του Θανάση Μουσόπουλου*

Στην προηγούμενη ενότητα παρουσιάσαμε τη λογοτεχνία (κυρίως την ποίηση) της λεγόμενης Επτανησιακής Σχολής, από τα τέλη του 18ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Στο ακόλουθο κείμενο θα προσεγγίσουμε το Θέατρο των Επτανήσων του 19ου αιώνα. Θα το αφιερώσουμε σε ένα μεγάλο καθηγητή της Θεατρολογίας, έναν φιλέλληνα πραγματικό, τον οποίο είχα τη χαρά και τιμή να γνωρίσω. Αναφέρομαι στον Βάλτερ Πούχνερ (Βιέννη 1947), ομότιμο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, με πλήθος βιβλία και μελετήματα στα ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά για την ιστορία του ελληνικού και βαλκανικού θεάτρου.

Για το θέατρο στα Εφτάνησα γράφει: «Μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669 από τους Τούρκους, κυρίως τα Επτάνησα γίνονται ο κληρονόμος της θεατρικής παράδοσης της Μεγαλονήσου […] Το επτανησιακό θέατρο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του νεοελληνικού θεάτρου από την άποψη της τοπικής συνέχειας: από τον 16ο ως τον 20ό μαρτυρείται θεατρική δραστηριότητα στον χώρο αυτό» (σελ. 253), στο έργο «Θέατρο Κινηματογράφος Μουσική Χορός», τ. 28, της Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, της Εκδοτικής Αθηνών, 1999.

Η κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στα νησιά του Ιονίου πολιτιστικών αγαθών, θεσμών και προσώπων. Διάφορες μαρτυρίες πάντως δείχνουν ότι το επτανησιακό θέατρο είχε παρουσία και πριν το 1669. Παραστάσεις θεατρικές και μεταφράσεις ιταλικών κυρίως έργων επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές επαφές των Εφτανήσων όχι μόνο με την Κρήτη αλλά και με τη Δύση, έχοντας δείγματα της Ιταλικής Αναγέννησης.

***

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «Ομιλίες», λαϊκές υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις από ερασιτέχνες ερμηνευτές, που συχνά βασίζονται σε «υποθέσεις» γνωστών έργων. Σε κείμενο του ηθοποιού και σκηνοθέτη Πάνου Σκουρολιάκου πληροφορούμαστε ότι «Η πρώτη καταγεγραμμένη παράσταση είναι ένα δρώμενο με θέμα τη ζωή του Εβραίου ψευδομεσσία Σαμπαθάϊ Σέβη στο Πλατύφορο την Καθαρή Δευτέρα, 6 Φλεβάρη του 1666».

Οι Ομιλίες συνδέονται με τις Αποκριές, εξελίσσονται και ζουν ως τις μέρες μας. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του εφτανησιακού θεάτρου.

Τον 18ο αιώνα συναντούμε τον Πέτρο Κατσαΐτη (Ληξούρι 1660/5-1737/42), που έργα του δημοσίευσε ο καθηγητής του ΑΠΘ Εμμανουήλ Κριαράς το 1950: «Πέτρος Κατσαΐτης. Ιφιγένεια-Θυέστης-Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα», Αθήνα: Collection de l’Institut Français d’Athènes. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος παρουσίασε με βάση αυτό το κείμενο την «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω».

Ένα απόσπασμα από την αρχική Ιφιγένεια, έργο γραμμένο το 1720:

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ανίσως κι άλλη το κακό έκαμε κι αμαρτία,
γιατί να το πλερώσω εγώ, οπού ’ναι αδικία;
Μα εγώ θωρώ οπὄρχονται άνδρες αρματωμένοι
και να μισέψω βούλομαι, γιατί ’ναι σιμωμένοι.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ετούτος, θυγατέρα μου, είν’ άνδρας εδικός σου,
οπού τον κράζουν Αχιλλεύ και για βλογητικό σου
έταξε ο πατέρας σου ο ψεύτης να σου δώσει
και με την πονηριάν αυτή μάς ήθελε κομπώσει

***

Το θέατρο των 18ου και 19ου αιώνα εκπροσωπείται από τρία σημαντικά έργα, την «Κωμωδία των ψευτογιατρών» του Σουμερλή, τον «Χάση» του Δημήτριου Γουζέλη και τον «Βασιλικό» του Αντώνιου Μάτεσι.

Ο Σαβόγιας Σουμερλής δραστηριοποιήθηκε τον 18ο αιώνα και θεωρείται από τους πρώτους δραματουργούς. Ο Λίνος Πολίτης σημειώνει ότι το 1745 «γράφει μια κωμωδία όπου κοροϊδεύονται οι εμπειρικοί γιατροί από τα Γιάννινα· και αργότερα μια δεύτερη, τους Μοραΐτες, με κάποια αιχμή κοινωνική. Η πιο σημαντική όμως κωμωδία είναι δίχως αμφιβολία ο “Χάσης” του Δ. Γουζέλη (1795), με κεντρικό πρόσωπο τον γνωστό και από την κρητική κωμωδία τύπου του δειλού και λιονταρή· εδώ όμως οι τύποι έχουν περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα και η γλώσσα είναι έντονα ιδιωματικά χρωματισμένη – όπως ακριβώς μιλιόταν τότε στη Ζάκυνθο» (σελ. 41).

