Αρχική γνώμες Το μέλλον εδώ και τώρα

Το μέλλον εδώ και τώρα

του Κώστα Λιβιεράτου

…Μέλλον, πώς γίνεται να είσαι μέλλον;
Αφού δεν είσαι θα, ποτέ δε θα ’σαι
πάντοτε ήσουν πριν ποτέ μετά
κι αντίδρομα, όπως πορεύομαι, έρχεσαι
κατέναντί μου κι από μέσα μου περνάς
χρόνος ανάστροφος
Πώς γίνεται να έρχεσαι από εκεί που εγώ πάω
και να υπάρχεις;Βύρων Λεοντάρης, «Επέκεινα», ΄Εως… (2002)

Μαθαίνουμε από το παρελθόν για να διορθώσουμε το παρόν και να χτίσουμε το μέλλον – κόντρα σ’ αυτό το διδακτικό στερεότυπο, οι στίχοι λένε ότι το χθες, το σήμερα και το αύριο δεν διαδέχονται το ένα το άλλο γραμμικά και αιτιοκρατούμενα. Μάλλον συμπλέκονται αμφίδρομα, όπως γνωρίζει κάθε σοβαρή μελλοντολογία, υπακούοντας σε μια αρχή πολυαιτιότητας: σ’ αυτόν το στρόβιλο καινοτομιών-τάσεων-αντιτάσεων-μορφογενέσεων-σχισμογενέσεων-ανατροπών που είναι «το παιχνίδι του γίγνεσθαι» (Εντγκάρ Μορέν) (1) και το προσωπικό ή συλλογικό υπαρξιακό μας δράμα. Το μέλλον μπορεί λοιπόν να προϋπάρχει και να γυρίζει από εκεί όπου πάμε… Ή, όπως ίσως είπε κάποτε ο Γκοντάρ: οι ιστορίες μου έχουν αρχή, μέση και τέλος, «αλλά όχι κατ’ ανάγκη με αυτή τη σειρά».

***

Στο ανολοκλήρωτο σχέδιο μελέτης του για τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν δοκίμασε να εφαρμόσει μια ριζοσπαστική φιλοσοφία του χρόνου στην ώς τότε γραμμική και παγωμένη ιστορία του πολιτισμού. Κάθε εποχή ονειρεύεται την επόμενη, κι αυτό γίνεται μέσα από επιθυμητικές εικόνες που τείνουν να ξεφύγουν από το πιο πρόσφατο παρελθόν και από τους περιορισμούς της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Έτσι οι διαφαινόμενες καινοτομίες της μελλούμενης εποχής εμφανίζονται στο όνειρο αναμειγμένες με στοιχεία ενός απώτερου παρελθόντος: εμπειρίες μιας αταξικής κοινωνίας αποθηκευμένες στο συλλογικό ασυνείδητο. Μ’ άλλα λόγια, κάθε κοινωνία προβάλλει στο άμεσο μέλλον μια ουτοπία, η οποία έτσι αφήνει τα ίχνη της στο παρόν – στα έργα, τις κατασκευές και τις μόδες της καθημερινής ζωής. Η επαναστατική προοπτική έγκειται στο ξύπνημα απ’ αυτό το όνειρο και στη δικαίωση των ουτοπικών επιθυμιών που έχει υποθάλψει (2).

