Η διαμορφωθείσα κατάσταση, μετά από τις πρώτες επιτυχίες των ανταρτών και την προσπάθεια τους για ενότητα, οδηγεί σε κάμψη της ισχύος τους λόγω της απουσίας ενοποιημένης κοινής διοίκησης. Η κάμψη του ηθικού μεταξύ των ανταρτών είναι γρήγορη. Ο τουρκικός στρατός με τη βοήθεια των Μπολσεβίκων αναδιοργανώνεται και με τη βοήθεια των Ιταλών και Γάλλων ενισχύει τη θέση του.
Οι εξελίξεις αυτές αποθαρρύνουν την τάση μεταξύ των ανταρτών να δημιουργήσουν κοινό στρατηγείο διοίκησης σε βαθμό που αρχίζουν τα αντάρτικα σώματα να αυτονομούνται και ακόμα να συγκρούονται μεταξύ τους μερικές φορές. Το τέλος είναι τραγικό. Παρ’ όλη την αποστασιοποίηση του ελληνικού κράτους, στο ποντιακό κίνημα παρουσιάζεται πάντοτε η τάση ταυτοποίησης με το ελληνικό κράτος.
Η Κυβέρνηση της Άγκυρας για να εμποδίσει τη δράση των ανταρτών στην περιοχή αρχίζει την εκκένωση και εξορία των ελληνικών χωριών που παρέχουν βοήθεια στους αντάρτες. Η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να στρατολογήσει όλους όσους θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή. Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι στέλνονται σε τάγματα εργασίας. Αν και ένα μέρος των Ποντίων δεν υπακούει, ένα μέρος οδηγείται στα Αμελέ Ταμπουρλαρί και με τον τρόπο αυτό αδρανοποιείται.
Στη συνέχεια αρχίζει η συλλογή των όπλων στην περιοχή αρχίζοντας από τους μη-μουσουλμάνους. Προβάλλεται αντίσταση στις μονάδες που έρχονται να μαζέψουν όπλα στην περιοχή της Σαμψούντας και σε άλλες περιοχές όπως επίσης παρουσιάζεται σοβαρή αντίσταση στις περιοχές Τοκάτι, Τσαρσαμπά και στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας. Η προσπάθεια αυτή του τουρκικού στρατού που ξεκινάει την 6 Απριλίου 1921 παρ’ όλη την ασκούμενη σοβαρή βία δεν επιτυγχάνει. Οι στρατιωτικές μονάδες ενισχυμένες με το σύνταγμα της Κερασούντας αποτυγχάνουν στις περιοχές Τσαρσαμπά και Νεμπιάν. Η Κυβέρνηση της Άγκυρας κηρύσσει την περιοχή του Πόντου ως εμπόλεμη ζώνη και αποφασίζει την εξ’ ολοκλήρου εξορία όλων των Ελλήνων του Πόντου την 21 Ιουνίου 1921. Εξάλλου οι περισσότερες επαρχιακές περιοχές έχουν ήδη εκκενωθεί και τα χωριά έχουν πυρποληθεί. Μετά από την απόφαση αυτή στις 16 Ιουνίου η Εκτελεστική Επιτροπή με το φόβο μιας ελληνικής απόβασης στην Σαμψούντα αποφασίζει τον εκτοπισμό όλων των Ελλήνων της περιοχής από 16 μέχρι 50 ετών. Αρχίζει η σύλληψη όλων των ανδρών στις περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας και Αλατσάμ.
Την επόμενη μέρα αναχωρεί η πρώτη ομάδα των εκτοπισμένων. Η ομάδα αυτή στην πόλη Καβάκ δέχεται πυρά, κατά τους Τούρκους από τους Έλληνες αντάρτες και κατά τους Έλληνες από τους Τούρκους φρουρούς και σκοτώνονται πολλοί. Παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν κατά τις μετακινήσεις τον μήνα Ιουνίου. Τα επεισόδια προκαλούνται από τα τουρκικά σώματα άτακτων (Τσετέδες) που επωφελούνται από τη στάση των συνοδών φρουρών των εξορισμένων. Στις επιθέσεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο οι άτακτες ομάδες του Τοπάλ Οσμάν και του Σακί Αλί από την Τοκάτη. Λόγω των αντιδράσεων από τα συμβάντα, σε έγγραφο που στέλνει το Υπουργείο Εσωτερικών στις 25 Ιουνίου 1921 αναφέρεται ότι η μετακίνηση των Ελλήνων γίνεται για στρατιωτικούς λόγους και δεν πρόκειται για εκτόπιση και ότι δεν πρέπει να εξορίζονται τα γυναικόπαιδα και ότι πρέπει να προστατεύονται η ζωή, οι περιουσίες και η τιμή των γυναικών που θα μείνουν πίσω. Ζητείται στο έγγραφο η επιβολή αυστηρών ποινών στους κρατικούς υπαλλήλους που προβούν σε ενέργειες κατά των γυναικόπαιδων και των εξορισμένων ανδρών.
