του Γιάννη Σχίζα
Η Ελλάδα και ο ελληνισμός είναι γεμάτος από μνημεία μιας ιστορίας τουλάχιστον 3.000 ετών, ταυτόχρονα όμως είναι υποχρεωμένος σε μια συγκατοίκηση με το παρελθόν. Πολλά από τα μνημεία είναι κατεστραμμένα, άλλα σώζονται αν και σε κατάσταση ερειπιώδη, άλλα είναι επαρκώς διατηρημένα και άλλα μας επιτρέπουν μια αναστηλωτική ματιά. Η συντήρησή τους παίζει εξαιρετικό ρόλο στην ενεστώσα φάση που περνάει ο λαός μας, αρκεί να θυμόμαστε τούτο: Ότι όπως η Ακρόπολη στηρίζεται στην παρουσία και στην προστασία που της παρέχει η Πλάκα –προστασία που λίγο έλειψε να εκλείψει σε δυο τουλάχιστον περιόδους και να υποκατασταθεί από τα μπουζουκομάγαζα και τα μπαρ κάθε λογής– έτσι και η προστασία ενός αρχαιολογικού χώρου προϋποθέτει έναν άλλο χώρο που θα περιβάλλει τον πρώτο και θα λειτουργεί ως buffer zone (ζώνη αποτροπής οχλήσεων)…
Οι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να προστατευθούν από μια πολιτική χώρου, που αποκλείει διάφορες χρήσεις στην περίμετρο ενός μνημείου, όπως επίσης μπορούν να προστατευθούν από μια συνετή και με περιορισμούς κατοίκηση που επιτρέπει τη συνύπαρξη παρόντος και παρελθόντος. Ο Χάρτης της Βενετίας (1964) έχει εισάγει μια διαφορετική αντίληψη του αρχιτεκτονικού μνημείου που διευρύνει κατά πολύ το αντικείμενο της προστασίας: Στο άρθρο 1 του Χάρτη η έννοια του ιστορικού μνημείου δεν καλύπτει μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο αλλά περιλαμβάνει και την τοποθεσία που μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, μία ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός. Ο χώρος συμμετέχει ισότιμα με τα αντικείμενα, καθώς υπονοείται ότι η ύπαρξη υλικών καταλοίπων δεν είναι απαραίτητη για να θεωρηθεί ότι μία τοποθεσία έχει ιστορική αξία και να αναληφθεί η προστασία της.
Στην περίπτωση του Σουνίου, στα συνολικά προσόντα του χώρου αξίζει να αθροισθούν με όλα εκείνα που αποτελούν καύχημα της περιοχής.
Το Σούνιο φαίνεται για πρώτη φορά στη μυθολογία καθώς μετά τη τιθάσευση του Μινώταυρου και την θριαμβευτική επιστροφή του Θησέα από τη Μινωική Κρήτη, η ξεχασιά του τελευταίου να σηκώσει τα άσπρα πανιά στη θέση των μαύρων έχει σαν αποτέλεσμα τον θάνατο με αυτοκτονία του πατέρα του Αιγέα. Η πρώτη γραπτή αναφορά γι’ αυτό γίνεται από τον Όμηρο που το αποκαλούσε στην Οδύσσεια «Σούνιον ιερόν». Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.Χ. στην Ατταλίδα φυλή.
Στην αρχαϊκή περίοδο αναπτύσσεται το ιερό του Σουνίου, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί, εκ των οποίων τρεις βρέθηκαν και φιλοξενούνται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Την ίδια περίοδο φαίνεται πως κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο, η δε κατασκευή του ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα.
Η Ανατολική Αττική με τους άφθονους αρχαιολογικούς και φυσικούς θησαυρούς της έχει όλα τα προσόντα για να αποτελέσει ένα κέντρο-απόκεντρο, που θα δώσει ένα είδος αποκέντρωσης στην Αττική σωρεύοντας πληθυσμούς, γηγενείς αλλά και τουριστικούς
Οπτική και ιστορική απόλαυση
Από το οπτικό τοπίο του Σουνίου ανατρέχει κανείς στη Μακρόνησο, στην Κέα, στην Κύθνο, στον Άγιο Γεώργιο, στη Νήσο του Πατρόκλου: Η περιοχή με τον χερσαίο και θαλασσινό της πλούτο προσφέρεται για περιηγήσεις και αναπολήσεις. Σε βόρεια κατεύθυνση είναι το Αρχαίο Θέατρο του Θορικού, με έντονα τα μυκηναϊκά στοιχεία, που από πολλούς φέρεται ως το αρχαιότερο θέατρο στην Ευρώπη: Εκεί μετέβαιναν οι αρχαίοι Αθηναίοι κάνοντας συχνά δυο μέρες με τα πόδια και κουβαλώντας τρόφιμα και άλλα είδη διανυκτέρευσης, για να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις. Σήμερα το θέατρο είναι διακριτό από τα μεγάλα επιφανειακά στρώματα μαρμάρου, που είναι οπωσδήποτε β΄ κατηγορίας πλην όμως έχουν αξία ως υλικά, έχει δε μια μεταλλευτική στοά κλειστή για την αναζήτηση ορυκτών καθώς και ένα ενεργό σχέδιο της εξόρυξης του μεταλλεύματος. Βόρεια του θεάτρου υπάρχει ο λόφος Βελατούρι που στην κορυφή του φιλοξενεί θολωτούς τάφους της μυκηναϊκής περιόδου (1.600-1.100 π.Χ.), από τους οποίους έχουν ανακαλυφθεί πέντε τάφοι με πλήθος από κτερίσματα στο εσωτερικό τους, ενώ όλη η γύρω περιοχή είναι γεμάτη από αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν την λειτουργία μεγάλου λατρευτικού κέντρου.
