Του Δημήτρη Μπελαντή.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρατηρείται στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής μια έντονη κρίση και παρακμή της παραδοσιακής πολιτικής διαμεσολάβησης. Παρά τη διαφορετική ιστορική καταγωγή και τους διαφορετικούς κοινωνικούς δεσμούς των (αστικών) πολιτικών κομμάτων, παρά τις διαφορετικές εξαγγελίες και υποσχέσεις πριν από τις εκλογές, παρά τον έντονο καταγγελτικό λόγο κατά του αντιπάλου, η πολιτική που ασκείται από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα είναι σε βασικές γραμμές η ίδια: προώθηση του νεοφιλελευθερισμού, μέτρα και κατευθύνσεις για την ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας και ενίσχυση των αμυντικών μηχανισμών κατά των λαϊκών αντιδράσεων.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αμιγώς ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και διεθνές όσον αφορά τις δημοκρατίες της Δύσης. Στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν από την ήττα της κεϋνσιανής διαχείρισης, η «τεχνοκρατία» αντικατέστησε την πολιτική με την έννοια που είχε αυτή ως τότε, της εκπροσώπησης δηλαδή εναλλακτικών στρατηγικών έκφρασης/απορρόφησης των κοινωνικών συμφερόντων (και άρα και των άμεσων συμφερόντων της εργασίας) εντός του κράτους. Πλέον, το αστικό κράτος άρχισε να στεγανοποιείται έναντι των λαϊκών συμφερόντων και αναγκών, όχι μόνο να μην τα λαμβάνει υπ’ όψιν του αλλά και συστηματικά να τα καταπολεμά. Η εξέλιξη αυτή έχει θεωρητικά αντιμετωπιστεί από ριζοσπάστες διανοούμενους ως μια κατάσταση ανατρεπτική της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας του 20ού αιώνα, ως η λεγόμενη μεταδημοκρατική συνθήκη (Κόλιν Κράουτς κ.ά.). Πλέον, τα βασικά κόμματα εξουσίας διαχειρίζονται τα διαφορετικά τους σύμβολα και καταγωγές έχοντας πλήρη επίγνωση της παραπληρωματικότητάς τους, ενώ οι διαφορές τους εντοπίζονται σε ζητήματα «τεχνικής» προσέγγισης και χαρακτήρα ή σε αλληλοκατηγορίες για το αντικειμενικά ογκούμενο ζήτημα της κρατικής διαφθοράς. Μόνο τα κόμματα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας –η οποία έχει υποστεί μια φιλελεύθερη μετάλλαξη– εξακολουθούν να αναφέρονται στην έκφραση των λαϊκών και εργατικών συμφερόντων ως διακριτών συμφερόντων.
Όπως είναι προφανές, σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό όπου η προπαγάνδιση των κοινών πολιτικών εξουσίας καθίσταται παραπάνω από αναγκαία, τα ΜΜΕ και ιδίως τα ηλεκτρονικά καταλαμβάνουν τον κύριο ρόλο εντός των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους. Αναλόγως, διογκώνονται οι αμυντικές ρήτρες και μηχανισμοί κατά των ενδεχόμενων κοινωνικών αγώνων: δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα στην Ελλάδα διαγράφηκε από τον β΄ τρομονόμο (Ν. 3251/ 2004) η ρήτρα κατά την οποία δεν μπορούν να συνιστούν «τρομοκρατία» οι συνδικαλιστικοί αγώνες ή οι αγώνες υπέρ της δημοκρατίας.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα. έχουμε μια περαιτέρω εξέλιξη της μεταδημοκρατικής συνθήκης. Συνθήκες που παραχωρούν κρατική κυριαρχία επικυρώνονται με απλή πλειοψηφία από την Βουλή. Το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο παρακάμπτεται από επιτροπές και μυστικοσυμβούλια γύρω από τον Πρωθυπουργό (με χαρακτηριστικές φιγούρες να ηγούνται αυτών των επιτροπών) και πίσω από την πραγματική κυβέρνηση διαμορφώνεται μια «σκιώδης» κυβέρνηση του ίδιου του κυβερνητικού κόμματος. Ουσιαστικά, η πολιτική ευθύνη και οι φορείς της φαίνονται να ρευστοποιούνται καθώς τα κέντρα των αποφάσεων γίνονται αδιαφανή και οριακά «αόρατα». Πρόκειται για μια ακόμη έκφανση του τέλους της πολιτικής.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.