Ωστόσο μαθαίνουμε από τον Υπουργό Υγείας της εποχής Ριζά Νούρ ότι στην πράξη τα πράγματα δεν ήταν καθ’ όλου έτσι. Ο Ριζά Νούρ που υπήρξε και κύριος διαπραγματευτής στη Λωζάννη αναφέρει στα απομνημονεύματα του τις συνομιλίες του με τον Τοπάλ Οσμάν «Του λέω, Αγά καθάρισε τον Πόντο καλά: Μην αφήνεις πέτρα πάνω σε πέτρα στα Ελληνικά χωρία του Πόντου. Με απάντησε: «Έτσι κάνω, όμως επειδή οι εκκλησίες τους και τα κτίρια τους μπορούν να χρησιμεύσουν τα φυλάω». Του είπα: «Γκρέμισε και αυτά, μάλιστα σκόρπισε τις πέτρες μακριά. Δεν ξέρεις τι γίνεται, μην πουν κάποτε ότι εδώ υπήρχε εκκλησία». Η απάντηση που έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν ήταν, «Πράγματι έτσι θα κάνω, δεν το σκέφτηκα τόσο καλά». Λέει ο Ριζά Νούρ ότι ο Τοπάλ Οσμάν είναι ένας νέος Κιόρογλου.
Όταν η Κυβέρνηση της Άγκυρας αναγκάζεται να στείλει στρατεύματα από την περιοχή του Πόντου στο δυτικό μέτωπο, μειώνεται η ροή των εξοριών. Μετά από την αποτυχία του ελληνικού στρατού στον Σαγγάριο αρχίζει η κυρία επιχείρηση στον Πόντο. Την περίοδο αυτή εντείνονται οι επιχειρήσεις κατά των ελλήνων ανταρτών στα βουνά και παράλληλα οι εξορίες που συνεχίζονται με ένταση. Στις αποστολές εξοριών συμπεριλαμβάνονται και τα γυναικόπαιδα με εντολή του Νουρεντίν Πασά πλέον παρόλο που στην αρχική διαταγή για εξορία δεν υπάρχει τέτοια εντολή. Για το θέμα αυτό δεν υπάρχει καμία αντίδραση των ανωτέρων του. Κατά τον Νουρετίν Πασά, «οι Έλληνες (Ρωμιοί) είναι φίδια και τα δηλητήρια αυτών των φιδιών είναι οι γυναίκες». Οι γυναίκες υποστηρίζουν σωματικά, ηθικά και υλικά τους άνδρες τους που έχουν συναρπαστεί με το όνειρο του Πόντου. Εξάλλου στα δικαστήρια της Αμμάσειας δικάζονται και γυναίκες που κατηγορούνται για κατασκοπεία, υπόθαλψη και απόκρυψη εγκληματιών.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Πόντο, στις συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή της Άγκυρας, παύεται από τη θέση του διοικητή της Κεντρικής Στρατιάς ο Νουρεντίν Πασάς λόγω παρανόμων ενεργειών και ανικανότητας στις 8 Νοεμβρίου 1921, στις 8 Φεβρουαρίου καταργείται η διοίκηση της Κεντρικής Στρατιάς και αναλαμβάνει την ευθύνη των επιχειρήσεων το Υπουργείο Εσωτερικών με την 10η ταξιαρχία. Διοικητής της ταξιαρχίας διορίζεται ο Τζεμίλ Τζαχίτ Μπέης. Οι ενισχυμένες δυνάμεις από πλευράς ανδρών και όπλων περατώνουν τον Φεβρουάριο του 1923 την υπόθεση που σέρνεται χρόνια.
Στην πραγματικότητα η αρχή του τέλους στον Πόντο ξεκινάει τον Δεκέμβριο του 1920. Με την ολοκληρωτική ήττα των Αρμενίων στο τέλος του 1920, οι Κεμαλιστές έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με τους Μπολσεβίκους. Η βοήθεια που ρέει από τους Σοβιετικούς προς τους Κεμαλιστές και από την άλλη πλευρά με τις συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ των Σοβιετικών – Άγγλων, Σοβιετικών – Τούρκων και της Αγγλίας με τον Μπεκίρ Σαμί στις 16 Μαρτίου 1921 έχει καθοριστεί η μοίρα του ποντιακού κινήματος. Μετά από την ημερομηνία αυτή οι Άγγλοι κηρύσσουν την ουδετερότητα τους. Με πρώτο το ελληνικό κράτος, όλοι εγκαταλείπουν τους Έλληνες του Πόντου στην τύχη τους. Η Αγγλία υποστηρίζει την Τουρκία ως ενδιάμεσο κράτος με την Σοβιετική Ένωση. Η «real politik» της εποχής – ας πούμε και η ύφεση (détente) – είναι η αιτία που καθορίζει το τέλος του ποντιακού κινήματος. Τα τελευταία ανταρτικά σώματα που μένουν μετά από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης διαφεύγουν από τα παράλια του Πόντου στην Ελλάδα με πλοία ή στην Ρωσία….
