Τα τελευταία χρόνια, παρόλες τις κρίσεις που κατέχουν τη δημόσια ζωή, εμφανίζονται όλο και περισσότερες αναλύσεις της ποιότητας ζωής για διαφορετικές χώρες του κόσμου. Σε μία μελέτη του «οικονομοπεριβαλλοντολόγου» Μάθιου Καν, που συνέταξε έναν κατάλογο κριτηρίων ευημερίας και αξιολόγησε τις ποικίλλουσες επιδόσεις κρατών στα πλαίσια πρωτοβουλίας του περιοδικού Reader’s Digest, τα ευρήματα ήταν άκρως ενδιαφέροντα (1). Ο Καν έδωσε «χρυσό μετάλλιο» στη Φινλανδία και εξαιρετικά υψηλές θέσεις στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, ενώ για την Ελλάδα επεφύλαξε την 20η θέση και για τις ΗΠΑ την 23η. Στην όλη κατάταξη 141 χωρών η Κίνα βρέθηκε μόλις 84η, ενώ η αξιολόγηση 72 πόλεων έφερε την Αθήνα στην 63η θέση και το Πεκίνο στην τελευταία (!) λόγω της μεγάλης ρύπανσης της ατμόσφαιρας. Σε μια έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Στοχεύοντας την ανάπτυξη», τον Φεβρουάριο του 2006, ο επικεφαλής του οργανισμού συμφωνεί ότι το ΑΕΠ δεν είναι επαρκές μέτρο της ευημερίας και πρέπει να συμπληρωθεί με αντιπροσωπευτικότερους δείκτες. Ο οικονομολόγος του ΟΟΣΑ θεωρεί ότι η αναψυχή, ο ελεύθερος χρόνος, το καθαρό περιβάλλον και η κοινωνική συνοχή, είναι παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμώνται.
Ήδη από την πρώτη δεκαετία του αιώνα η σύζευξη ποιοτικών και «συμβατικών» οικονομικών δεικτών κερδίζει όλο και περισσότερους πόντους στη διεθνή προβληματική. Όροι όπως αυτός της «Ακαθάριστης Εγχώριας Ευτυχίας», του «Δείκτη Καθαρής Προόδου», της «Λίστας του Ευτυχισμένου Πλανήτη» ή του «Παγκόσμιου Χάρτη Ευτυχίας» (2), ακούγονται όλο και συχνότερα στα πλαίσια της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών. Όλο και περισσότεροι προβληματίζονται για τις ανεπάρκειες του ΑΕΠ όσο αφορά την έκφραση των πραγματικών συνθηκών ζωής. Το ΑΕΠ εξ ορισμού κηρύσσεται άσχετο με την αξιολόγηση του περιβαλλοντικού «πλαισίου» εντός του οποίου διαδραματίζεται η ολότητα της ζωής, με τη συνεκτίμηση της σπατάλης και της «σκουπιδοποίησης» εντός του οικονομικού συστήματος, με την αποτύπωση της ψυχολογικής κατάστασης των δρώντων ατόμων μέσα σε συνθήκες ανταγωνισμού: Όπου συνυπάρχει η πραγματική φτώχεια των πολλών με την κατά φαντασίαν φτώχεια των μεσαίων τάξεων –κάποτε ελλείψει τρίτου αυτοκίνητου ανά οικογένεια, δεύτερου εξοχικού στο βουνό, θερμαινόμενης πισίνας της τελευταίας μοδός κ.λπ. Όπου εντείνεται η κοινωνική αποξένωση και η κατάλυση της τοπικής συνοχής, όπου οι συναγελαζόμενοι αστικοί πληθυσμοί θυμίζουν μοναχικούς θαμώνες ποδοσφαιρικού θεάματος…
Το ΑΕΠ πάσχει οι αριθμοί πολλάκις ευημερούν, σύμφωνα με τη γνωστή ατάκα του Γεωργίου Παπανδρέου Α’ που είχε άλλη στόχευση τω καιρώ εκείνω πλην όμως πάει «κουτί» με το σύγχρονο μήνυμα της αναντιστοιχίας οικονομικών δεικτών και ευημερίας. Και ενώ αυτά συμβαίνουν, ενώ υποχωρούν θεμελιακοί δείκτες ποιότητας όπως είναι η κατάσταση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, η ποιότητα εργασιακών και δημόσιων χώρων, η προσπελασιμότητα στις πόλεις, η ψυχολογική ισορροπία, η αισθητική του αστικού και υπαίθριου τοπίου, οι μεγαλοπαράγοντες της πολιτικής επιμένουν να δίνουν έμφαση στους κλασικούς αναπτυξιακούς δείκτες με το αμφίβολο και κατά πως φαίνεται «ρελατιβιστικό» περιεχόμενό τους. Παραφράζοντας το τσαρουχικό γνωμικό «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις», η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έβαλε το 2007 την Ελλάδα να δηλώνει κατά 25% πλουσιότερη συμπεριλαμβάνοντας δραστηριότητες αμφίβολης συμβολής, προκαλώντας ευρωπαϊκές αντιρρήσεις και εγχώριες αντιδράσεις.
Η ποιότητα ζωής θεωρείται ως ένα δευτερεύον διακύβευμα του πολιτικού παιχνιδιού. Τώρα βέβαια οι πολίτες ξέρουν ότι η ποιότητα ζωής εξοικονομεί έξοδα υγείας. Ότι ένα ποιοτικό αστικό περιβάλλον κάνει περιττές πολλές «φυγές» στην ύπαιθρο, εξοικονομώντας κόστη αναψυχής. Ότι η μείωση της ανασφάλειας από τους κινδύνους ατυχημάτων και εγκληματικότητας δρα αγχολυτικά και θετικά για τις ανθρώπινες σχέσεις. Ότι ένας πολυλειτουργικός και ήπιος αστικός χώρος επιτρέπει πιο ορθολογικές καταναλωτικές επιλογές. Όλα αυτά τα ξέρουν οι πολίτες, σε αντίθεση με τους «οικονομιστές», οπαδούς των αυστηρά μετρήσιμων μεγεθών. Αυτοί της οικονομίας τους το χαβά!
Παραπομπές
- News in gr.,8/10/2007
- Γ.Σχίζα, «Εικονικό ή πραγματικό, το ΑΕΠ δεν κάνει την ευτυχία» Οικοτοπία, Οκτώβριος 2006