Στην έκδοση του έργου το 2009 (Πελεκάνος) διαβάζουμε για το έργο: «Η κωμωδία του Δημήτριου Γουζέλη έχει ως πρωταγωνιστή τον Θοδωρή Καταπόδη, τον επονομαζόμενο και Χάση, έναν Ζακυνθινό παλληκαρά παπουτσή που έτρεφε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Το έργο διακρίνεται σε τέσσερις Πράξεις, ωστόσο η υπόθεσή του δεν είναι ενιαία. Ο Γουζέλης περιγράφει διάφορους σταθμούς και επεισόδια στη ζωή του Χάση και της οικογένειάς του, παρέχοντας έτσι στον αναγνώστη μία βιωματική απεικόνιση της κοινωνίας του Τζάντε στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο έργο συναντάμε τον τύπο του τεμπέλη, τον τύπο της πονηρής και ελαφρών ηθών γυναίκας που έχει σχέσεις με πατέρα και γιο συγχρόνως, μικροέμπορους και επιχειρηματίες, βενετσιάνους στρατιώτες της φρουράς του νησιού σε ένα κοινωνικό ψηφιδωτό ανθρώπων που δεν χρειάζεται και πολύ για να οδηγηθούν σε παρεξηγήσεις και κωμικά ευτράπελα».

Στο Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ βρίσκουμε πολλά στοιχεία για τον Αντώνιο Μάτεσι (με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ιδρύθηκε το 1994, και εντελώς αδικαιολόγητα καταργήθηκε το 2014):

Αντώνιος Μάτεσις (1794-1875). Γνωστός κυρίως για το θεατρικό έργο του «Ο Βασιλικός» και για τη φιλία του με το Σπυρίδωνα Τρικούπη και το Διονύσιο Σολωμό, ο Αντώνιος Μάτεσις γεννήθηκε από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς (η οικογένειά του ήταν καταχωρημένη στο libro d’ oro το 1794 στη Ζάκυνθο. Σπούδασε ιταλική φιλολογία και φιλοσοφία στη Ζάκυνθο. Συνέχισε μόνος, βελτιώνοντας τις γνώσεις του στα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος επί της Παιδείας και των Εκκλησιαστικών Ζακύνθου. Το 1875 εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο για οικογενειακούς λόγους και πήγε στη Σύρο, όπου πέθανε ένα χρόνο αργότερα.

Ο Βασιλικός γράφτηκε στα 1829-1830. Πρόκειται για πεντάπρακτο δράμα γραμμένο σε πεζό λόγο και απλή γλώσσα, με επιρροές από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Η πρώτη του παράσταση δόθηκε το 1832 στη Ζάκυνθο από θίασο ερασιτεχνών. Το έργο αυτό έχει ως θέμα την πάλη των ευγενών και των αστών της Ζακύνθου που άρχιζαν να πλουτίζουν και να μην υπολογίζουν τους ευγενείς, όπως παλιά. Στην πάλη αυτή υπερίσχυσαν οι αστοί. Η υπόθεση μας πάει πίσω και εξελίσσεται στα 1712 στην ενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, και ουσιαστικά είναι η πάλη της παλαιάς με τη νέα κοινωνία. Το παλαιό καθεστώς αντιπροσωπεύει ο ήρωας του έργου, ο Δάρειος Ρονκάλας, πλούσιος αριστοκράτης από τα «πρώτα σπίτια» του νησιού, και το νέο καθεστώς εκπροσωπείται από τον γιο του, τον Δραγανίγο, που αποζητά μια πιο φιλελεύθερη κοινωνία χωρίς κοινωνικές αδικίες. Η κόρη του Ρονκάλα ερωτεύεται τον Φιλλιπάκη, νέο αρχοντικής γενιάς αλλά από «δεύτερο σπίτι»! Ο Ρονκάλας αντιστέκεται, ο αδελφός της επικροτεί, η μητέρα υποταγμένη εντελώς στην κυριαρχία του αρσενικού αφέντη, και γύρω από όλους αυτούς ο λαός τραγουδάει και φτιάχνει ρίμες, ο απλός μανάβης σχολιάζει όλα όσα γίνονται, οι μαρκουλίνοι του πρεβεδούρου τριγυρίζουν στα καντούνια της πόλης και μια φωτιά επανάστασης ανάβει.

Συμφωνούμε, βέβαια, με τον Λίνο Πολίτη που τονίζει ότι «στον Μάτεσι χρωστούμε το πρώτο κοινωνικό θεατρικό έργο».

Στην επόμενη ενότητα θα παρουσιάσουμε το έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Ανδρέα Λασκαράτου.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!