Με αφορμή την «κατάργηση 500.000 θέσεων εργασίας στον κρατικό τομέα».
Η είδηση για αιφνίδια «κατάργηση 500.000 θέσεων εργασίας στον κρατικό τομέα» της Κούβας, που διέσπειραν θριαμβευτικά τα ΜΜΕ σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, σάστισε πολλούς. Άλλοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν ακόμα μια νίκη του καπιταλισμού και άλλοι βυθίστηκαν στη θλίψη και την απογοήτευση. Τι έγινε, λοιπόν, πέφτει και το τελευταίο προπύργιο;
Ας δούμε κατ’ αρχάς περί τίνος πρόκειται: Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με σοβαρότητα ότι πρόκειται για απολύσεις. Ο Φιλ Πέτερς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λέξινγκτον της Βιρτζίνια και ειδικός περί την Κούβα, κάθε άλλο παρά φιλο-κουβανός, έγραψε στο μπλογκ του Cuban Triangle τα εξής: «500.000 είναι ένας πολύ ανησυχητικός αριθμός –δίνει την εικόνα ότι αντίστοιχοι εργαζόμενοι απολύονται και η οικονομία χρειάζεται να δημιουργήσει άλλες τόσες θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, πολλοί εργαζόμενοι θα πάνε στη δουλειά τους όπως πάντα, αλλά οι επιχειρησιακές διευθετήσεις θα είναι διαφορετικές». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι στην Κούβα «κανείς δεν μένει στο δρόμο», όλος ο πληθυσμός απολαμβάνει δωρεάν εκπαίδευση και περίθαλψη, επιδοτήσεις υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και επιδοτήσεις βασικών τροφίμων.
Δεύτερον, δεν πρόκειται για κάποια «αιφνίδια απόφαση», όπως δόθηκε η εντύπωση. Λύσεις για παραγωγικούς τομείς που στερούνται εργατικού δυναμικού αναζητούνται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Π. Ρος Ρεάλ, γ.γ. Συνομοσπονδίας Κουβανών Εργατών, συνέντευξη, 1996, www.hartford-hwp.com/archives/43b.html). Εδώ και ένα χρόνο, δε, συζητείται ευρέως η αναδιάταξη και αποφασίστηκε την 1/8/2010, στη σύνοδο της Εθνικής Συνέλευσης.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μετακίνηση υποαπασχολούμενων εργαζομένων από τον κρατικό τομέα στον μη κρατικό μέσω των εξής τρόπων: της απασχόλησης στην αγροτική οικονομία με ενοικίαση κρατικής γης, της μετατροπής μικρών κρατικών επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς τους οποίους θα διευθύνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και της παροχής αδειών αυτοαπασχόλησης σε όσους δεν επιλέξουν τα δύο πρώτα. Προβλέπεται, επίσης, η επιδότηση με το 70% του μισθού, επί 3 μήνες, σε όσους αρνηθούν όλες τις εναλλακτικές.
Από το 2005
Είναι η συνέχεια μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει προ καιρού (2005). Ήδη από το 2000, με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μετά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1990, είχαν δοθεί προς ενοικίαση τμήματα της καλλιεργήσιμης γης που παρέμενε ανεκμετάλλευτη για τη δημιουργία οικογενειακών αγροτικών μονάδων, που πουλούσαν μέρος του προϊόντος τους στο κράτος και το υπόλοιπο το διέθεταν στους καταναλωτές, με κρατικά ρυθμιζόμενες τιμές.
Από το 2007 ξεκίνησε μια ευρεία λαϊκή διαβούλευση, μέσω συνελεύσεων, στην οποία πήραν μέρος 1,3 εκατομμύρια πολίτες (Reuters), όπου διατυπώθηκαν τα αιτήματα και τα παράπονα σχετικά με τις ανεπάρκειες της οικονομίας. Βάσει αυτών σχεδιάστηκαν τα επόμενα βήματα. Επιταχύνθηκαν, όμως, εξαιτίας των σοβαρών επιπτώσεων που είχε στην Κούβα η πτώση της τιμής των πρώτων υλών –ιδίως του νικελίου που είναι βασικό εξαγωγικό της προϊόν- και η μείωση του τουρισμού λόγω της παγκόσμιας κρίσης του 2008.