Η Κυβέρνηση της Άγκυρας για να εμποδίσει τη δράση των ανταρτών στην περιοχή αρχίζει την εκκένωση και εξορία των ελληνικών χωριών που παρέχουν βοήθεια στους αντάρτες. Η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να στρατολογήσει όλους όσους θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή. Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι στέλνονται σε τάγματα εργασίας. Αν και ένα μέρος των Ποντίων δεν υπακούει, ένα μέρος οδηγείται στα Αμελέ Ταμπουρλαρί και με τον τρόπο αυτό αδρανοποιείται.
Στη συνέχεια αρχίζει η συλλογή των όπλων στην περιοχή αρχίζοντας από τους μη-μουσουλμάνους. Προβάλλεται αντίσταση στις μονάδες που έρχονται να μαζέψουν όπλα στην περιοχή της Σαμψούντας και σε άλλες περιοχές όπως επίσης παρουσιάζεται σοβαρή αντίσταση στις περιοχές Τοκάτι, Τσαρσαμπά και στην περιοχή Νεμπιάν της Μπάφρας. Η προσπάθεια αυτή του τουρκικού στρατού που ξεκινάει την 6 Απριλίου 1921 παρ’ όλη την ασκούμενη σοβαρή βία δεν επιτυγχάνει. Οι στρατιωτικές μονάδες ενισχυμένες με το σύνταγμα της Κερασούντας αποτυγχάνουν στις περιοχές Τσαρσαμπά και Νεμπιάν. Η Κυβέρνηση της Άγκυρας κηρύσσει την περιοχή του Πόντου ως εμπόλεμη ζώνη και αποφασίζει την εξ’ ολοκλήρου εξορία όλων των Ελλήνων του Πόντου την 21 Ιουνίου 1921. Εξάλλου οι περισσότερες επαρχιακές περιοχές έχουν ήδη εκκενωθεί και τα χωριά έχουν πυρποληθεί. Μετά από την απόφαση αυτή στις 16 Ιουνίου η Εκτελεστική Επιτροπή με το φόβο μιας ελληνικής απόβασης στην Σαμψούντα αποφασίζει τον εκτοπισμό όλων των Ελλήνων της περιοχής από 16 μέχρι 50 ετών. Αρχίζει η σύλληψη όλων των ανδρών στις περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας και Αλατσάμ.
Την επόμενη μέρα αναχωρεί η πρώτη ομάδα των εκτοπισμένων. Η ομάδα αυτή στην πόλη Καβάκ δέχεται πυρά, κατά τους Τούρκους από τους Έλληνες αντάρτες και κατά τους Έλληνες από τους Τούρκους φρουρούς και σκοτώνονται πολλοί. Παρόμοια γεγονότα συμβαίνουν κατά τις μετακινήσεις τον μήνα Ιουνίου. Τα επεισόδια προκαλούνται από τα τουρκικά σώματα άτακτων (Τσετέδες) που επωφελούνται από τη στάση των συνοδών φρουρών των εξορισμένων. Στις επιθέσεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο οι άτακτες ομάδες του Τοπάλ Οσμάν και του Σακί Αλί από την Τοκάτη. Λόγω των αντιδράσεων από τα συμβάντα, σε έγγραφο που στέλνει το Υπουργείο Εσωτερικών στις 25 Ιουνίου 1921 αναφέρεται ότι η μετακίνηση των Ελλήνων γίνεται για στρατιωτικούς λόγους και δεν πρόκειται για εκτόπιση και ότι δεν πρέπει να εξορίζονται τα γυναικόπαιδα και ότι πρέπει να προστατεύονται η ζωή, οι περιουσίες και η τιμή των γυναικών που θα μείνουν πίσω. Ζητείται στο έγγραφο η επιβολή αυστηρών ποινών στους κρατικούς υπαλλήλους που προβούν σε ενέργειες κατά των γυναικόπαιδων και των εξορισμένων ανδρών.
