Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Βρέθηκα και πάλι εδώ, στης γνωστής πλατείας την ερημιά, εκεί που άλλοτε της νιότης ο αγέρας, στο κυνήγι έστρωνε της συντήρησης τα σύννεφα τα αγκυροβολημένα. Οι σημαίες μας κατάκοπες είχαν κι αυτές αναχωρήσει, καταφύγιο τώρα επιζητούν, κάτω απ’ του δέρματος την αδιαφάνεια να ‘βρουν, τη μνήμη με ηρεμία ν’ αναμοχλεύσουν. Κι οι λέξεις με τη σειρά τους, εκείνες που κάποτε αστραπές ξερνούσανε και με τόση λαχτάρα τις καρτερούσαμε, μα δυστυχώς, ποτέ δεν έφτασαν έως την καρδιά μας. Τώρα βουτηγμένες μες στα πικρά τα δάκρυα της προδοσίας, κρυφτήκανε κάτω απ’ του τοίχου το ασβεστοκονίαμα.

Στέκομαι πάλι εδώ, στην πλατεία. Πίσω μου ξετυλίγεται η κορμοστασιά του κοινοβουλίου. Στο βάθος του ορίζοντα, ο Παρθενώνας δείχνει, στο δάσος των τυφλών, της ομορφιάς την παρουσία. Και μπροστά μου, 150 Σύριοι πρόσφυγες, καθημαγμένοι, έχουν αποθέσει τα κορμιά τους στου παγωμένου πεζοδρομίου την απάθεια. Τα στόματά τους ταπωμένα είναι με ταινία μονωτική κι ένα πανό διατυμπανίζει το αίτημά τους το απλό και το ξεκάθαρο: Αφήστε μας να φύγουμε σε χώρες, που ακόμη το άσυλο εξακολουθεί κάτι να σημαίνει.

Κοίταξα άφωνος, αυτούς τους νέους ανθρώπους. Στριμωγμένοι απ’ του πολέμου τη μανία, άρπαξαν τα παιδιά τους, έκαναν έξοδο ηρωική μέσα απ’ του σφαγείου το συρματόπλεγμα. Ύστερα αφέθηκαν στην αγκαλιά κάποιου σκυλοπνίχτη, που τους έφερε εδώ, που κάποτε η φιλοξενία ήταν θεά λατρευτή. Αλήθεια, φίλε μου, στάθηκες ποτέ απέναντι σε δυο έκπληκτα παιδικά μάτια να σε κοιτούν κι επίμονα απάντηση να ζητούν; Πρόσεξες ποτέ όταν αυτά σιωπηλά δακρύζουν; Αφήνουν το παρασκεύασμα το αλμυρό, αφού πρώτα το μάγουλο αυλακώσει, στην άσφαλτο τη λιγδερή να πέσει, με την ελπίδα λίγο να την ξεπλύνει απ’ της απάθειας τη βαριά επιδημία. Αναρωτήθηκες ποτέ, τι πόνο, τι πίκρα άφατη, τούτες οι αμόλευτες ψυχούλες θα νοιώθουνε; Κι αυτά είναι ακριβώς σαν τα δικά μας τα βλαστάρια. Γεννήθηκαν κι αυτά με όλες της φύσης τις νόμιμες διαδικασίες. Είναι υπάρξεις ανθρώπινες. Το καθένα απ’ αυτά μια οντότητα σπαρταριστή είναι, που θέλει να ζήσει, όπως κι εσύ κι εγώ. Θέλει να ονειρευτεί, ν’ αγαπήσει, να κλάψει, να γελάσει. Σε παρέσυρε, φίλε μου, μήπως του δέρματος το χρώμα; Ή μήπως η χώρα απ’ την οποία έρχονται; Κι όμως, αγαπητέ μου, εκεί κάτω, στης Παλμύρας τα ερείπια, ο άνθρωπος για πρώτη φορά στης Ιστορίας τα κιτάπια, τις σκέψεις του κατέγραψε πάνω σε κάποιου δέρματος την επιφάνεια. Η πρώτη γραφή, η λεγόμενη σφηνοειδής, εκεί φτιάχτηκε. Γι’ αυτό, λοιπόν, μην αφήνεις ποτέ το βλέμμα σου απαξιωτικά να πέσει πάνω σ’ οποιαδήποτε ύπαρξη. Όλοι είμαστε σημαντικοί.

Μα ο χειμώνας καλπάζει απειλητικά. Ανθρώπινες ζωές απειλούνται. Αξιοπρέπειες ποδοπατούνται. Σκέψου, οι άνθρωποι αυτοί, ξέφυγαν απ’ του πολέμου την καυτή ανάσα. Κονταροχτυπήθηκαν με της θάλασσας τα ανήλεα κύματα κι αποβιβάστηκαν σε τούτη δω τη γη ζωντανοί. Ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά ζεστή ζητούν. Τίποτα περισσότερο. Κι εμείς, τα θραύσματα της σπασμένης ανθρωπιάς προσπαθούμε να συγκολλήσουμε. Πρόσφυγες πάτησαν τούτα εδώ τα χώματα, εδώ που η προσφυγιά μόνιμο κατάλυμα είχε. Πόσο γρήγορα ξεχνάμε την Ιστορία μας, τα τραγούδια μας, τους αγώνες μας. Η ανθρωπιά βγήκε στο σφυρί. Σκέψου, φίλε μου, κλείνουν το δρόμο σε τούτα τα παιδιά που θέλουν να βαδίσουν μπροστά. Δεν τ’ αφήνουν να τραγουδήσουν με φωνή αηδονιού, να πετάξουν με αετίσια φτερά. Πόσο υπάκουοι γίναμε στων υαινών τα κελεύσματα. Δεκαετίες τώρα, οι εκμαυλιστές το μυαλό μας πιπιλάνε. Συνωμοτικά μας ψιθυρίζουν: Εσύ κοίτα τη δουλειά σου. Να μάθεις επιφυλακτικός να είσαι! Μα τούτο είναι της ζωής η μεγαλύτερη φυλακή. Φοβόμαστε να εμπιστευτούμε τούτα τα λυπημένα νεανικά μάτια; Φοβόμαστε να τολμήσομε ν’ αφεθούμε για λίγο έξω απ’ του φόβου το κιγκλίδωμα; Μας καταδιώκει ο φόβος της πιθανής αποτυχίας και καταφεύγουμε στην πόρτα της σίγουρης αποτυχίας.

Σε λίγο και πάλι θα μας ανακοινώσουν καινούργιες περικοπές των συντάξεων, καινούργιες απολύσεις, την αντικατάσταση των σχολικών φυλάκων με τα ΜΑΤ, τη μετατροπή της εργασίας σε απασχόληση, την πλήρη απαξίωση του δημόσιου σχολείου, την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας. Και τα δικά μας τα παιδιά, ας έχουν δέρμα λευκό, ξεριζώνονται κι αυτά απ’ τις εστίες τους. Θα οδοιπορήσουν στους κακοφωτισμένους δρόμους της μετανάστευσης. Γι’ αυτό, ας απλώσουμε χέρι φιλικό στην προσφυγιά που στρατοπέδευσε στην αυλή μας. Ο πόλεμος ρήμαξε τις εστίες τους. Ο πόλεμος, έργο είναι των σύγχρονων πειρατών, που κι εμείς μπαρκάρουμε στην αρμάδα τους. Μην το ξεχνάμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!