Στην Κούβα από τα 5,2 εκατομμύρια εργαζόμενους, οι 800.000 εργάζονται στον μη κρατικό τομέα της οικονομίας, οι 140.000 είναι αυτοαπασχολούμενοι. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας είναι 1,7%, αλλά δεν εμφανίζονται όσοι εργάζονται στην άτυπη οικονομία, όπου τα εισοδήματα συνήθως είναι αρκετά υψηλότερα από τον επίσημο μισθό (20 δολάρια/μήνα) και δεν φορολογούνται. Επίσης, δεν εμφανίζονται όσοι δεν κάνουν κάποια δουλειά, αλλά πληρώνονται με μειωμένο μισθό διά βίου.
Κίνητρο των αλλαγών είναι η τροφοδότηση με εργατικό δυναμικό παραγωγικών τομέων όπου παραδοσιακά παρουσιάζονται ελλείψεις (γεωργία –η μισή καλλιεργήσιμη γη μένει ανεκμετάλλευτη- οικοδομές), αλλά και σε επαγγέλματα, όπως αυτά της μέσης τεχνικής ειδίκευσης (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, τεχνικοί αυτοκινήτου κ.λπ.) και σε υπηρεσίες. Οι εργαζόμενοι θα προσανατολιστούν κυρίως στον αυτοδιαχειριζόμενο, όπως αφήνεται να εννοηθεί, συνεταιριστικό τομέα (250.000) και στην αυτοαπασχόληση (200.000 σε 118 τομείς της οικονομίας, με δυνατότητες πρόσληψης ορισμένων μισθωτών).
Η πρόβλεψη είναι να ισχύσει ένα φορολογικό σύστημα επί των κερδών, του εισοδήματος από την εργασία και των πωλήσεων, να εισαχθούν αυστηρές ρυθμίσεις των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να αυξηθεί η προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών, να υποκατασταθούν οι εισαγωγές (η Κούβα εισάγει το 80% των τροφίμων που έχει ανάγκη), να αυξηθούν οι μισθοί στον κρατικό τομέα, να πέσουν οι τιμές και να μειωθούν τα εισοδήματα της άτυπης οικονομίας, ώστε να μην υπάρχει σχετικό όφελος για όσους αναζητούν εισοδήματα εκτός επίσημης οικονομίας.
Προς τα πού πάνε τα πράγματα;
Οι αλλαγές αυτές, υποστηρίζει η Έλεν Γιάφε (Fight Racism, Fight Imperialism, 21/9) πρέπει να κατανοηθούν ως πραγματιστικά μέτρα που εφαρμόζονται ως αναζήτηση μιας λύσης οικοδόμησης του σοσιαλισμού από το επίπεδο της υπανάπτυξης, σε ένα νησί που εξαρτάται από το εμπόριο, είναι αποκλεισμένο και δέχεται επιθέσεις.
Ο καθηγητής Στ. Γουίλκινσον, μελετητής της Κούβας, γράφει (Guardian 10/9) ότι «η κουβανική κυβέρνηση θεωρεί πως ο παλιός κεντρικά σχεδιασμένος σοσιαλισμός σοβιετικού τύπου τέλειωσε, απαιτείται μια νέα μορφή σοσιαλισμού, όπου το κράτος δεν είναι ο διοικητής της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά ο ρυθμιστής. Είναι ένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλισμού –που μπορεί κι αυτό να μη λειτουργήσει-, αλλά δεν είναι καπιταλισμός».
Υπάρχει, επίσης, η άποψη πως τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας τάξης μικρών επιχειρηματιών με όλα τα παρεπόμενα (ανισότητες εισοδήματος, εκμετάλλευση, κοινωνική διαπάλη κ.λπ.) και αιωρείται πάντα το ερώτημα αν το κουβανέζικο καθεστώς ήταν/είναι σοσιαλιστικό ή ένα λαϊκό καθεστώς μεταβατικού κρατικίστικου τύπου, που εισάγει μεταρρυθμίσεις προς τον καπιταλισμό. Το σίγουρο είναι ότι η Κούβα ήταν κάτι, κατά κάποιο τρόπο, ξεχωριστό στο πλαίσιο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ότι το μέλλον των μεγάλων κατακτήσεων που έχει επιτύχει δεν εξαρτάται μόνο από το τι θα γίνει εσωτερικά, αλλά θα κριθεί και από τις εξελίξεις σε όλη την περιοχή της Λατινικής Αμερικής.