Ωστόσο μαθαίνουμε από τον Υπουργό Υγείας της εποχής Ριζά Νούρ ότι στην πράξη τα πράγματα δεν ήταν καθ’ όλου έτσι. Ο Ριζά Νούρ που υπήρξε και κύριος διαπραγματευτής στη Λωζάννη αναφέρει στα απομνημονεύματα του τις συνομιλίες του με τον Τοπάλ Οσμάν «Του λέω, Αγά καθάρισε τον Πόντο καλά: Μην αφήνεις πέτρα πάνω σε πέτρα στα Ελληνικά χωρία του Πόντου. Με απάντησε: «Έτσι κάνω, όμως επειδή οι εκκλησίες τους και τα κτίρια τους μπορούν να χρησιμεύσουν τα φυλάω». Του είπα: «Γκρέμισε και αυτά, μάλιστα σκόρπισε τις πέτρες μακριά. Δεν ξέρεις τι γίνεται, μην πουν κάποτε ότι εδώ υπήρχε εκκλησία». Η απάντηση που έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν ήταν, «Πράγματι έτσι θα κάνω, δεν το σκέφτηκα τόσο καλά». Λέει ο Ριζά Νούρ ότι ο Τοπάλ Οσμάν είναι ένας νέος Κιόρογλου.
Όταν η Κυβέρνηση της Άγκυρας αναγκάζεται να στείλει στρατεύματα από την περιοχή του Πόντου στο δυτικό μέτωπο, μειώνεται η ροή των εξοριών. Μετά από την αποτυχία του ελληνικού στρατού στον Σαγγάριο αρχίζει η κυρία επιχείρηση στον Πόντο. Την περίοδο αυτή εντείνονται οι επιχειρήσεις κατά των ελλήνων ανταρτών στα βουνά και παράλληλα οι εξορίες που συνεχίζονται με ένταση. Στις αποστολές εξοριών συμπεριλαμβάνονται και τα γυναικόπαιδα με εντολή του Νουρεντίν Πασά πλέον παρόλο που στην αρχική διαταγή για εξορία δεν υπάρχει τέτοια εντολή. Για το θέμα αυτό δεν υπάρχει καμία αντίδραση των ανωτέρων του. Κατά τον Νουρετίν Πασά, «οι Έλληνες (Ρωμιοί) είναι φίδια και τα δηλητήρια αυτών των φιδιών είναι οι γυναίκες». Οι γυναίκες υποστηρίζουν σωματικά, ηθικά και υλικά τους άνδρες τους που έχουν συναρπαστεί με το όνειρο του Πόντου. Εξάλλου στα δικαστήρια της Αμμάσειας δικάζονται και γυναίκες που κατηγορούνται για κατασκοπεία, υπόθαλψη και απόκρυψη εγκληματιών.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Πόντο, στις συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή της Άγκυρας, παύεται από τη θέση του διοικητή της Κεντρικής Στρατιάς ο Νουρεντίν Πασάς λόγω παρανόμων ενεργειών και ανικανότητας στις 8 Νοεμβρίου 1921, στις 8 Φεβρουαρίου καταργείται η διοίκηση της Κεντρικής Στρατιάς και αναλαμβάνει την ευθύνη των επιχειρήσεων το Υπουργείο Εσωτερικών με την 10η ταξιαρχία. Διοικητής της ταξιαρχίας διορίζεται ο Τζεμίλ Τζαχίτ Μπέης. Οι ενισχυμένες δυνάμεις από πλευράς ανδρών και όπλων περατώνουν τον Φεβρουάριο του 1923 την υπόθεση που σέρνεται χρόνια.
Στην πραγματικότητα η αρχή του τέλους στον Πόντο ξεκινάει τον Δεκέμβριο του 1920. Με την ολοκληρωτική ήττα των Αρμενίων στο τέλος του 1920, οι Κεμαλιστές έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με τους Μπολσεβίκους. Η βοήθεια που ρέει από τους Σοβιετικούς προς τους Κεμαλιστές και από την άλλη πλευρά με τις συμφωνίες που υπογράφονται μεταξύ των Σοβιετικών – Άγγλων, Σοβιετικών – Τούρκων και της Αγγλίας με τον Μπεκίρ Σαμί στις 16 Μαρτίου 1921 έχει καθοριστεί η μοίρα του ποντιακού κινήματος. Μετά από την ημερομηνία αυτή οι Άγγλοι κηρύσσουν την ουδετερότητα τους. Με πρώτο το ελληνικό κράτος, όλοι εγκαταλείπουν τους Έλληνες του Πόντου στην τύχη τους. Η Αγγλία υποστηρίζει την Τουρκία ως ενδιάμεσο κράτος με την Σοβιετική Ένωση. Η «real politik» της εποχής – ας πούμε και η ύφεση (détente) – είναι η αιτία που καθορίζει το τέλος του ποντιακού κινήματος. Τα τελευταία ανταρτικά σώματα που μένουν μετά από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης διαφεύγουν από τα παράλια του Πόντου στην Ελλάδα με πλοία ή στην Ρωσία….
Σχόλια