνται έντονα στην προεκλογική εκστρατεία. Η μεγάλη άνοδος του Ζαν-Λικ Μελανσόν, υποψηφίου του Αριστερού Μετώπου, στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων -από 5% πριν δύο μήνες σε σχεδόν 17% την τρέχουσα εβδομάδα- που διεκδικεί πλέον την τρίτη θέση (προηγείται δημοσκοπικά της Μ. Λεπέν) στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, αντικατοπτρίζει αυτές τις διαθέσεις και ασκεί πίεση στους δύο κύριους υποψηφίους, Φ. Ολάντ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και στον Ν. Σαρκοζί. Παράλληλα, ο Μελανσόν ανέπτυξε πειστικά την αντιπαράθεση με την ακροδεξιά Μ. Λεπέν, κερδίζοντας τις εντυπώσεις, τουλάχιστον, σε τμήματα των πολιτών που συγκινούσε ο ρατσιστικός της λόγος.
Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τον Ολάντ και τον Σαρκοζί σχεδόν στήθος με στήθος με ελαφρύ προβάδισμα του Ολάντ, αλλά οι μετατοπίσεις προς τους σοσιαλιστές κυβερνητικών στελεχών της περιόδου Σιράκ, στενών συνεργατών του Σαρκοζί, κορυφαίων Γάλλων οικονομολόγων, ακόμη και της επικεφαλής της δεξιάς MEDEF (ένωσης των εργοδοτών) Λοράνς Παριζό, δείχνουν ότι μάλλον ο κύβος έχει ριφθεί υπέρ του Ολάντ, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις για τον δεύτερο γύρο, της 6ης Μαΐου, που δίνουν στον Ολάντ 56% έναντι του 44% του Σαρκοζί. Σύμφωνα με το Reuters, οι μετατοπίσεις αυτές αποσκοπούν στον επηρεασμό των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων του «κέντρου» ιδίως πριν από το δεύτερο γύρο.
Στο βαθμό που ο Ολάντ, όπως και ο Σαρκοζί, έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι πρόκειται να επιμείνει, με οριακές αμφισβητήσεις, στην εφαρμογή των μέτρων λιτότητας που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο μηδέν, θα εισαγάγει «αναδιαρθρώσεις» στη γαλλική οικονομία και στο βαθμό που οι σοσιαλιστές δεν αμφισβητούν πλέον καμιά παράμετρο της εξωτερικής πολιτικής, η υποστήριξη ανώτατων στελεχών της Δεξιάς και ανώτερων στρωμάτων της άρχουσας τάξης είναι ευεξήγητη. Ταυτόχρονα δεν φαίνεται να λαμβάνουν και πολύ σοβαρά υπόψη τους τις προεκλογικές υποσχέσεις των σοσιαλιστών περί βαριάς φορολογίας των πλουσίων ή επαναδιαπραγμάτευσης του δημοσιονομικού συμφώνου, οι οποίες αποσκοπούν στη λεηλασία αριστερών ψήφων.
Στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της περασμένης Κυριακής ακόμη και ο Σαρκοζί επιχείρησε να μιμηθεί την κριτική προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ε.Ε., ακολουθώντας κατά κάποιον τρόπο τη ρητορική του Ολάντ περί «υποστήριξης της ανάπτυξης», χωρίς, βεβαίως, να είναι περισσότερο πειστικός από τον σοσιαλιστή αντίπαλό του. Όμως, ακόμη και αυτές οι προεκλογικές επισημάνσεις, για λόγους εμφανώς αυτο-εξυπηρετικούς, φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά την εύθραυστη πολιτική κατάσταση της Ευρωζώνης. Το σχόλιο της εφημερίδας Le Monde είναι ενδεικτικό: «Ο Ν. Σαρκοζί παραβίασε τη συμφωνία σιωπής που είχε κάνει με την Α. Μέρκελ στη σύνοδο του Στρασβούργου, στις 24/11/2011, παρουσία του διορισμένου Ιταλού πρωθυπουργού Μ. Μόντι: Να μην αναφερθεί ποτέ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά να αφεθεί να κάνει τη δουλειά της».
Η Le Tribune (19/4) αναφέρει σχετικά: «Την Κυριακή η οντότητα που είναι γνωστή ως Μερκοζί αυτοκτόνησε. Ζητώντας πιο δραστήριο ρόλο της ΕΚΤ, ο Σαρκοζί δήλωσε την πρόθεσή του να πολεμήσει τη Γερμανία για να διατηρήσει τη θέση του στην εθνική πολιτική». Η κρίση αυτή είναι υπερβολική βεβαίως, αλλά υποδεικνύει το μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι γαλλικές προεδρικές εκλογές. Η ίδια εφημερίδα επισημαίνει ότι δεν μπορεί να ζητά κανείς αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ και ταυτόχρονα να επιμένει στη διατήρηση του κοινού νομίσματος. Ταυτόχρονα, εσωτερικές πολιτικές αναγκαιότητες, ήτοι η εξασφάλιση της επανεκλογής της το 2013, ωθούν την Α. Μέρκελ να παίρνει περαιτέρω αποστάσεις από τον Σαρκοζί, εφόσον η επιβίωσή της ως καγκελαρίου πιθανόν θα κριθεί από τη συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες.
Από την άλλη, η επαναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου για την οποία μιλά ο Ολάντ, στην οποία αντιτίθενται η Γερμανία και πολλές άλλες χώρες, δεν είναι κάτι το α πίθανο, εφόσον δοθούν διαβεβαιώσεις «καλής» διαχείρισης (ιδιωτικοποιήσεις, αναθεώρηση σημαντικών διατάξεων κοινωνικής ασφάλισης όπως συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, κατώτατοι μισθοί), και στο βαθμό που ως ανάπτυξη νοούνται από τα νεοφιλελεύθερα κράτη οι χαμηλοί φόροι για τα εύπορα στρώματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις, η κοινωνική και περιβαλλοντική απορρύθμιση, οι μειωμένες δαπάνες για παιδεία, υγεία και υποδομές (Σ. Χαλιμί, Le Monde Diplomatique, Απρίλιος 2012). Ωστόσο, κορυφαίοι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Πέερ Στάινμπρικ που ελπίζει να γίνει καγκελάριος το 2013, θεωρούν την επαναδιαπραγμάτευση «αφελή πολιτική» και προβλέπουν ότι «αν ο Ολάντ εκλεγεί η πολιτική του θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική». Πράγμα το οποίο όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά είναι κατά πάσα πιθανότητα σίγουρο, αν κρίνει κανείς από το βίο και την πολιτεία των σοσιαλιστών.

Μ.Ν.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!