Είναι εντυπωσιακό πόσο οι σπερματικές αυτές σκέψεις του Μπένγιαμιν προαναγγέλλουν –και ταυτόχρονα οπλίζουν για να κρίνει κανείς– το έργο κορυφαίων «φουτουριστών» στοχαστών που (αγνοώντας το δικό του) εμφανίστηκαν στην αμερικανική ήπειρο δύο και τρεις δεκαετίες αργότερα. Έτσι η συνύφανση του Νέου με το Παλαιό, του υπερμοντέρνου με το πρωτο-ιστορικό, στις ονειρικές προβολές των κοινωνιών απηχείται στη νέα ηλεκτρική εποχή που θα εξαγγείλει ο Μάρσαλ ΜακΛούαν: αυτή που αίρει το «Γαλαξία Γκούτενμπεργκ» –την πρωτοκαθεδρία της όρασης, του φωνητικού αλφάβητου και της τυπογραφίας– και αποκαθιστά την ολική αισθητηριακή αντίληψη και την ανάμειξη σε βάθος ενός νέου «φυλετικού» ανθρώπου στην κλίμακα του παγκόσμιου χωριού (3). Αντίστοιχα, η ύπνωση που διακατέχει τις κοινωνίες πριν από το ξύπνημά τους καθώς οδεύουν προς το μέλλον ξαναβρίσκεται στο μούδιασμα των αισθήσεων που βιώνει, κατά τον ΜακΛούαν, ο Δυτικός άνθρωπος υπό την επήρεια των ίδιων του των τεχνικών προεκτάσεων. Από την άλλη μεριά, η κριτική φιλοσοφία του Μπένγιαμιν, η ιδέα ότι οι άνθρωποι προσβλέπουν ονειρικά στην υπέρβαση της καθεστηκυίας τάξης αντλώντας από το απόθεμα κοινοτικών εμπειριών τους, ελέγχει τον αδρό εξελικτισμό (προφορικήà εγγραμματισμένηà ηλεκτρική εποχή) και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό (τεχνικές καινοτομίες = ιστορικές τομές) του ΜακΛούαν. Χωρίς αυτό να ακυρώνει την ιδιοφυή προβληματική του γύρω από τους τρόπους με τους οποίους τα μέσα διαμορφώνουν το περιβάλλον και μαζί τη «φύση» του παραδοσιακού και του μελλοντικού ανθρώπου (4).

«Χωρίς μια κάποια μελλοντολογία, καμία στρατηγική αντίστασης δεν μπορεί να αναδυθεί μέσα απ’ τα ερείπια που σκορπάει γύρω της η τεχνοεπιστημονική, χρηματιστική και μιλιταριστική φυγή προς τα μπρος»

Παρόμοια, οι κριτικές νύξεις του Μπένγιαμιν φωτίζουν προδρομικά τις κοσμοϊστορικές συνθέσεις του Άλβιν Τόφλερ. Κι εδώ το μέλλον του υπερβιομηχανισμού είναι ήδη ενεργό, σημαδεύοντας το παρόν και εκτοπίζοντας το πρόσφατο βιομηχανικό παρελθόν· κι εδώ η αναβίωση αρχαϊκών αντιλήψεων και φυλετικών, κοινοβιακών τρόπων ζωής (μπητ, χίπις) συνυπάρχει με τις πληροφορικές τεχνολογίες αιχμής. Μόνο που τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ πιο σχηματικά απ’ ό,τι στον ΜακΛούαν: η γραμμή είναι μία, σύμφωνα με το γνώριμο εξελικτικό πεπρωμένο τριών σταδίων (ή «κυμάτων»: γεωργικήà βιομηχανικήàπληροφορική επανάσταση) που οδηγεί στην πρότυπη αμερικανική κοινωνία. Εδώ δεν προκύπτουν δυναμικές μεταστροφές, γόνιμα υβρίδια ή συναισθησίες αλά ΜακΛούαν, και οι όποιες αναβιώσεις αναστέλλουν απλώς τη μονοσήμαντη πρόοδο. Μόνο πρόβλημα, που ανιχνεύεται όντως διεξοδικά, είναι το σοκ του μέλλοντος: ο ολοένα επιταχυνόμενος βομβαρδισμός από ερεθίσματα του επικείμενου κόσμου τα οποία ο άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα και το χρόνο να αφομοιώσει, με κίνδυνο σοβαρών ψυχοσωματικών διαταραχών. Όπως και να ’χει, στα διάσημα φουτουριστικά μπεστ-σέλερ του Τόφλερ βρίσκει κανείς το πανόραμα ενός κόσμου που κινείται σε όλα τα μέτωπα ολοταχώς προς το αύριο (5).