Δυτικά του Σουνίου υπάρχει ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου, που εγκαθιδρύθηκε το 1974 σε έκταση 7.500 στρεμμάτων και περιφερειακή ζώνη 27.500 στρεμμάτων. Ο δρυμός ουσιαστικά παίζει τον ρόλο «Γεωπάρκου» για να καλύψει τα άφθονα μεταλλευτικά κατάλοιπα της περιοχής, τις μεγάλες στοές και τα βαθύτατα πηγάδια, που σε δυο διαφορετικές περιόδους χρησιμοποιήθηκαν για την άντληση μετάλλων: Η πρώτη αρχίζει με το τέλος της νεολιθικής εποχής και τελειώνει με την παραγωγή αργύρου που διατέθηκε για το Ιουστινιάνειο έργο τον 6ο αιώνα μ.Χ., η δεύτερη αρχίζει το 1865 με την αξιοποίηση των υπολειμμάτων της πρώτης φάσης και τελειώνει το 1985 – οριστικά απ’ ό,τι φαίνεται. Στο επίκεντρο του Εθνικού Δρυμού υπάρχουν σπίτια σε κατάσταση ερειπίων, που παραπέμπουν στην παλιά κατάσταση των μεταλλωρύχων. Ο όλος ερειπιώνας αποπνέει ένα ύφος γλυκιάς παρακμής, που μπορούν να τον νιώσουν οι πιο ευαίσθητοι…
Χωροταξικές λύσεις
Τα σχεδιαγράμματα του αρχαίου Σουνίου με τα οχυρωματικά έργα στην περίμετρό του αποτελούν σήμερα ένα θέμα για διεκδίκηση των φίλων της αρχαιότητας, όμως αυτό δεν αρκεί: Η περιοχή της Ανατολικής Αττικής θα έπρεπε να είναι στο σύνολό της προστατευτέα, καθώς η κύρια χρήση της είναι ο πολιτισμός και η αναψυχή με την πιο γενική της έννοια. Το γεωλογικό φαινόμενο που ακούει στο όνομα «Χάος», που είναι μια μεγάλη καρστική βύθιση, οι ακτές της, το λιμάνι του Λαυρίου με την έξοχη γυναικεία μορφή που ατενίζει προς τη Μακρόνησο, η άνεση του χώρου, οι χαμηλοί συντελεστές δόμησης, οι ταβέρνες και τα καφέ, τα χωριά όπως ο Κουβαράς ή ο Άγιος Κωνσταντίνος ή η Φώκαια, όπου συναντιέται κανείς με τα τοπικά προϊόντα, έχουν μια ειδική αξία για τον Αθηναίο πολίτη, είναι η ζώσα ανάμνηση της παλιάς αγροτικής τάξης πραγμάτων που το αεροδρόμιο των Σπάτων ήλθε για να εξαλείψει. Η Ανατολική Αττική με τους άφθονους αρχαιολογικούς και φυσικούς θησαυρούς της έχει όλα τα προσόντα για να αποτελέσει ένα κέντρο-απόκεντρο, που θα δώσει ένα είδος αποκέντρωσης στην Αττική σωρεύοντας πληθυσμούς, γηγενείς αλλά και τουριστικούς. Όμως η (νεοφιλελεύθερη) κυβέρνηση έχει βαλθεί να εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες σε δύο υψώματα της περιοχής, το Πάνειον και τον Όλυμπο, προωθώντας τη λύση των μεγάλων εταιρειών, θέτοντας έτσι το ξεκίνημα για μια διαδικασία βιομηχανικής ακμής-παρακμής του χώρου και ασχημοποίησης.
Η Ανατολική Αττική, μια έκταση όχι μεγαλύτερη από 750 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι η buffer zone του Σουνίου, του θεάτρου του Θορικού, του Λαυρίου, του Εθνικού Δρυμού Σουνίου. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αναλώσει το «κεφάλαιό» της με αυτόν τον απερίσκεπτο τρόπο…