***

Από πολλές απόψεις, το μέλλον που χαιρέτισαν οι βορειοαμερικανοί γκουρού της τεχνο/μελλοντολογίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα είναι πια εδώ (6). Οι ίδιοι άλλωστε συνέβαλαν στην πρόσληψη και προώθησή του. Η επιτυχία τους δεν ήταν τόσο ότι προέβλεψαν κάποιες τεχνολογικές καινοτομίες (όπως το διαδίκτυο, τον προσωπικό υπολογιστή, την κλωνοποίηση κ.ά.), όσο ότι καλλιέργησαν μια δημιουργική φαντασία ευαίσθητη στα πιθανά, δυνητικά ή επιθυμητά μέλλοντα που ανοίγονται κι απέδωσαν την ατμόσφαιρα και τη δυναμική των πραγμάτων που έρχονται: επικοινωνιακή και όχι μόνο ενοποίηση του κόσμου, ολικά περιβάλλοντα, αισθητηριακή μάλαξη και υπερφόρτωση, βίαιη επιτάχυνση των αλλαγών και μουδιασμένη αντίδραση των ανθρώπων σ’ αυτές. Οι περιορισμοί μιας σκέψης άλλοτε μεταφυσικής, άλλοτε θετικιστικής, κάποτε και τα δύο, και πάντως πολιτικά συντηρητικής, τους έστρεψαν μακριά από άλλες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες (νέα φτωχοποίηση, διευρυνόμενες ανισότητες, μεταδημοκρατικές εξουσίες) που αναπτύσσονταν παράλληλα, σε συνδυασμό ή και συνενοχή, με αυτές που παρακολουθούσαν. Ωστόσο, χωρίς διοράσεις σαν τις δικές τους και άλλων στοχαστών, κανένας πολιτικός οραματισμός δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τους στροβιλισμούς του μέλλοντος στο εδώ και τώρα –τον «ανάστροφο χρόνο» που μας διαπερνάει–, ούτε να διακρίνει τις επιθυμητικές εικόνες μέσα στις φουτουριστικές εφαρμογές. Χωρίς μια κάποια μελλοντολογία, καμία στρατηγική αντίστασης δεν μπορεί να αναδυθεί μέσα απ’ τα ερείπια που σκορπάει γύρω της η τεχνοεπιστημονική, χρηματιστική και μιλιταριστική φυγή προς τα εμπρός, αφήνοντας τόσους ανήμπορους, μοναχικούς ανθρώπους να κοιτάζουν το αύριο και να βλέπουν μόνο χθες.

…φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου
μια και το μόνο μέλλον μου είναι
να γίνουν όλα γύρω παρελθόν.
Γιάννης Βαρβέρης, «Εγώ κοιτάζω το μέλλον μου», Πιάνο βυθού, 1991

Υποσημειώσεις

  • E. Morin, «Αφήνοντας τον εικοστό αιώνα» (1984)
  • Βλ. W. Benjamin, «Παρίσι, η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα», υπόμνημα του 1935 για το Passagen-Werk.
  • Όπως άλλωστε η κεντρική θεωρητική υπόθεση του Μακλούαν, ότι τα μαζικά μέσα είναι προεκτάσεις του ανθρώπου, που τον διαμορφώνουν πιο καθοριστικά από τα μηνύματα που μεταφέρουν («το μέσο είναι το μήνυμα»), βρίσκει το προανάκρουσμά της στη θέση του Μπένγιαμιν ότι η αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου οργανώνεται όχι μόνο από φυσικούς αλλά και από ιστορικούς παράγοντες, γι’ αυτό και αλλάζει στη μεγάλη διάρκεια μαζί με τον τρόπο ύπαρξης των κοινωνιών. Βλ. «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του» [1935].
  • Βλ. M. McLuhan, «Μαζικά μέσα, οι προεκτάσεις του ανθρώπου» (1964).
  • Βλ. A. Toffler, «Το σοκ του μέλλοντος» (1970) και «Το τρίτο κύμα» (1980).
  • Ακόμη και σε «καθυστερημένες» χώρες, όπως η Ελλάδα, που, τσακισμένες από την εξάρτηση, την κρίση και τις εκσυγχρονιστικές πολιτικές της ΤΙΝΑ, καλύπτουν συνοπτικά, με άλματα και οπισθοδρομήσεις, ολόκληρες φάσεις της τυπικής δυτικής «εξέλιξης».
Σχόλια

Exit mobile version